Ένα πουλάκι, κάποτε, γάντζωσε μέσα στα νύχια του ένα μικρό σκουληκάκι και το μετέφερε στη φωλιά του για να το φάει. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, εκείνο παρακαλούσε συνέχεια:
-Σε παρακαλώ, άφησέ με να ζήσω. Μη μου στερήσεις τη ζωή, είμαι τόσο μικρό και νέο ακόμα. Δείξε μου λίγη συμπόνια, σκέψου τα νιάτα μου και τη ζωή που δεν έχω προλάβει να ζήσω.
-Λυπάμαι, του απαντάει εκείνο. Δεν μπορώ να σε αφήσω τώρα που σε βρήκα. Αν σε συμπονέσω για τα νιάτα σου, δε θα συμπονέσω το στομάχι μου. Δεν μπορώ να σε αφήσω τώρα που σε βρήκα, λυπάμαι.
Και αφού το πήγε στη φωλιά του, το έφαγε.
Πέρασαν οι μέρες και το πουλάκι πετούσε ψηλά στον ουρανό, ανέμελο και ζωηρό. Ξαφνικά, πριν καν το αντιληφθεί, παγιδεύτηκε μέσα στο δίχτυ ενός κυνηγού. Κατάλαβε ότι ο κυνηγός θα το σκότωνε, όταν το κράτησε σφιχτά μέσα στο χέρι του. Και τότε, άρχισε να κλαίει και να φωνάζει:
-Σε παρακαλώ, άφησέ με να ζήσω. Μη μου στερήσεις τη ζωή, είμαι τόσο μικρό και νέο ακόμα. Δείξε μου λίγη συμπόνια, σκέψου τα νιάτα μου και τη ζωή που δεν έχω προλάβει να ζήσω.
-Λυπάμαι, του απαντάει εκείνος. Δεν μπορώ να σε αφήσω τώρα που σε βρήκα. Αν σε συμπονέσω για τα νιάτα σου, δε θα συμπονέσω το στομάχι μου. Δεν μπορώ να σε αφήσω τώρα που σε βρήκα, λυπάμαι.
Και έτσι το πουλάκι είχε την ίδια τύχη με το σκουληκάκι. Πριν γίνει το γεύμα του κυνηγού, σκεφτόταν ότι βρήκε μπροστά του την ασπλαχνία που και εκείνο κάποτε είχε δείξει…
Αφήστε το σχόλιο σας