Πάμε εκεί! Έλα και πάρε με και πάμε εκεί! Μη με ρωτάς πού, δεν με νοιάζει. Ας είναι στον Παράδεισο, ας είναι σε μια έρημο. Μόνο πάμε. Πάμε… Πάμε! Στις πλάτες σου θα ταξιδέψω, εσύ θα καλπάζεις. Ό,τι βλέπεις θα είναι η ομορφιά μου. Ό,τι βλέπω θα είναι από τα μάτια σου. Κι αγκάλιασέ με! Και φίλα με! Και πλέξε μέσα στα μαλλιά μου τα δάχτυλά σου κρίνα! Κι απίθωσε απαλά πα’ στο λαιμό μου μικρές, καυτές ανάσες! Και μη φοβάσαι, σφίξε με! Δεν υπάρχει πόνος, δεν υπάρχει ανάγκη, δεν υπάρχει τέλος. Δεν υπάρχουμε. Δεν είμαστε. Μα θα μπορούσαμε… Στο λέω πως ναι! Μπορούμε! Ανάσανε βαθιά και ούρλιαξε, σε προστάζω! Κι έπειτα άσε με να προσκυνήσω στην ποδιά σου. Κισσός να γίνω στον κορμό σου κόκκινος. Κι αν κλάψω μην με πάψεις, άσε με. Όσο καλπάζουμε το δάκρυ δεν πικρίζει. Χαμογέλα μου.
Λούσε με στον ήλιο, ζέστανέ με. Ντύσε με πυκνής αστροφεγγιάς τ’ αστέρια όλα. Άσε τη γύμνια μου να σ’ ακουμπά και μην την ντρέπεσαι. Σώμα και αίμα είμαι, είμαστε όλοι μας. Πλάτιασε τις κινήσεις σου, ανοίξου, βάθυνε. Ανάσα παίρνε μόνο άμα νοιάζεσαι. Άσε το, θα ανασάνω εγώ για σένα. Μέσα απ’ το στόμα σου. Και κάψε μοσχολίβανο, πυκνό να μας τυλίξει. Να ζαλιστούν, να μην ιδούν πως φεύγοντας πετάξαμε!
[Πρώτη δημοσίευση στον Χαρτοκόπτη του ποιητή Γιώργου Χ. Θεοχάρη, Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016]
Aπό τα πάρα πολύ όμορφα που έχεις γράψει Κατρίνα μου.
Χαίρομαι που σου άρεσε Λένα μου 🙂
μπράβο!!!
Ευχαριστώ! 🙂