Στο πόμολο της πόρτας
είχε κρεμάσει ένα κοστούμι
από κείνα τα κασμιρένια, τ’ ακριβά.
Μνημείο πεσόντων ονείρων
από κείνα τα μεταξένια, τα πολύτιμα,
του κόσμου διαφεντευτής να γίνει.
Άδειο κουφάρι τώρα να του μιλάει συνέχεια,
να τον μαλώνει, επίμονα να του ζητά αποκατάσταση.
Εκεί στο πόμολο της πόρτας
είχε κρεμάσει σωρό διστακτικά τα επιρρήματα,
τα «μήπως» και τα «μη» βαθιά εισχωρώντας
έκοψαν τις κλωστές του παλιού εαυτού,
μικρές τρύπες αφήνοντας κάθε φορά
που σκόνταφτε σε αιχμηρές αναβολές.
Μα σήμερα το φόρεσε το ακριβό κοστούμι, το κασμιρένιο·
βγήκε κι ας ήταν Αύγουστος·
δεν μπορούσε να χάσει κι αυτό το καλοκαίρι.
Αφήστε το σχόλιο σας