«Το ρεβεγιόν», ένα διήγημα της Φωτεινής Πανουργιά για τη δράση ‘Χριστός Γεννάται’

Γυάλιζε και ξαναγυάλιζε τα ασημικά, μέχρι που είδε το πρόσωπό της να καθρεφτίζεται πάνω τους. Είχε χρόνια να τα καθαρίσει με τόση επιμονή κι αυτά μαύριζαν παρατημένα στις αδιάφορες επιφάνειες, ταυτισμένα ολοκληρωτικά με τη ψυχή της κυράς τους. Τόσα χρόνια ήταν αόρατα, λες και κανείς δεν τα είχε φιλοτεχνήσει, λες και κανείς δεν τα είχε στολίσει στη βιτρίνα του, λες και κανείς δεν τα είχε διαλέξει για να ομορφύνουν το σπιτικό του. Αόρατα και υποτιμημένα παρόλη την αξία τους. Αλλά σήμερα είχαν την τιμητική τους. Σήμερα ξαναγεννήθηκαν μαζί με την κυρά τους και αν κάποιος παρακολουθούσε το σκηνικό, δεν θα μπορούσε να αποφασίσει ποιος άστραφτε περισσότερο.

Είχε προηγηθεί εκείνο το περίεργο τηλεφώνημα πριν από πέντε μέρες. Εκείνο το τηλεφώνημα που της άλλαξε τη ζωή και την έβαλε σε καινούργια τροχιά. Για πέντε μέρες το ζούσε ξανά και ξανά, επαναλάμβανε τους διάλογους και μίλαγε με τον εαυτό της. Μερικές φορές, άλλαζε μία φράση, μία πρόταση για να δει αν θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα στο τέλος της συνομιλίας. Δεν είχε όμως τόση σημασία. Ό,τι ειπώθηκε, ειπώθηκε, ίσως όταν συναντηθούν, φερθεί λίγο πιο έξυπνα, λίγο πιο θαρρετά, λίγο πιο ξετσίπωτα, βρε παιδί μου, γιατί όχι; Τι κατάλαβε τόσα χρόνια με τις σοβαρότητες και τα δήθεν και τα δεν πρέπει; Αυτή τη φορά το είχε πάρει απόφαση. Θα τα έπαιζε όλα για όλα! Αν και για να λέμε την αλήθεια, είχε ξεχάσει πως γινόταν αυτό.

Είχαν γνωριστεί στο γραφείο. Εκείνος είχε περάσει για μια δουλειά κι εκείνη τον εξυπηρέτησε άψογα, υπηρεσιακά, χωρίς καθυστερήσεις. «Δεν το πιστεύω ότι υπάρχουν τόσο εξυπηρετικοί δημόσιοι υπάλληλοι», έκανε τη φιλοφρόνηση εκείνος. «Σχεδόν απίστευτο μου φαίνεται», συνέχισε. Κι εκείνη είχε ήδη αρχίσει να τον σκέφτεται. Όταν ξαναπέρασε δεύτερη και τρίτη φορά, άρχισε και να τον ονειρεύεται. Μυστικά, αθόρυβα, κρυφά και από τον ίδιο της τον εαυτό ακόμα. Την τέταρτη φορά της ζήτησε το τηλέφωνό της, έτσι για να λένε καμιά κουβέντα, να ανταλλάζουν σκέψεις και ιδέες, είπε. Δεν ξαναπέρασε από το γραφείο αλλά την έπαιρνε τηλέφωνο. Δειλά στην αρχή, μια-δυο φορές τη βδομάδα, πιο σταθερά αργότερα, πιο οικεία, σχεδόν κάθε μέρα. Κι εκείνη περίμενε το τηλέφωνο κρεμασμένη στο ακουστικό, κάνοντας όνειρα ξανά, που από χρόνια είχε εγκαταλείψει, σαν ένα παλιό πλεκτό που άφησε στη μέση και τώρα το ξανάπιανε από την αρχή.

Ήταν χρόνια που είχε ρημάξει η ζωή της, ένας αποτυχημένος γάμος, δυο προξενιά από τις κολλητές ανεκδιήγητα και δυο γονείς ερείπια, γαντζωμένοι πάνω της σαν αιμοσταγείς βδέλλες -τι φταίνε κι αυτοί οι έρμοι- να ρουφάνε όλη της ενέργεια νύχτα-μέρα. Χρόνια ανήλιαγα, αποστειρωμένα, οι χαρές αραιές και μετρημένες στα δάχτυλα. Καμιά συνεστίαση στο γραφείο, κανένας γάμος ανιψιάς, δυο τρία βαφτίσια και το σουβλατζίδικο της γειτονιάς. Οι φίλες από καιρό είχαν εγκαταλείψει τον αγώνα κατά της κατάθλιψης που έσερνε πάνω της σαν μαύρο μανδύα και την μετέτρεπε σε μια θλιβερή, ανυπόφορη παρέα. Στην αρχή, όταν την εγκατέλειψε ο άντρα της, βοήθησαν όσο μπορούσαν, της έκαναν και κάποιες γνωριμίες -ο Θεός να τις κάνει γνωριμίες- αλλά αυτή το χαβά της. Ο Μάκης της και ο Μάκης της. Να τον ξεχάσει δεν μπορούσε, να τον συγχωρέσει δεν ήθελε. Έπιασε και μερικές φορές τον εαυτό της να σκέφτεται το κακό, την ονειρευόταν την εκδίκηση αυτή, πόσες τύψεις θα του δημιουργούσε του μαλάκα, τελικά αποφάσισε ότι ούτε αυτά τα κότσια τα είχε και προχώρησε παραπέρα. Τι παραπέρα δηλαδή, σπίτι-δουλειά και δουλειά-σπίτι και στο ενδιάμεσο νοσοκόμα για τους γέρους με πολλές ειδικότητες και καμιά προοπτική.

Το παλιό διαμέρισμα στην Κυψέλη ήταν από καιρό μαυσωλείο. Μούχλα και πολυκαιρισμένη σάρκα σερνόταν σ’ όλα τα δωμάτια, που κάποτε μεγάλωνε με όλα της τα καλά. Τότε που ήταν όμορφη και ποθητή και είχε το θράσος να κοροϊδεύει τους άντρες που έπεφταν στο δρόμο της. Μέχρι που την κορόιδεψε εκείνος, ο ένας, για τα καλά. Και τη μεταμόρφωσε σε σκιά του εαυτού της…

Όμως εδώ και πέντε μέρες κάτι είχε αλλάξει στη ρημάδα τη ζωή της. «Θέλω να βρεθούμε από κοντά, αν δεν έχεις κανονίσει, να κάνουμε μαζί ρεβεγιόν την παραμονή των Χριστουγέννων», της είχε πει και ξαφνικά ένας ήλιος ακράτητος είχε εισβάλλει στο σπίτι, αδιαφορώντας για τα κλειστά παντζούρια και τις ανύπαρκτες χαραμάδες. Ξεχύθηκε μέσα με νταηλίκι και οικειότητα, που την άφησε άναυδη από την τόση ζεστασιά. Έξι μήνες την περίμενε αυτή την κουβέντα, κάθε μέρα, κάθε ώρα και λεπτό και τώρα δεν πίστευε στ’ αυτιά της. «Να βρεθούν από κοντά». Τον ξαναρώτησε και εκείνος το επιβεβαίωσε με τη γοητευτική φωνή του και ας είχε πατήσει τα εξήντα, ποιος νοιάζεται κι αυτή παιδούλα δεν ήταν στα σαρανταοχτώ της, σχεδόν πενηντάριζε, πώς πέρασαν έτσι τα γαμημένα τα χρόνια, ούτε που το πήρε είδηση.

Πέντε μέρες είχε κάνει το σπίτι άνω κάτω, το αέριζε το καθάριζε, το μάλωνε για την κατάντια του, στο τέλος το νίκησε. Το έκανε πραγματικά αγνώριστο! Αγόρασε γλάστρες και έβαλε λουλούδια στο μπαλκόνι, έξυσε τις κουτσουλιές των περιστεριών από τα κάγκελα και τα σουβατεπιά μέχρι που μάτωσαν τα νύχια της, πήρε καινούργια πιάτα και ποτήρια μοντέρνα κολονάτα και ένα καινούργιο φόρεμα που δεν της ταίριαζε πολύ αλλά η πωλήτρια την έπεισε με ευκολία γιατί δεν είχε πια  πολλές αντιστάσεις μέσα της και έτσι δεν μπόρεσε να αντιδράσει. Έπλυνε τις κουρτίνες και τα σκονισμένα σεμεδάκια, ξεσκόνισε τα παλιά μπιμπελό και έψαξε στο ίντερνετ για περίπλοκες συνταγές. Ήταν δική της η ιδέα να συναντηθούν στο σπίτι της, να του μαγειρέψει αυτή, πού να τρέχουμε Χριστουγεννιάτικα σε τυποποιημένα, απρόσωπα ρεβεγιόν, γιατί τον ήθελε στο δικό της γήπεδο, εκεί που όλα ήταν γνώριμα και ασφαλή, για να μην υπάρχει τίποτα που να διαταράξει την ήδη διαταραγμένη ανασφάλειά της.

Εκείνο το πρωί, έπλυνε τους γέρους από την κορφή μέχρι τα νύχια, τους χτένισε, τους αρωμάτισε και τους έδωσε σαφείς οδηγίες, να μην εμφανιστούν αν εκείνη δεν τους έδινε το σύνθημα. Έστρωσε όμορφα το τραπέζι, με το λευκό λινό τραπεζομάντιλο που της είχε μείνει λείψανο από το γάμο της και έβαλε στη μέση ένα μικρό βαζάκι με τρία τριαντάφυλλα. Κόκκινα, βελούδινα, για να δώσουν την υπόνοια του πάθους, που την έκαιγε καιρό και που δεν τολμούσε ούτε στον εαυτό της να αποκαλύψει.

Κατά τις οκτώ, ήταν έτοιμη, παρφουμαρισμένη μέσα στο καινούργιο της φουστάνι που τη στένευε ελαφρά στην κοιλιά και έκανε πρόβες μπροστά στον καθρέφτη της παλιάς σερβάντας. Χαμογελούσε, έκανε ερωταπαντήσεις, έριχνε χαριτωμένες ματιές. Πήγε στην κουζίνα, έλεγξε ξανά τα φαγητά, τα θαύμασε, τα παρατήρησε βάζοντας τη μούρη μέσα στις κατσαρόλες, αν είχε πέσει καμιά τρίχα μέσα δεν θα μπορούσε να αντέξει τη ντροπή και γύρισε πάλι στο σαλόνι. «Όχι», απαντούσε κάθε φορά που οι γέροι τη ρώταγαν αν ήρθε. Την ίδια απάντηση έδωσε στις εννιά και στις δέκα. Μετά έπεσε σιωπή στο σπίτι, οι γέροι αποκοιμήθηκαν κι αυτή έπιασε να ξανατρίβει τα ασημικά, έτσι για να περάσει λίγο η ώρα και να μην σκέφτεται. Θα έχει κίνηση είπε με το νου της, γιορτινές μέρες είναι γι’ αυτό και δεν ακούει το τηλέφωνο που τον πήρα. Τον φαντάστηκε στη μέση της Εθνικής -από την Κηφισιά ερχόταν-, περιτριγυρισμένο από χιλιάδες αυτοκίνητα που έκαναν τη νύχτα μέρα με τα φώτα τους και πήγαιναν σημειωτόν και  κορνάριζαν ανελέητα…

Στις δώδεκα ακριβώς, την ξύπνησε η ανεπαίσθητη μετακίνηση από τους δείκτες του παλιού ρολογιού που κρεμόταν βαριεστημένα πάνω από την τριμμένη πολυθρόνα. Τα λουλούδια στο βάζο είχαν γείρει να κοιμηθούν, τα φωτάκια στο δέντρο αναβόσβηναν τρελαμένα και τα δάχτυλά της έσφιγγαν με μανία το παλιό αστραφτερό ασημικό.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη