«Το σάμαλι», ένα διήγημα της Αθηνάς Μαραβέγια

«Πόσο καιρό έχω να σου πω πόσο σ’ αγαπάω; Μήτε που θυμάμαι πότε σου το είπα τελευταία φορά… Ναι, ναι, πάει καιρός. Ήσουν γυρισμένη στον νεροχύτη και κάτι έπλενες. Και μόλις είχα γυρίσει σπίτι. Με είχες στείλει να σου ψωνίσω, θυμάσαι; Ναι, το θυμάμαι σαν να ’ναι τώρα. Για καιρό σου ζητούσα να φτιάξεις σάμαλι, που τόσο μου αρέσει κι εσύ όλο το ανέβαλες. Πότε γιατί δεν προλάβαινες, άλλοτε γιατί δεν είχες τα υλικά. Πάντοτε έβρισκες και μια δικαιολογία. Μέχρι που σταμάτησα πια να το ζητάω. Κι εκείνη τη μέρα, ανάμεσα στα ψώνια, είχες σημειώσει και σιμιγδάλι. Και σαν σε φίλησα στον λαιμό και σου είπα πόσο σ’ αγαπάω -ναι, για κείνο το έρημο το σάμαλι που θα μου έφτιαχνες- θυμάσαι τι μου απάντησες; “Και του γέρου τα χαδάκια σαν νερόβραστα σπανάκια”… Και δεν σου θύμωσα, μήτε παρεξηγήθηκα, γιατί το ήθελα αυτό το γλυκό τόσο πολύ… Το λιγουρευόμουν δυο ολόκληρα χρόνια τουλάχιστον. Και το καταβροχθίσαμε οι δυο μας· ένα ολόκληρο ταψί σε τρεις μέρες… Ακόμα έχω τη γλύκα του… Και μας είχε ανέβει και το ζάχαρο, θυμάσαι;… Αχ, τι μου θύμησες, κορίτσι μου… Ναι. ΚΟΡΙΤΣΙ μου. Για μένα θα είσαι πάντα το κορίτσι μου κι ας κοντεύουμε τα ογδόντα. Σ’ αγαπάω. Σ’ αγαπάω τόσο πολύ, Θεέ μου. Ναι, ναι, ξέρω. Δεν σου το έλεγα συχνά. Έως και καθόλου, δηλαδή, για να λέμε και αλήθειες. Εμείς ποτέ δεν είπαμε ψέματα, έτσι δεν είναι; Για πες, για πες. Μήπως μου έχεις πει κανένα και το κρατάς μυστικό; Όχι. Είμαι σίγουρος για σένα, όπως είμαι σίγουρος και για μένα. Αν καταφέραμε να γεράσουμε μαζί, ξεπερνώντας τα όποια προβλήματα κατά καιρούς -και είχαμε μπόλικα- ήταν διότι η σχέση μας, από την αρχή της, στηρίχτηκε στην αλήθεια, στον σεβασμό και στην αλληλοεκτίμηση. Ναι, ναι ΚΑΙ στον έρωτα. Μη μου θυμώνεις. Και στον έρωτα. Μέχρι και τώρα είμαστε ερωτευμένοι. Εσύ μου το έλεγες και μου το έδειχνες με χίλιους δυο τρόπους. Εγώ ήμουν και είμαι μπουνταλάς και τσιφούτης σ’ αυτόν τον τομέα. Βλέπεις, εσύ μ’ έμαθες, όχι μόνο ν’ αγαπάω, αλλά και να το δείχνω. Σπάνια μεν, αλλά σου το έδειχνα, δεν σου το έδειχνα; Για ποιον ζούσα όλα αυτά τα χρόνια; Από την ημέρα που σε πρωτοείδα σε μια κοινή μας συντροφιά. Μετά εσύ χάθηκες για καιρό κι όταν συναντηθήκαμε ξανά, τότε, με τον άγαρμπό μου τρόπο, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, σου έδειξα πόσο μου άρεσες και σου είχα πει πως δεν ήθελα να σε χάσω πάλι. Περάσαμε καλά. Περάσαμε όμορφα οι δυο μας. Ποτέ δεν σου είχα πει πόσο όμορφη σε έβλεπαν τα μάτια μου. Πόσες φορές προσπάθησες να μου το εκμαιεύσεις, μα πού εγώ… Λες και αν σου το έλεγα, αν το παραδεχόμουν, θα έχανα από το γόητρό μου, από το αντριλίκι μου. “Για να μην πάρουν τα μυαλά σου αέρα και μου φύγεις”, σκεφτόμουν. Πόσο ανόητος και ανασφαλής ήμουν. Ακόμα κι όταν μαλώναμε και μου κρατούσες μούτρα, ήσουν τόσο όμορφη… Από την μια ήθελα να σου δώσω δυο χαστούκια για να σε συνεφέρω, να σε κάνω να μου ξαναμιλήσεις, κι από την άλλη να σε πνίξω στα φιλιά. Ναι, ναι, θυμάμαι. Άλλωστε ήταν ο όρος σου και ήταν απαράβατος. Και τον σεβάστηκα. “Αν ποτέ νοιώσεις πως θέλεις να μου μιλήσεις άσχημα ή να σηκώσεις χέρι, μια που το σκέφτηκες και μια που άνοιξες την πόρτα κι έφυγες. Ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα, ο ήλιος ν’ ανατέλλει από την Δύση, δεν θα το ανεχτώ. Ούτε καν για αστείο…” Και το σεβάστηκα, δεν το σεβάστηκα; Όχι πως κάποιες φορές δεν με έφερνες στα όριά μου· ήμουν κι εγώ τζαναμπέτης. Δεν σου μίλησα, όμως, ποτέ άσχημα και δεν διανοήθηκα μήτε καν να σε σπρώξω.

Και τώρα τι θα κάνω, μου λες; Πώς θα ζήσω από δω και πέρα; Τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. ΤΙΠΟΤΑ. Σ’ αγαπάω, κοριτσάκι μου. Σ’ αγαπάω, όσο δεν ήξερα ποτέ πως μπορώ ν’ αγαπήσω. Γιατί με άφησες μονάχο; Γιατί άφησες να χαθεί το βλέμμα σου στο άπειρο; Δεν σου έφτανα εγώ; Έπρεπε να φύγεις; Έτσι; Χωρίς να με προειδοποιήσεις; Χωρίς να με προετοιμάσεις; Δεν είχαμε πει πως θα φύγω πρώτος εγώ; Δεν θυμάσαι που το είχα πει και στον γιατρό; Πώς θα σε αφήσω σε ξένα χέρια τώρα;… Γιατί, κορίτσι μου;…»

«Κύριε Σπύρο, πρέπει να την πάρουμε… Ελάτε μαζί μου, σας παρακαλώ…»

Δυο στιβαρά μπράτσα τον αγκάλιασαν με τρυφερότητα και τον οδήγησαν στο άλλο δωμάτιο… Του ήταν αδύνατο να δεχθεί τούτη την κατάσταση. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Αφού είχαν συμφωνήσει πως θα φύγει πρώτα εκείνος, γιατί τον ξεγέλασε; Με ποιο δικαίωμα; Πώς μπόρεσε να του κάνει τόσο κακό; Πώς θα πορευτεί από δω και πέρα;

«Ελάτε, κύριε Σπύρο. Τελειώσαμε. Μη σας νοιάζει. Θα τα αναλάβω όλα εγώ. Άλλωστε της χρωστάω, της χρωστάω αγάπη, από αυτή που εκείνη μου έδωσε απλόχερα… Ελάτε… Θα μείνει κάποιος μαζί σας; Θέλετε να μείνω εγώ;»

«Να είσαι καλά, παλληκάρι μου! Ξέρω πόσο σε αγαπούσε! Έλεγε “ο γιος μου” και εννοούσε με καμάρι εσένα! Καλά θα είμαι. Μη νοιάζεσαι…»

«Θα πάω να τακτοποιήσω κάποια θέματα και θα έρθω, αν δεν σας γίνομαι βάρος, να μιλήσουμε για κείνη. Το έχω κι εγώ ανάγκη. Σίγουρα δεν ήταν μάνα μου, αλλά για μένα ήταν και θα είναι ο άνθρωπος που με κέρδισε από παιδί και μέχρι σήμερα την έχω τοποθετήσει στο ίδιο “ράφι” με τους γονείς μου…»
«Να πας στο καλό, παιδί μου. Εδώ θα είμαι. Θα σε περιμένω… Και σ’ ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ πολύ…»

Ίσως σας αρέσει και

2 Σχόλια

  • Μαριάννα Γληνού
    14 Ιουλίου 2018 at 02:43

    Με συγκινήσατε. Αντιστρέψατε τους όρους.. και λέω, πόσο διαφορετικά γίνονται στη ζωή!

    • Αθηνά Μαραβέγια
      15 Ιουλίου 2018 at 17:14

      Σας ευχαριστώ πολύ!!! Με τιμά η παρουσία σας, όσο και το τόσο όμορφο σχόλιό σας!!!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη