“Το βιβλίο”, ένα διήγημα της Λένας Μαυρουδή-Μούλιου

Θα σας έχει τύχει να δείτε όνειρο και να είναι τόσο ζωντανό, που να νομίζετε δεν ήταν όνειρο αλλά πραγματικότητα. Δεν κάνω λάθος, έτσι; Έκανα την διαπίστωση αυτή πολλές φορές και τούτη είναι ακόμη μία και ρέει ως ακολούθως:

Καλοκαίρι και μεσημεριανή σιέστα κάτω από την κληματαριά της αυλής, που εν είδη τέντας μας πρόσφερε μια απίστευτη σκιά. Υπό το ρυθμικό κρώξιμο του τζίτζικα και το τραγούδι της καρδερίνας, που προσπαθούσε να τον ξεπεράσει όχι σαν μελωδία αλλά κυρίως σε ένταση, άρχισα να γλαρώνω στην αναπαυτική  ξαπλώστρα και ήταν τόσο γλυκός ο ύπνος μου που δεν πήρα χαμπάρι ότι το βιβλίο που διάβαζα κύλησε και έπεσε στο χωμάτινο δάπεδο από τα χέρια μου, που το κρατούσαν στο στήθος μου λίγο πριν. Να σημειώσω εδώ ότι η αναφορά μου στο βιβλίο έχει σημασία δεδομένου ότι είμαι ΣΠΑΣΤΙΚΙΑ με τα βιβλία μου και η συμπεριφορά μου απέναντί τους πολύ απέχει από το σκηνικό που περιέγραψα λίγο πριν. Βιβλίο  πεταμένο στο πάτωμα ΑΠΟ ΜΕΝΑ; Αν κάποιος δικός μου έβλεπε τη σκηνή το λιγότερο που θα σκεπτόταν θα ήταν ότι έχασα τις αισθήσεις μου και γι’ αυτό διέλαθε της προσοχής μου το βιβλίο που παρέμεινε απαξιωτικά πεταμένο κατάχαμα, με ένα ρυάκι νερού να το πλησιάζει απειλητικά έτσι καθώς η βρύση έσταζε αργά αλλά σταθερά το νεράκι της.

Και βλέπω σαν σε σύννεφο, να με πλησιάζει το βιβλίο μου με χέρια και πόδια ανθρώπινα και ορθάνοικτη τη σελίδα που είχα σταματήσει να διαβάζω και να μού λέει καθαρά με ανθρώπινη λαλιά:

«Μα είναι τρόπος αυτός ο δικός σου; Και να πω ότι δεν με κάνεις κέφι; Δεν το λέω γιατί το ξέρω πια ότι είμαι το αγαπημένο σου. Πόσες φορές με έχεις διαβάσει ξέρεις; Να σου πω εγώ. Πάνω από δέκα και μέχρι τη στιγμή αυτή δεν έχω φθαρεί ούτε κατ΄ ελάχιστον. Μοιάζω με πρωτάγγικτο βιβλίο και τούτο εξ’ αιτίας του σεβασμού και της αγάπης σου για το περιεχόμενό μου. Λοιπόν; Τι έγινε ξαφνικά και με απαρνιέσαι έτσι; Αν με βαρέθηκες που ίσως και να είναι λογικό, θα περίμενα να με εναποθέσεις έστω σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης σου και μάλιστα σε περίοπτη θέση και να μ’ αφήσεις κει πέρα να σκονίζομαι και να αναπαύομαι εν ειρήνη».

Αυτά μου είπε και μάρτυράς μου ο Θεός σαν να άκουσα και κάτι σαν λυγμό να βγαίνει μέσα από τις ούτως ή άλλως δακρύβρεχτες σελίδες του.

Πετάχτηκα πάνω γεμάτη ντροπή αν και δεν ήξερα για ποιο πράγμα με κατηγορούσε, έφερα τη ματιά μου ολόγυρα στην αυλή ελπίζοντας και ‘γω δεν ξέρω σε τι, μα δεν ήταν απολύτως κανείς. ΜΑ ΝΑΙ,  ΝΑΙ, μόνον η Μαριγώ η μαγείρισσά μας που καθόταν στην είσοδο της κουζίνας και καθάριζε φασολάκια. Δεν μπορεί, αποκλείεται να μη το είχε δει κι εκείνη. Ρωτάτε ΠΟΙΟ; Μα το βιβλίο μου τι άλλο;

«Πού πήγε κυρά Μαριγώ;»

«Δεν ξέρω κόρη μου».

«Δεν ξέρεις ή δεν είδες;»

«Και δεν είδα και δεν ξέρω, ούτε και τι μού λες πολύ καταλαβαίνω. Συμπάθα με. Εσύ τόσην ώρα κοιμόσουνα. Δεν ήσουν με κανέναν».

«Μα τι μου λες τώρα κυρά Μαριγώ, αφού θαρρείς και το βλέπω μπροστά μου».

«Όνειρο θα ήταν ομορφιά μου. Έτσι είναι αυτά τα όνειρα του μεσημεριού. Μοιάζουν με ζωντανά. Κάτσε να σου φτιάξω ένα καφεδάκι να ξενυστάξεις, ακόμη στου όνειρου τη γειτονίτσα είσαι» είπε και εξαφανίστηκε στο βασίλειό της.

Αφηρημένα και υπό την επήρεια καταφανώς του ονείρου μου στρέφω το βλέμμα στην ξαπλώστρα και έντρομη βλέπω το λατρεμένο μου βιβλίο να κολυμπάει σε ένα μικρό ποταμάκι νερού. Βάζω τις φωνές και κατατρομαγμένη πετάγεται η κυρά Μαριγώ και παίρνει από τα τρεμάμενα χέρια μου το βιβλίο σαν τραυματισμένο γατάκι ή λαγουδάκι, σαν τέλος πάντων κάτι το ζωντανό που υπέφερε από βαριά αρρώστια. Παίρνει την μεγάλη μου μπουρνουζοπετσέτα που στέγνωνε στον ήλιο και τυλίγει το βιβλίο που έσταζε από τα νερά σαν μωρό που μόλις βγήκε από την μπανιέρα. Εγώ να κλαίω και να οδύρομαι και η Μαριγώ να με παρηγορεί ότι θα το κάνει καλά ότι δεν έπαθε ζημιά γιατί ήταν φτιαγμένο από καλό υλικό ότι θα σιδέρωνε ένα ένα όλα του τα φύλλα και θα ήταν πάλι σαν καινούριο, καταφανώς πιστεύοντας την κάθε λέξη που έλεγε και μεταλαμπαδεύοντας την πίστη και αισιοδοξία σε μένα την πενθούσα.

Και να δείτε που έτσι ακριβώς έγινε. Το βιβλίο σώθηκε γιατί, σύμφωνα με την καλή μου Μαριγούλα, δεν είχε προλάβει να απορροφήσει πολύ νερό. Το προλάβαμε στην αρχή της βάπτισής του. Που σημαίνει ότι ΑΝ ΔΕΝ ΕΡΧΟΤΑΝ στον ύπνο μου να μου παραπονεθεί για την εγκατάλειψή του, αν συνέχιζα τον ύπνο μου, τώρα το αγαπημένο μου βιβλίο δεν θα ήταν παρά μια πολτοποιημένη μάζα χαρτιού με μόνο το πλαστικοποιημένο του εξώφυλλο ακέραιο για να θυμίζει περί ποίου βιβλίου επρόκειτο. Και θα είχαμε δράματα στο σπίτι. Δεν υπερβάλλω. Καθ’ ένας μπορεί να είναι σπαστικός με κάτι. Ε, εγώ ήμουν με τα βιβλία και εξακολουθώ να είμαι. Αν και άνθρωπός μοντέρνος στο θέμα ΒΙΒΛΙΟ είμαι της παλιάς Σχολής. Δεν είμαι λάτρης του ηλεκτρονικού, του λεγόμενου ebook. Θέλω να ακούω το θρόισμα των σελίδων καθώς το ξεφυλλίζω, να μυρίζω το χαρτί του, να ακούω τη  μιλιά της σελίδας και όταν κουραστώ από το διάβασμα να το εναποθέσω στο στήθος μου πάνω και να κοιμηθούμε αγκαλιά. Για μένα αυτή είναι η ιεροτελεστία του διαβάσματος.

Ουφ, τέλος καλό όλα καλά δίκιο είχε η Μαριγώ. Το προλάβαμε πριν την καταστροφή του. Φαίνεται ότι και το ίδιο δεν ήθελε ένα τέτοιο τέλος για τον εαυτό του, πήρε ανθρώπινη υπόσταση και ήρθε στον ύπνο μου να με ταρακουνήσει για να σωθεί τόσο το ίδιο, όσο και να αποτρέψει εμένα από το να βυθιστώ στην απελπισία.

Ας βρεθεί τώρα κάποιος να μου πει ότι και τα αγαπημένα μας άψυχα αντικείμενα δεν  παίρνουν κάτι από την ανθρώπινη ψυχή για να μπουν στον κόσμο μας, σαν μέρος του κόσμου αυτού που είναι και δικός τους στο τέλος-τέλος.

Ίσως σας αρέσει και

2 Σχόλια

  • Αθηνά Μαραβέγια
    7 Ιανουαρίου 2017 at 22:23

    Αχ αυτά τα υπέροχα “ΣΠΑΣΤΙΚΑ” που μας κάνουν και λίγο ιδιαίτερους!!!!!!!!!!
    Πόσο όμορφο είναι το χάρτινο βιβλίο!!! Μπορεί να μην έχουν τα έντυπα την παλιά μυρωδιά – πριν πιάσω ένα βιβλίο, είχα τη συνήθεια να το μυρίσω πρώτα, λες και είχε το καθένα το δικό το άρωμα – αλλά είναι από χαρτί που κελαηδά την ώρα που τα γυρίζεις!!!!!!!!!
    Να είσαι καλά, Λένα μου, και να μας χαρίζεις τόσο όμορφα που ξυπνάνε και δικές μας αναμνήσεις!!!!!!!!!

  • Χρυσαυγή Τούμπα
    7 Ιανουαρίου 2017 at 23:53

    Μου άρεσε Λένα! Κι εγώ αγαπάω τα βιβλία όμως αφήνω το αποτύπωμά μου σ’ αυτά. Τα ”σπάω” στη ράχη τους, τα διπλώνω. τσακίζω τις σελίδες! Δεν χρησιμοποιώ σελιδοδείκτη! Μ’ αρέσει το βιβλίο το παλιό, να φαίνεται διαβασμένο!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη