Ο ψυχολόγος που κατέφυγα λίγους μήνες μετά τη γέννηση της Ελένης μου, με βοήθησε να γνωρίσω καλύτερα τον εαυτό μου και να συνειδητοποιήσω πόσο σοβαρή ήταν η κατάστασή μου. Δεν ήταν η επιλόχεια κατάθλιψη υπεύθυνη για τη θλίψη που φώλιασε μέσα μου αλλά η απόδραση η δική σου. Αυτό το είχε υποπτευθεί κι ο αδερφός σου ο Ηλίας, γι’ αυτό επέμενε τόσο πολύ να πάω στον φίλο του. Μιλούσα στον γιατρό με τις ώρες, δεν το περίμενα αυτό από μένα τότε, να ξανοιχτώ έτσι, μ’ ένα ξένο πρόσωπο και να του ανοίξω την καρδιά μου, λες κι ήταν ο άνθρωπος της ζωής μου. Ο άνθρωπος της ζωής μου! Εσύ ήσουν αυτός για μένα. Κι όμως, έφυγες.
Ο γιατρός δε με ρωτούσε πολλά. Μ’ άφηνε να μιλάω μόνη μου όσο ήθελα και για όποιον ήθελα. Κι εγώ, αντί να του μιλάω για το μωρό μου που περίμενε στο σπίτι την αγκαλιά μου, του μιλούσα για σένα. Ο Πέτρος έτσι, ο Πέτρος αλλιώς. Ο Πέτρος τότε έκανε εκείνο. Ο Πέτρος τότε έκανε το άλλο. Ο Πέτρος, ο Πέτρος…
«Κι ο Νίκος;» Με ρώτησε τότε, εύλογα, κάποια στιγμή εκείνος, μιας και δεν έκανα καμιά αναφορά στο πρόσωπό του. «Ο Νίκος, ο άντρας σου, τι είναι για σένα;» Κι εγώ σώπασα απότομα κι έμεινα να τον κοιτάζω σαν χαζή. Δεν ήξερα τι να του απαντήσω. Ο άντρας μου; Ο πατέρας του παιδιού μου; Ο άνθρωπος που διάλεξα να περάσω μαζί του όλα τα χρόνια της ζωής μου; Τότε κατάλαβα πως ο Νίκος δεν υπήρχε πουθενά εκεί μέσα για μένα. Εκεί μέσα, σ’ αυτό το ξένο δωμάτιο που διάλεξα να βγάλω τα εσώψυχά μου σ’ έναν άγνωστο, ήμασταν μόνο εσύ κι εγώ.
Δε θυμάμαι πόσες συνεδριάσεις χρειάστηκε να κάνουμε μέχρι να βγάλει ο ψυχολόγος τα συμπεράσματά του και ν’ αποφασίσει για την κατάλληλη θεραπεία που θα έπρεπε ν’ ακολουθήσω, ώστε ν’ αρχίσω να συνέρχομαι. Πάντως, την τελευταία φορά που έφυγα από κει, συνειδητοποίησα, πόσο λίγο με γνώριζα. Κι εμένα κι εσένα.
Εκείνος, μου είπε, πως ήμουν ερωτευμένη μαζί σου και πως ο δεσμός αίματος που είχαμε, σαν ξαδέρφια, δε μ’ άφηνε να το παραδεχτώ ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό. Μου είπε, επίσης, πως προχώρησα σ’ έναν γάμο μ’ έναν ξένο για να καταφέρω να σε ξεπεράσω. Έπεσα ψυχολογικά απ’ τη στιγμή που έφυγες. Όλα πια ήταν ανούσια για μένα. Ακόμα και το μωρό που μεγάλωνε στα σπλάχνα μου δεν ήταν σε θέση να δώσει μια πινελιά χρώμα στη ζωή μου, αφού η φυγή σου είχε πια μαυρίσει τα πάντα γύρω μου. Η έλλειψή σου με πονούσε αφόρητα. Μερικές φορές, προτιμούσα να κλείνω τα μάτια και να σκέφτομαι πως είσαι, τάχα, ακόμα στο Λονδίνο για το μεταπτυχιακό σου και πως σε λίγο καιρό θα γυρίσεις, κι όλα θα γίνονταν όπως πρώτα. Με παρηγορούσε αυτή η σκέψη κι απάλυνε κάπως τον πόνο μου.
«Ο άνθρωπος αυτός ήταν για σένα Μαρία το καταφύγιό σου κι η ασφάλειά σου. Είχες εναποθέσει πάνω του όλα σου τα όνειρα. Μεγαλώσατε μαζί και ζυμώσατε τα όνειρά σας με τα ίδια υλικά. Πίστευες πως, ό,τι κι αν συμβεί στη ζωή σου, εκείνος θα είναι εκεί στο πλάι σου και θα φροντίζει για σένα, όπως έκανε όταν ήσασταν πιτσιρίκια και έφηβοι. Οι δρόμοι, όμως, των ανθρώπων αναπόφευκτα κάποια στιγμή χωρίζουν. Έρχονται μπροστά μας τα σταυροδρόμια και μας καλούν να διαλέξουμε το δικό μας μονοπάτι, να κάνουμε τη δική μας προσωπική επιλογή, κι εκείνη την ώρα, ο καθένας αποφασίζει ποιο είναι το σωστό για τον εαυτό του. Είσαι απελπισμένη, επειδή είσαι ερωτευμένη μαζί του. Απ’ αυτό πηγάζει όλη η πίκρα κι ο θυμός που τρέφεις μέσα σου για εκείνον. Κι η οργή σου, να ξέρεις, πως δεν απευθύνεται στη συγκεκριμένη επιλογή του, να τα παρατήσει όλα και να καταφύγει σε μοναστήρι, αλλά στο ότι εκείνος χάραξε τη δική του διαδρομή στη ζωή, απ’ την οποία εσύ απουσιάζεις. Κι εδώ να έμενε ο Πέτρος, θα ερχόταν η ώρα που θα έκανε τις δικές του επιλογές και ίσως, όταν αποφάσιζε κι αυτός να δεθεί με κάποια άλλη γυναίκα, αυτό να ήταν περισσότερο οδυνηρό για σένα. Εδώ θα κατέληγες πάλι Μαρία, απέναντί μου. Να είσαι σίγουρη γι’ αυτό. Την ίδια απόγνωση θα αισθανόσουνα, όταν θα τον έβλεπες στην αγκαλιά μιας άλλης γυναίκας, κι ας ισχυρίζεσαι πως αυτό που σε πονάει πιο πολύ απ’ όλα είναι η απουσία του…»
Τα λόγια του χαράχτηκαν βαθιά στην καρδιά μου. Θυμάμαι ακόμα και την τελεία που έβαζε σε κάθε του πρόταση, το χρώμα της φωνής του, το μειλίχιο ύφος του καθώς μου μιλούσε. Όταν έφυγα από εκεί μέσα, αναγκάστηκα να παραδεχτώ στον εαυτό μου πως τελικά, ο γιατρός είχε δίκιο. Ήμουνα ερωτευμένη και πολύ εξαρτημένη από σένα. Η αποδοχή, βέβαια, αυτή δε μείωσε στο ελάχιστο τον θυμό που έβραζε μέσα μου για την πράξη σου. Κάποιες φορές τότε, σου έγραφα πάλι ολοσέλιδα γράμματα και προσπαθούσα μέσα σ’ αυτά να ξεθυμάνω την οργή μου. Κι ύστερα τα έσκιζα για να μην τα βρει ο Νίκος. Ενώ τώρα, τα κλειδώνω στο συρτάρι διατηρώντας την ψευδαίσθηση πως έχουν φτάσει στα χέρια σου και τα έχεις διαβάσει. Μονάχα έτσι μπορώ να συνεχίσω. Κι ας γνωρίζω καλά πως ποτέ δε θα φτάσουν σε σένα.
Ποτέ δε μίλησα σε κανέναν για τις συνεδρίες μας με τον ψυχολόγο, ούτε καν στον Ηλία, ο οποίος ήταν ο μοναδικός που είχε υποπτευθεί ίσως την αλήθεια. Το μωρό μου με βοήθησε πολύ να ξεπεράσω εκείνο το διάστημα τη βαθιά θλίψη μου και να γυρίσω ξανά στη ζωή και στην καθημερινότητά της. Το μωρό μου και οι μαθητές μου στο σχολείο. Ευτυχώς, έκανα μια σωστή επιλογή και διάλεξα το επάγγελμα που μου ταίριαζε απόλυτα. Ξέρεις πόσο μεγάλη αδυναμία τρέφω για όλα τα παιδιά. Η επαφή μου μαζί τους κάθε μέρα, μου έδινε την ψυχολογική τροφή που χρειαζόμουνα, για ν’ ανταπεξέλθω στις τρικλοποδιές που μου έβαζε η ζωή καθημερινά, από τότε που έφυγες.
Ήμουνα ερωτευμένη μαζί σου. Ήσουνα το πρότυπό μου. Η ασφάλεια και το καταφύγιό μου. Έτσι ακριβώς, όπως το είπε ο ψυχολόγος. Στην αγκαλιά σου φώλιαζα κι έπλαθα τα όνειρά μας. Τη μυρωδιά σου την κουβαλάω ακόμα πάνω μου. Η φωνή σου έρχεται ακόμα τα βράδια κρυφά και μου ψιθυρίζει, ζωγραφίζει με τα λόγια σου χρωματιστά όνειρα στο ταβάνι του δωματίου κι εγώ κάθομαι με τις ώρες και τα χαζεύω. Και σε νοσταλγώ. Και υποφέρω. Κι εκείνες τις πολύτιμες στιγμές λέω μέσα μου, πως θα έδινα τα πάντα να ξαναγυρίσω σ’ αυτή την ηλικία της εφηβείας, τότε που με κρατούσες στην αγκαλιά σου και μου μιλούσες για τη ζωή. Σαν δυο ερωτευμένοι μοιάζαμε, αφού οι καρδιές μας χτυπούσαν στον ίδιο ρυθμό.
Γιατί μου το έκανες αυτό; Γιατί δέθηκες τόσο πολύ μαζί μου; Αυτές οι σχέσεις είναι ολέθριες ανάμεσα σε δυο έφηβους. Ολέθρια κατέληξε κι η δική μας. Είχε δίκιο ο γιατρός. Ακόμα κι αν έμενες κοντά μας, το ίδιο άδεια θα αισθανόμουνα μακριά σου, ίσως και χειρότερα, αν σ’ έβλεπα καθημερινά στην αγκαλιά μιας άλλης γυναίκας. Πώς θα το άντεχα; Πώς θα μπορούσα να προσποιηθώ πως χαίρομαι, όταν θα έβρισκες τη γυναίκα της ζωής σου; Κι η ζήλεια λένε, πως είναι απ’ τα χειρότερα συναισθήματα που δεν μπορείς να το τιθασεύσεις εύκολα.
Αυτό το έμαθα από πρώτο χέρι τότε, που ανεβαίναμε μαζί πιασμένοι χέρι χέρι τα σκαλοπάτια της εφηβείας μας. Θυμάσαι; Τότε που όλα τα κορίτσια σε γλυκοκοίταζαν και προσπαθούσαν με διάφορους τρόπους να κερδίσουν την καρδιά σου. Τότε που με πλησίαζαν κι εμένα όλες, μήπως και καταφέρουν μέσω της σχέσης που είχαμε να σε πλησιάσουν. Κι εσύ που έπιανες στον αέρα τις λιγωμένες ματιές τους, κολακευόσουνα και καμάρωνες για τις επιτυχίες σου, όπως άλλωστε θα έκανε κάθε έφηβος στη θέση σου. Ενώ εγώ, έβραζα μέσα μου απ’ την αφόρητη ζήλεια, ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα για μένα τότε, που μονάχα εσύ κατάφερες να το ξυπνήσεις. Έκανες με τα κορίτσια τα παιχνιδάκια σου, έπαιζες με όλες κι ύστερα ερχόσουν και μου τα εμπιστευόσουν για να γελάσουμε μαζί.
Ήσουνα στ’ αλήθεια τόσο αθώος ή μήπως υποκρινόσουν κι εσύ; Ακόμα και σήμερα αναρωτιέμαι, πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που σε γνωρίζει περισσότερο απ’ όλους, να μην μπορεί να διαβάσει στα μάτια σου την απελπισία ή την αγάπη ή τον έρωτα, συναισθήματα τόσο έντονα που είναι αδύνατο να μη ζωγραφίζονται στο βλέμμα σου όταν τα νιώθεις στο έπακρο. Δε διάβαζες τα μάτια μου;
Εγώ πάλι, πάλευα να διαλέξω ανάμεσα στ’ αγόρια που με πολιορκούσαν κάποιον που να σου μοιάζει. Ένα δικό σου αντίγραφο. Κι όλο τέτοιους ξεχώριζα. Ο πρώτος που άφησα να με πλησιάσει είχε το ίδιο χαμόγελο με σένα. Ο δεύτερος είχε το παράστημά σου και το χρώμα των ματιών σου. Και με τους δυο κράτησε ελάχιστα το ειδύλλιο. Όταν ανακάλυπτα πως σε τίποτα άλλο δε σου μοιάζανε, κάτι ράγιζε μέσα μου και μου ήταν αδύνατο να συνεχίσω. Να πάω παρακάτω. Ο κύριος λόγος άλλωστε που δεν προχωρούσα, ήσουνα πάλι εσύ. Εσύ που θα σ’ άφηνα πίσω μου κι αυτό δεν μπορούσα να τ’ αντέξω. Εσύ πάντως, τα κατάφερες. Προχώρησες. Και μ’ άφησες. Χωρίς καμιά ενοχή. Γιατί να είχες όμως; Μήπως εσύ ήσουνα ερωτευμένος μαζί μου;
Αυτή η πικρία που αναδίνεται απ’ τα λόγια μου, δεν έχει ως απώτερο σκοπό να σε κάνει να αισθανθείς άσχημα επειδή έφυγες, αλλά να καταλάβεις πόσο κακό μου έκανες ακούσια, όταν ήσουνα εδώ. Δέθηκες μαζί μου περισσότερο απ’ ότι αρμόζει σε δυο παιδιά που μεγαλώνουν παρέα κι έχουν δεσμούς αίματος ανάμεσά τους. Εκεί έφταιξες εσύ, κι εγώ που σ’ ακολουθούσα τυφλά, παραβλέποντας πως το δέσιμό μας δεν μπορεί να μας οδηγήσει πουθενά.
Στο πουθενά θα βρισκόμασταν όμως κι αν είχες μείνει. Κι αυτό το έχω σκεφτεί. Στο πουθενά μένει μια σχέση σαν τη δική μας. Ολέθρια. Ποτέ δε θα μπορούσα να σου αποκαλύψω τον έρωτά μου. Ποτέ δε θα το έκανες κι εσύ, αν υποθέσουμε πως το αισθανόσουν. Ποτέ δε θα ενώνονταν οι καρδιές μας κι ας χτυπούσαν στον ίδιο ρυθμό. Παρ’ όλα αυτά συνεχίζω να σου κρατάω κακία για τον δρόμο που διάλεξες. Γιατί άραγε; Ποιος μπορεί να δώσει μια απάντηση; Κανένας, αφού εγώ η ίδια δεν είμαι σε θέση να το κατανοήσω. Είμαι στα πενήντα μου, όσο κι εσύ, κι αυτό το παράλογο ερώτημα συνεχίζει να με βασανίζει μετά από τόσα χρόνια. Γιατί νιώθω τόση οργή ακόμα μέσα μου; Μήπως επειδή με τον τρόπο μου συνεχίζω να σε κρατάω κοντά μου;
Εσύ φυσικά δε θα μάθεις ποτέ τα αληθινά αισθήματα που έκρυβα μέσα μου για σένα. Ο ένας λόγος είναι ο δρόμος που επέλεξες να ακολουθήσεις κι ο άλλος πως ποτέ δε θα επιτρέψω στον εαυτό μου να φτάσουν τα γράμματά μου στα χέρια σου. Θα κλειδωθούν μες στο συρτάρι μου, όπως τα προηγούμενα και τα επόμενα που θα ακολουθήσουν και θα συνεχίσω τη ζωή μου διατηρώντας την ψευδαίσθηση πως με διαβάζεις. Λειτουργεί σαν ψυχοθεραπεία αυτό για μένα.
Αφήστε το σχόλιο σας