Σηκώθηκε ανόρεχτα πίνοντας την τελευταία γουλιά απ’ τον καφέ της. Έπιασε τα μαλλιά της πρόχειρα ψηλά μ’ ένα κοκαλάκι που φορούσε στον καρπό, για να μην αναγκάζεται να το ψάχνει συνεχώς, κι ανασκουμπώθηκε να συμμαζέψει την κουζίνα πρώτα. Καθώς έπλενε ένα-ένα τα ποτήρια στο νεροχύτη, η σκέψη της πέταξε ξανά στη Σοφία, που έφυγε πρωινιάτικα δίχως να βάλει τίποτα στο στόμα της. ‘’Άργησα… της φώναξε απ’ το μπάνιο, μη μου ετοιμάσεις τίποτα. Σήμερα είναι η τελευταία συνέντευξη στις φυλακές. Σε μισή ώρα πρέπει να είμαι εκεί. Φεύγω μαμά, θα σε πάρω τηλέφωνο… ‘’
Άλλη λόξα κι αυτή… Τι θ’ ακούσουμε ακόμα Θεέ μου! Νεαρές φοιτητριούλες σαν τα κρύα τα νερά και τους ανοίγουν της φυλακής τα σίδερα για να πάρουν συνέντευξη απ’ όλους τους κακούργους και τ’ αποβράσματα της κοινωνίας. Και για ποιο λόγο παρακαλώ; Την είχε ρωτήσει εύλογα όταν την ενημέρωσε την πρώτη φορά η Σοφία. ‘’Τι για ποιο λόγο ρε μαμά, με δουλεύεις; Πρέπει να γνωρίζουμε τα κίνητρα και την ψυχική κατάσταση αυτών των ανθρώπων που έφτασαν κάποια στιγμή να εγκληματήσουν. Περιμένουν τη βοήθειά μας. Αν εμείς, που είμαστε ασφαλείς κι ελεύθεροι, δεν κινηθούμε και δεν προβληματιστούμε για ποιο λόγο αυτά τα ‘’αποβράσματα’’ που λες, έφτασαν εκεί που έφτασαν, κάθε μέρα θα γεμίζουν οι φυλακές με καινούργια πρόσωπα, κι αυτό θα οφείλεται, στο ότι κανείς δε νοιάστηκε γι’ αυτούς…’’, συνέχισε η Σοφία να προσπαθεί να της εξηγήσει τους λόγους που τρέχουν και νοιάζονται για τους ‘’φτωχούς κρατούμενους’’, όπως συνηθίζει να τους χαρακτηρίζει κατά καιρούς.
‘’Ε, δε πάμε καλά, πάει χάλασε ο κόσμος…’’ ψιθύρισε ξανά τη φράση που κατέληξε να γίνει η αγαπημένη της επωδός τα τελευταία χρόνια, με όλα αυτά που λαμβάνουν χώρα γύρω της και παραλίγο να της φύγει ένα ποτήρι απ’ το χέρι. Συγχύστηκε πάλι μόλις τα θυμήθηκε. Αυτή άλλα περίμενε απ’ τη μεγάλη κόρη της, γιατί απ’ τη μικρή της την Ιωάννα, δεν ξέρει αν μπορεί να προσμένει και πολλά έτσι όπως πάει… Αφού τέλειωσε με το καλό τη σχολή της η Σοφία και πήρε το πτυχίο της, είπε κι η Ελπίδα πως θα ξανασάνει λιγάκι απ’ τα έξοδα, αν πιάσει κι αυτή μια δουλειά, τουλάχιστον να βγάζει το χαρτζιλίκι της τον πρώτο καιρό, κι ύστερα θα βλέπανε. Κάπου θα την έχωνε η θεία της, τόσες γνωριμίες έχει στην εφημερίδα που δουλεύει, και καυχιέται μάλιστα, πως τώρα πια λύνει και δένει εκεί μέσα, μετά από τόσα χρόνια σκληρής δουλειάς. Η Σοφία της, όμως, προτίμησε να παρακολουθήσει κάτι σεμινάρια που θα της προσθέσουν κύρος, λέει, στο πτυχίο της και μεθαύριο θα της είναι πιο εύκολο να πιάσει μια δουλειά. Πού να φανταστεί η Ελπίδα για τι είδους σεμινάρια μιλούσε και ποιους ανθρώπους αφορούσαν!
‘’Γιατί βρε χαρά μου δεν επιλέξατε κάτι άλλο με περισσότερο ενδιαφέρον για την εργασία σας; Κάτι σχετικό με δυσλεκτικά παιδάκια ή με ειδικές ανάγκες; Δε νομίζεις πως ότι αφορά τα παιδιά είναι πολύ σημαντικό; Ποιανού ήθελα να ‘ξερα ήταν αυτή η φαεινή ιδέα, να μπαινοβγαίνετε στις φυλακές, κοριτσάκια δροσερά στην πρώτη τους νιότη, να πηγαίνετε να πάρετε συνέντευξη απ’ όλους τους ανώμαλους;’’ Τη ρώτησε σε ήπιο τόνο τότε, σε μια προσπάθεια να κρύψει τα νεύρα και τις φοβίες της, που πήγαζαν απ’ την παράλογη απόφαση της κόρης της να πάρει σβάρνα τις φυλακές για να έρθει πιο κοντά σ’ αυτούς τους άμοιρους ανθρώπους.
‘’Μαμά… ξεκόλλα! Τι σ’ έπιασε πάλι μου λες; Είναι η εκατοστή φορά που με ρωτάς το ίδιο πράγμα. Έλεος πια!’’ της είπε εκείνη κοφτά και συνέχισε απτόητη να μακιγιάρεται μπροστά στο καθρέφτη του μπάνιου.
‘’Και θα συνεχίσω να σε ρωτάω ώσπου να πάρω μια λογική απάντηση. Δεν καταλαβαίνεις βρε Σοφούλα πως ανησυχώ; Κάθε μάνα στη θέση μου την ίδια απορία θα είχε. Γιατί να υπάρχει αυτό το χάσμα ανάμεσά μας Θεέ μου! Γιατί μια κόρη δεν μπορεί να νιώσει ποτέ τη μητέρα της και να συμμεριστεί τις αγωνίες της; Τόσο παράλογα είναι αυτά που σου λέω; Εσύ δηλαδή θ’ άφηνες το παιδί σου να νταραβερίζεται μ’ όλα τα αποβράσματα της κοινωνίας δίχως ν’ ανησυχείς;’’ Συνέχισε ακάθεκτη η Ελπίδα τις ερωτήσεις, μέχρις ότου πάρει μια απάντηση που να ικανοποιεί τη δική της λογική.
‘’Λοιπόν, ηρέμησε… Σου έχω πει ότι δε μ’ αρέσει να χρησιμοποιείς τέτοιους χαρακτηρισμούς γι’ αυτούς τους ανθρώπους, εντάξει; Είναι απλοί άνθρωποι μαμά, σαν κι εμάς, κατάλαβες; Απλά σε κάποια στιγμή στη ζωή τους έτυχε να παραστρατήσουν, δε θα τους σταυρώσουμε για πάντα. Έχουν την ανάγκη μας, χρειάζονται τη βοήθειά μας… Και για να στο πω κι αλλιώς, όπως λέει κι ο σοφός λαός, της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες! Κατάλαβες; Άσε με σε παρακαλώ τώρα να τελειώσω γιατί έχω αργήσει ήδη…’’ της πέταξε εκνευρισμένη και μισοέκλεισε την πόρτα για να την αναγκάσει να παραιτηθεί απ’ την προσπάθεια να τη μεταπείσει.
Η Ελπίδα όμως δεν έφυγε. Κάθισε για λίγα ακόμα λεπτά εκεί, κολλημένη στην είσοδο της πόρτας και πάλευε ν’ ανακτήσει την ψυχραιμία της, μετά απ’ όσα άκουσε και παραλίγο να της έρθει κόλπος! Άκου είναι για τους λεβέντες! Ε αυτό πια υπερέβαινε κάθε λογική! Τους βαφτίσαμε και λεβέντες τώρα τους κακοποιούς… Το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς. Προσπαθούσε να ξεθάψει κάτι καινούργιο που ίσως τη συγκινήσει και της δώσει λίγη σημασία. Τι άλλο να της έλεγε; Όλα της τα είπε! Ήταν όντως η εκατοστή φορά που της έκανε τις ίδιες ερωτήσεις κι έπαιρνε τις ίδιες απαντήσεις.
Πότε σταματάει μια λογική μάνα να συμβουλεύει τα βλαστάρια της; Πότε καταθέτει τα όπλα; Δεν ξέρει. Υπάρχει άραγε διαχωριστική γραμμή που καθορίζει τα όρια που δεν πρέπει να υπερβαίνει μια μάνα, ώστε να μη γίνεσαι φορτική; Δεν υπάρχει. Έτσι τουλάχιστον πιστεύει εκείνη. Αν σταματήσει να μιλάει, αν πάψει να τη συμβουλεύει κι αν σηκώσει τα χέρια ψηλά, και πει πως παραιτείται, αφού δεν έχει πια νόημα να μιλάει μόνη της, φοβάται πως θα ‘ρθει κάποια στιγμή που θα το μετανιώσει. Αν στη πορεία συμβεί κάτι, θα ρίξει τις ευθύνες πάνω της σίγουρα, και θα πει πως αυτή φταίει, που δε συνέχισε και κατέθεσε τα όπλα, που δεν της επιβλήθηκε με το ζόρι, που δεν της το έκοψε εξ αρχής, κι ήταν αντίθετα διαλλακτική μαζί της, για να μη λένε, πως δε γίνεται πια ν’ αποφασίζει αυτή για τη ζωή τους και γίνεται φορτική και κουραστική. Γιατί έτσι ισχυρίζονται στο τέλος κι οι δυο οι κόρες της. Βγάζουν μια γλώσσα να… Σε ποιόν; Στη μάνα τους… Στον μοναδικό άνθρωπο που στάθηκε δίπλα τους σαν κερί αναμμένο για να μην τους λείψει τίποτα! Σ’ αυτήν που στερήθηκε τόσα στη ζωή της, για να καταφέρει να τις αναθρέψει σωστά, να τις γαλουχήσει με τις ηθικές αρχές, το σεβασμό και την παιδεία, που είναι εφόδια απαραίτητα για όποιον δρόμο κι αν επιλέξουν να βαδίσουν στην πορεία τους.
‘’Μαμά μεγαλώσαμε, είμαστε ολόκληρες γυναίκες πια, ικανές να ξεχωρίσουμε το καλό απ’ το κακό. Μας τα έμαθες όλα αυτά, χρόνια τ’ ακούμε… Δε γίνεται άλλο ν’ ανακατεύεσαι στη ζωή μας, να παίρνεις αποφάσεις για μας με βάση τα δικά σου δεδομένα, τις δικές σου ανασφάλειες ή φοβίες. Με-γα-λώ-σα-με… το κατάλαβες;’’
Αυτά της είπε την περασμένη φορά, η Σοφία της πάλι, που παραέχει πάρει αέρα τον τελευταίο καιρό κι έχει σηκώσει κι αυτή το δικό της μπαϊράκι. Από τη μικρή της κόρη θα περίμενε μια τέτοια αντίδραση, να μην πει ψέματα… Πάντα τη φόβιζε αυτό το παιδί, αντιδραστικό κι ατίθασο, άλλος χαρακτήρας. Από τη Σοφία της πάντως όχι, ποτέ δε φανταζόταν πως θα της φερόταν μ’ αυτόν τον τρόπο, ούτε που της πέρναγε απ’ το μυαλό πως θα έφτανε μια μέρα να της κλείνει την πόρτα στα μούτρα για να εμποδίσει τις κατηχήσεις της.
Η Κατερίνα δε, η δική της αδερφή, όταν άκουσε πως η ανιψιά της θ’ ασχοληθεί μ’ ένα τόσο σοβαρό θέμα, έσπευσε να την επικροτήσει, τόσο που της άρεσε η ιδέα να περιτριγυρίζεται η Σοφία από κρατούμενους και να συζητάνε τα προβλήματά τους. ‘’Μπράβο Σοφάκι, έτσι σε θέλω. Ο άνθρωπος που είναι μέσα σ’ όλα, δεν έχει να χάσει τίποτα ποτέ του, να το θυμάσαι αυτό. Και δε μου λες πουλάκι μου σε ποιο θέμα θα επικεντρωθείτε, πέρα απ’ τις συνθήκες ζωής βέβαια που επικρατούν στις φυλακές σήμερα; Άθλιες απ’ ότι ξέρω δεν το συζητώ…’’ τη ρώτησε μ’ ενθουσιασμό για να την ενθαρρύνει.
Η Ελπίδα πρόλαβε τότε και της έριξε ένα βλέμμα δηλητήριο από μακριά, για να καταλάβει, πως εκείνη δεν ήταν καθόλου σύμφωνη με τις προθέσεις της κόρης της να μπαινοβγαίνει στις φυλακές. Κι η πρώτη αντίρρηση που της έφερε, αφορούσε φυσικά τους κανόνες υγιεινής που τηρούνται εκεί μέσα. Θα κολλήσει καμιά ηπατίτιδα να τρέχουνε και να μη φτάνουνε, σκεφτόταν στις αρχές, και της γκρίνιαζε συνεχώς, μήπως και τη φωτίσει ο Θεός ν’ αλλάξει γνώμη, αλλά πού! Η Σοφία ήταν ανένδοτη να το ξανασκεφτεί και να ψάξει για κάτι άλλο. Όταν γύριζε από εκεί μέσα μάλιστα, μιλούσε με περίσσια ζέση στη μάνα της για τη δουλειά της, κι έτσι στο τέλος, την ανάγκασε να παραιτηθεί απ’ την γκρίνια κι αρκέστηκε να της υπενθυμίζει μονάχα, να προσέχει πολύ και να απολυμαίνει τα χέρια της καλά όταν φεύγει.
Σκούπισε τα χέρια της στην πετσέτα κι έφερε ένα γύρω τα μάτια της στην κουζίνα να ελέγξει αν υπήρχε κάτι άλλο να κάνει. Ώρα για τα κρεβάτια, είπε φωναχτά και πήρε τον δρόμο για το δωμάτιο της Σοφίας. Αυτό που της λείπει τα πρωινά, επειδή πάντα βιάζεται να φύγει για τη δουλειά της, είναι το αέρισμα των ρούχων στο μπαλκόνι. Μονάχα τις Κυριακές το απολαμβάνει, που σηκώνεται με το ραχάτι της, πίνει το καφέ της στην κουζίνα και χαλαρώνει, χωρίς να ρίχνει ούτε μια ματιά στο ρολόι της. Κι ύστερα η πρώτη δουλειά που κάνει, είναι να βγάλει τα σεντόνια και τα παπλώματα έξω, συγκεκριμένα το σεντόνι και το πάπλωμα το δικό της, γιατί τα κορίτσια κοιμούνται μέχρι το μεσημέρι της Κυριακής, μιας και κάθε Σάββατο σχεδόν έχουν έξοδο και ξενύχτι.
Τι τα θυμήθηκε πάλι; Αυτά τα ξενύχτια, της έχουν κόψει χρόνια απ’ τη ζωή της. Τόσο που αγχώνεται όταν ξεπορτίζουν οι κόρες της! Πολλές φορές αναρωτιέται μήπως είναι όντως υπερβολική μ’ αυτό το άγχος που τη βασανίζει σχετικά με τα κορίτσια, αφού όπως υποστηρίζει κι η αδερφή της, ποτέ δεν της έχουν δώσει δικαίωμα σε τίποτα. Είναι τυπικές, υπεύθυνες κι υπάκουες, αν εξαιρέσει βέβαια, το τελευταίο διάστημα την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της μικρής. ‘’Στην εφηβεία είναι τι περιμένεις; Θα τα ‘χεις αυτά…’’ σχολιάζει η Κατερίνα όταν την ακούει να παραπονιέται για τα καμώματά της. ‘’Επειδή δηλαδή ήσουν τυχερή και δεν τα πέρασες με τη μεγάλη, αυτό δε σημαίνει πως είναι όλα τα παιδιά ίδια. Άλλος χαρακτήρας η μια, άλλος η άλλη… Πώς είμαστε εμείς οι δυο; Ε, κάπως έτσι δες το’’, της λέει η αδερφή της και δεν έχει άδικο. Κι αυτές σαν αδερφές δεν έχουν σχεδόν τίποτα κοινό στο χαρακτήρα. Μόνο που η μια είναι μάνα, κι ανησυχεί και φοβάται και βασανίζεται με χιλιάδες σκέψεις που της περνάνε καθημερινά απ’ το μυαλό για τα κορίτσια της, ενώ η άλλη, η αδερφή της, μιλάει από θέση ασφαλείας, ούσα εργένισσα από επιλογή… Ή αλλιώς, όπως λέει κι ο σοφός λαός που ασπάζεται κι η Σοφία της, ‘’όποιος είναι έξω απ’ τον χορό, πολλά τραγούδια ξέρει…’’
Αφήστε το σχόλιο σας