«Το Αρτοποίημά της», ένα διήγημα του Απόστολου Παλιεράκη για τη δράση ‘Γράμματα ανεπίδοτα’

Αυτά τα μάτια του! Έχουν γράψει τόμους στα σωθικά της. Αυτά τα μάτια, όχι! Μην πάθουν κακό αυτά τα μάτια. Μόνο λιγάκι να δακρύσουν∙ λίγες σταγόνες κι απ’ αυτόν στο ποτάμι των δικών της δακρύων. Αυτό  τ’ αγγελικό του  πρόσωπο, το στεφανωμένο με τα χρυσά του τα μαλλιά, που ‘χει κατασκηνώσει στα όνειρά της! Κακό να μην του τύχει∙ μια μόνο σύσπασή του να συντροφέψει τη σκοτεινιά στα μάγουλά της. Αυτό το πλατύ χαμόγελο που την παραλύει! Μην, προς Θεού, χαθεί∙ για λίγες μόνο στιγμές να σβήσει απορημένο. Αυτό τ’ ολόστητο κορμί, τ’ αγαλματένιο που τόσο επιθυμεί να ενωθεί μαζί του! Μην και ζημιωθεί η θωριά του∙ λίγο, έτσι πολύ λίγο, να το διπλώσει ένας πόνος, απλός υπαινιγμός του απερίγραπτου δικού της. Κι αυτή η θρασύτατη βεβαιότητά του, που τόσο τη θυμώνει! Αυτή μονάχα να ταπεινωθεί από μια σύντομη στομαχική διαταραχή, μια μικρή κρίση διάρροιας.

Μια τέτοια σύνθεση  σκέψεων, ως χθες που το ‘φερε η τύχη ν’ αναστατωθούν οι ισορροπίες της, δεν θα μπορούσε να την φανταστεί.

«Έλα μωρέ, την Ευρύκλεια ζηλεύεις;  Την έχω να μου πλένει τα πόδια. Πέρα από το όνομά της και τη μαγειρική της τι άλλο διαθέτει η ανούσια; Αλήθεια είναι∙ κάποιες αόριστες και αμυδρές ελπίδες, της τις δίνω∙ δεν μπορώ ν’ αποχωριστώ τη μαγειρική  και το σπίτι της, για την ώρα∙ κι εσύ το λες, πως τα ντολμαδάκια, το παστίτσιο, ο μουσακάς της είναι αμβροσία. Ναι, είμαι ματαιόδοξος και κοιλιόδουλος- δεν αποφεύγω την αυτοκριτική- με τίμημα αυτή την απαίσια υποκριτική στάση μου απέναντί της. Αν όμως θέλεις, τ’ αφήνω όλ’ αυτά για τον υπέροχο έρωτά μας.»

Η Ευρύκλεια τα άκουσε όλα, άθελά του κι άθελά της. Παρασυρμένος από τον ερωτικό του οίστρο, έχασε τη σχέση του με την σωστή εκτίμηση του χρόνου  που εκείνη γύριζε από τη δουλειά  στο σπίτι της. Εκμεταλλευόταν την τρέλα της γι’ αυτόν, βολεμένος με την ατολμία της. Δεν του εξομολογήθηκε ποτέ τον έρωτά της  και κρατούσε όσα επιθυμούσε καταχωμένα στα βάθη του μυαλού της. Έτσι νόμιζε κι έτσι συναινούσε στο θέατρο της άδολης φιλίας που έπαιζε εκείνος εξασφαλίζοντας  «προσωρινή» φιλοξενία και καλοπέραση.

Έκλεισε αθόρυβα την εξώπορτα και την ξανάνοιξε, φροντίζοντας, ετούτη τη φορά, να ακουστεί η είσοδός της.  Εκείνος την υποδέχτηκε με χαμόγελο, χωρίς να έχει προλάβει να μεταδώσει τη δική του αταραξία στη Μαίρη, την κολλητή της Ευρύκλειας που καθόταν δίπλα του αναστατωμένη.

Ζύμωσε την εκδίκησή της∙ ένα λαζαράκι  με βότανα,  μπαχαρικά και μέλι, με ματάκια αστέρια γαρύφαλλου,  μυτούλα από κανέλλα, σταφίδα στοματάκι, κοιλίτσα με μια μικρή δόση ποντικοφάρμακου  και το παραδοσιακό σαβάνωμα.  Γέμισε με ζύμη, που την πάτησε να γίνει επίπεδη, ένα τετράγωνο ταψί, τοποθέτησε στην αριστερή άκρη το λαζαράκι της και της έμενε η γραφή. Είχε φροντίσει να ξεχωρίσει λίγη ζύμη∙ την έκανε με τις παλάμες της λεπτό κορδόνι και φιλοτέχνησε μ’ αυτό διάκοσμο με πένθιμα βούρλα από το βάλτο της θλίψης της.  Με το ίδιο κορδόνι, που το λέπτυνε ακόμη περισσότερο, ώσπου το ‘κανε ένα εύκαμπτο σχοινάκι, έγραψε μονοκοντυλιά ένα ποίημα,  με γράμματα τραβηγμένα   από τα βάθη της απογοήτευσής της. Όταν έβγαλε το τέχνημά της από τον φούρνο, άχνιζε  μια ζηλευτή, μοσχομυριστή αρτόπλακα, φορείο για ένα ξαπλωτό λαζαράκι, ένα γκρίζο διάκοσμο και ένα ανάγλυφο πορφυρό ποίημα.

Τοποθέτησε σ’ ένα δίσκο, μαζί με ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και δυο κολονάτα ποτήρια, το δημιούργημά της και κατευθύνθηκε στο σαλόνι, όπου το ίνδαλμά της χαλάρωνε στον καναπέ.  Του φώναξε «Έκπληξη!» και του ζήτησε να κλείσει τα μάτια.

Όταν τον είδε με τα μάτια καλυμμένα από τις παλάμες του, αισθάνθηκε, έτσι ξαφνικά, σβησμένη όλη του τη γοητεία και της φάνηκε σα να σαλεύουν  φίδια στα μαλλιά του.

Είπε φωναχτά τη σκέψη της, ενώ του έδειχνε την πόρτα.

«Όχι που θα θυσιάσω ένα αριστουργηματικό σχέδιο και μια καλλιτεχνική δημιουργία γι’ αυτό το φιδόμαλλο τέρας, όχι που θα του επιδώσω κιόλας το ποίημά  μου!»

Αυτός σηκώθηκε απορημένος και κατευθύνθηκε αμήχανα, σαν υπνωτισμένος, προς την έξοδο, ρουθουνίζοντας και απαντώντας μ’ ένα γουργουρητό του στομαχιού του, σαν κλάμα σκύλου.  Εκείνη, χωρίς πια να ακολουθεί με το βλέμμα τις κινήσεις του, έκοψε μια μπουκιά ψωμί, το έβαλε στο στόμα της, γέμισε το ποτήρι της και ήπιε μονολογώντας: «Στην ανάστασή μου!»

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη