«Το έθιμο του Ζαφείρη», ένα διήγημα του Οδυσσέα Νασιόπουλου

-Έλα εδώ Γιαννάκη, πάρε αυτό το καλάθι, έχει μέσα κόκκινα αυγά, κουλούρια, δυο τσουρέκια κι άλλα πασχαλινά, να τα πας στο παππού σου.

-Μα Μαμά, με περιμένει η παρέα μου.

-Άστους, να περιμένουν, άντε πήγαινε τώρα και γρήγορα. Μετά κάνε ό,τι θες, τον μάλωσε η μητέρα του.

-Καλά μαμά, πάω, είπε ο μικρός δυσανασχετώντας.

-Παππού, παππού! φώναξε ο μικρός και έκρουε την πόρτα.

Ήταν σχεδόν μισάνοιχτη και μπήκε μέσα

-Παππού, παππού! ξαναφώναξε, πού είσαι;

Κοίταξε από δω, κοίταξε από κει, τίποτα. «Θα βγήκε έξω μάλλον», σκέφτηκε ο μικρός κι ακούμπησε το καλάθι στο τραπέζι. Ο παππούς του από τότε που πέθανε η γυναίκα του ζούσε μόνος, σε μια μικρή κάμαρη, με εσωτερικό μπάνιο, δίπλα ακριβώς από την μεγάλη του κόρη, παντρεμένη με τρία παιδία. Ο Γιαννάκης ήταν ο μικρότερος κι ο πιο αγαπημένος του εγγονός, είχε κι το όνομά του βλέπεις. Όλα τα υπάρχοντά του ήταν ένα κρεβάτι, το τραπέζι, τρεις καρέκλες, μια ντουλάπα, με ξεφτισμένα γέρικα ρούχα. Και οι παλιές φωτογραφίες στους τοίχους, και σε δύο τετράδια με τον τίτλο «Φωτογραφίες μιας ζωής», που τις κρατούσε σαν τον πολυτιμότερο θησαυρό του. Παντρεύτηκε, γέννησε, δούλεψε πολύ, έχτισε και τ’ άφησε όλα, ό,τι απέκτησε, στα παιδιά και εγγόνια του, μέχρι τελευταίας δεκάρας. Αυτά τα τετράδια πρόσεξε ο μικρός-Γιαννάκης. Που δεν άφηνε σε κανένα σχεδόν να τα ξεφυλλίζει. «Θα τα ξέχασε εδώ φαίνεται» σκέφτηκε ξανά ο μικρός, κι άρπαξε την ευκαιρία. Πήρε το ένα και το άνοιξε, ασπρόμαυρες κι έγχρωμες φωτογραφιές διαδέχονταν στιγμές, χρόνια κι εποχές. Ο παππούς πιτσιρίκος, νεαρό παλληκάρι, στρατιώτης, στην πρώτη του δουλειά, με την γιαγιά του, με τα παιδιά του. Μέχρι μια μεγάλη με όλη την οικογένεια, παιδιά, εγγόνια και την γιαγιά λίγο πριν πεθάνει, το περασμένο Πάσχα. Ξεφυλλίζοντας, το μάτι του έπεσε σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ήταν ο παππούς με την παρέα του, πέντε, έξι, συνομήλικα πιτσιρίκια, με κοντά παντελονάκια, και δυο κοπέλες, κι από κάτω η λεζάντα έγραφε. «Έθιμο του Ζαφείρι, Απρίλης του 1955».

-Κάποιος, εκτός από περίεργος είναι και πολύ πεισματάρης, έτσι δεν είναι Γιαννάκη; ακούστηκε μια φωνή βαριά κι γέρικη πίσω του.

-Εγώ παππού, εγώ το καλάθι έφερα, με τα πασχαλινά που μου είπε η μαμά. Άθελα μου πρόσεξα τα τετράδια με τις φωτογραφίες, είπε κομπιάζοντας, προσπαθώντας να βρει κάποια δικαιολογία.

-Καλά, καλά, δεν σε μαλώνω, έτσι ήμουνα και ‘γω στα νιάτα μου, πεισματάρης κι ατίθασος. Τι τα θες, περάσαν τα χρόνια κι ούτε που το κατάλαβα, να σαν τα φύλλα που ρίχνει κάτω τ’ άγερι, είπε και μελαγχόλησε.

-Πες μου παππού τι είναι αυτό το έθιμο του Ζαφείρη.

-Α! Πρόλαβες και τα ξεφύλλισες μικρέ μπαγασάκο!

Κι ο μικρός χαμογέλασε.

-Αχ! Τι μου θύμισες τώρα, πόσα χρόνια παιδικής αθωότητας πίσω. Και κάθισε το γέρικο σώμα του, ξεφυλλίζοντας τις αναμνήσεις.

-Το έθιμο αυτό λοιπόν, γινόταν κάποτε την Κυριακή της Λαμπρής, να καλή ώρα σαν τώρα, και καθόλη τη διάρκεια της Άνοιξης στην Ήπειρο και στο χωριό μας το Συρράκο, αλλά και σ’ άλλα μέρη της Μακεδονίας, αναβίωνε το έθιμο του Ζαφείρη (ή νεκρού). Το όνομα δεν είναι σταθερό και μπορεί και να συναντηθεί ως Μαγιόπουλο ή ακόμα  και Φουσκοδέντρι, ανάλογα τον τόπο.

-Και τι γινόταν σ’ αυτό παππού;

-Κάτσε βρε είσαι και βιαστικός. Στο έθιμο αυτό λοιπόν, μαζεύονταν τα παιδιά του χωριού σε παρέες, κορίτσια, αγόρια δεν υπήρχε διάκριση. Να! Όπως εγώ στην φωτογραφία με το Μιχαλάκη, το Βαγγέλη, τον Περικλή, τη Χαρίκλεια κι άλλους, πεθαμένους και χαμένους πια φίλους μου. Και οι θύμισες τον κατέκλυσαν.

-Μετά παππού; τον συνέφερε ο μικρός Γιαννάκης.

-Μετά μικρέ μου, το παιδί που έχει το ρόλο του Ζαφείρη παριστάνει το νεκρό, ενώ τα υπόλοιπα μαζεύαν λουλούδια και φύλλα. Τον στολίζαν και παράλληλα τον μοιρολογούσαν κρατώντας στα χέρια τους καλάμια αντί για λαμπάδες. Στο τέλος του μοιρολογιού, όλα τα παιδιά μαζί φωνάζουν «Σήκου Ζαφείρη, σήκου!» και ο «νεκρός» ανασταίνεται από το στολισμένο με λουλούδια κρεβάτι του και τα κυνηγά φωνάζοντας και γελώντας. Αλίμονο στον άτυχο που θα πιάσει ο αναστημένος Ζαφείρης, γιατί θα είναι ο «νεκρός» της επόμενης χρονιάς ή του επόμενου γύρου. Σ’ αυτό το σημείο γινόταν η μεγάλη πλάκα. Μια χρονιά, θυμάμαι, ήταν η σειρά μου να την πάθω κι εγώ, να γίνω Ζαφείρης. Αλλά με καλό τέλος· γιατί μες την φούρια να πιάσω κάποιον, έπεσα πάνω σ’ ένα κορίτσι, τη γιαγιά σου, είπε και προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του.

-Πολύ ωραίο έθιμο παππού, κρίμα που δεν το κάνουν πια.

-Κρίμα, όπως το είπες Γιαννάκη μου, αλλά βλέπεις οι περισσότεροι νέοι, που θα μπορούσαν, έχουν φύγει απ’ το χωριό· εκτός των άλλων λίγοι ενδιαφέρονται πλέον για τις παραδόσεις και τα έθιμά μας. Τους έχουν πάρει τα μυαλά τα ξένα ήθη, τ’ ανούσια, τα ψεύτικα και οι οθόνες αφής.

-Μην το λες παππού, όχι όλοι. Πρέπει, να φύγω τώρα, με περιμένει η παρέα μου. Καλή Ανάσταση παππού!

-Στο καλό! Καλή Ανάσταση Γιαννάκη μου! αντευχήθηκε εκείνος και χαμογέλασε, είχε καταλάβει.

-Μάγκες! είπε ο Γιαννάκης μόλις έφτασε στους φίλους του, βρήκα τι θα κάνουμε την Κυριακή του Πάσχα. Το έθιμο του Ζαφείρη!

-Μπα!  Και τι είναι αυτό το έθιμο πάλι; ρωτούσαν οι περισσότεροι.

-Πάμε και θα σας εξηγήσω!

Κι έτσι το χωριό αναβίωσε κι απέκτησε ξανά τον Ζαφείρη ή Μαγιόπουλο ή Φουσκοδέντρι του.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη