Μια αγκαλιά λέξεις, χίλιες συλλαβές στο στόμα, αμέτρητες προτάσεις στο μυαλό, σχέδια στην καρδιά που φέρνουν χαμόγελα, έτοιμο το σενάριο.
Μοιράστηκαν οι ρόλοι.
Αυτός έκανε το ποτάμι.
Εκείνος τη λίμνη, ο άλλος τη θάλασσα, το παιδί με τα σγουρά μαλλιά το βουνό. Ο τελευταίος έκανε Τον Θεό.
Ο Θεός πήρε τη θέση Του στον θρόνο, με τα αγγελάκια γύρω Του να χαίρονται για την ομορφιά. Και κει, μεσ’ στην απόλυτη τάξη και ηρεμία, ξεπρόβαλε ο ανθρωπάκος, μικρός, γκρινιάρης, μίζερος.
Άρχισε να τρέχει και να σκορπά τα λόγια του σαν χαρτοπόλεμο σε αποκριάτικη παρέλαση. Κατέστρεφε ό,τι έβρισκε μπροστά του.
Στο ποτάμι έριξε μελάνι.
Στη λίμνη γαμψόνυχα πουλιά που ξέσχισαν τα σωθικά της. Στη Θάλασσα τοξικά απόβλητα.
Το βουνό το έπνιξε με καπνό και στάχτη. Τον ουρανό τον έντυσε με κίτρινο ρούχο.
-Πού πας; του φώναξαν.
-Τι κάνεις;
-Για ποιο λόγο όλα αυτά;
Ενώ συνέχιζε την τρελή πορεία του, γύρισε κοίταξε πίσω και είπε:
-Δεν αντέχω την ομορφιά της φύσης! Δεν αντέχω την πειθαρχία Του Θεού!
Ενημερωθείτε για τη λογοτεχνική μας δράση “Μένουμε σπίτι”.
Αφήστε το σχόλιο σας