«Τα ξεχωριστά Χριστούγεννα του μπάρμπα-Πάνωβ», ένα διήγημα του Ruben Sailens μεταφρασμένο στα ελληνικά από τον Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδη για τη δράση ‘Χριστός Γεννάται’

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και, παρόλο που ήταν ακόμα απόγευμα, τα φώτα είχαν αρχίσει ν’ ανάβουν στα καταστήματα και στα σπίτια του μικρού ρωσικού χωριού, καθώς η μικρή χειμωνιάτικη μέρα είχε σχεδόν εξαντλήσει τη διάρκειά της. Τα παιδιά έτρεχαν με ενθουσιασμό μέσα στα σπίτια τους και τώρα πια απ’ τα κλειστά παντζούρια δραπέτευαν μόνο θορυβώδεις ήχοι από φλυαρίες και γέλια.

Ο γέρος μπάρμπα-Πάνωβ, ο τσαγκάρης του χωριού, βημάτισε έξω απ’ το μαγαζί του να ρίξει γύρω μια τελευταία ματιά. Οι ήχοι της ευτυχίας, τα λαμπερά φώτα και οι αμυδρές μα νόστιμες μυρωδιές απ’ τα χριστουγεννιάτικα μαγειρέματα τού θύμισαν περασμένες χριστουγεννιάτικες στιγμές, όταν ακόμη η γυναίκα του ζούσε και τα παιδιά ήταν πολύ μικρά. Τώρα πια έχουν φύγει όλοι. Το πρόσωπό του -που συνήθως ήταν χαρούμενο με μικρές ρυτίδες κάθε που χαμογελούσε, πίσω απ’ τα στρογγυλά γυαλιά με τον ατσάλινο σκελετό- τώρα πια έμοιαζε θλιβερό. Αλλά επέστρεψε μέσα στο μαγαζί με βήμα σταθερό, μαντάλωσε τα παντζούρια και έβαλε ένα δοχείο με καφέ να ζεσταθεί στη σόμπα κάρβουνου. Μετά, με αναστεναγμό, βυθίστηκε στη μεγάλη πολυθρόνα του.

Ο μπάρμπα-Πάνωβ δεν διάβαζε συχνά, αλλά απόψε τράβηξε έξω τη μεγάλη παλιά Βίβλο της οικογένειας αναζητώντας αργά τις γραμμές με το δείκτη του χεριού του και ξαναδιάβασε την ιστορία των Χριστουγέννων. Διάβασε πώς η Μαρία και ο Ιωσήφ, κατάκοποι απ’ το ταξίδι τους προς τη Βηθλεέμ, δεν βρήκαν δωμάτιο στο πανδοχείο, κι έτσι το μικρό μωρό της Μαρίας γεννήθηκε στο στάβλο.

-Ω, τι ατυχία, οι καημένοι! Ω! είπε ο μπάρμπα-Πάνωβ, μακάρι να έρχονταν προς τα εδώ! Θα τους είχα στρώσει το κρεβάτι μου και θα μπορούσα να έχω σκεπάσει το μωρό με το πάπλωμα μου για να το κρατώ ζεστό, μην κρυώνει.

Διάβασε και για τους μάγους που είχαν έρθει να δουν το βρέφος Ιησού, φέρνοντάς του υπέροχα δώρα. Το πρόσωπο του μπάρμπα-Πάνωβ κρεμάστηκε.

-Δεν έχω δώρο που να μπορούσα να του προσφέρω, συλλογίστηκε με λύπη.

Τότε το πρόσωπό του έλαμψε. Έβαλε κάτω τη Βίβλο, σηκώθηκε και άπλωσε τα μακριά χέρια του ψηλά στο ράφι, στο μικρό του δωμάτιο. Κατέβασε ένα μικρό, σκονισμένο κουτί και το άνοιξε. Στο μέσα μέρος υπήρχε ένα τέλειο ζευγάρι από μικρά δερμάτινα παπούτσια. Ο μπάρμπα-Πάνωβ χαμογέλασε με ικανοποίηση. Ναι, ήταν τόσο καλά όσο τα είχε θυμηθεί πως ήταν – τα καλύτερα παπούτσια που είχε κατασκευάσει ποτέ.

-Θα πρέπει να Του δώσω αυτά, αποφάσισε, καθώς τα απομάκρυνε με κίνηση αβρή και ξανακάθισε στην πολυθρόνα.

Τώρα αισθάνθηκε κούραση και όσο πιο πολύ διάβαζε τόσο πιο πολύ νύσταζε. Τα εκτυπωμένα γράμματα στη Βίβλο άρχισαν να χορεύουν μπροστά στα μάτια του, σε σημείο που τα έκλεισε, για ένα λεπτό. Κι αμέσως ο μπάρμπα-Πάνωβ αποκοιμήθηκε.

Καθώς κοιμόταν ονειρευόταν. Ονειρευόταν πως κάποιος ήταν στο δωμάτιό του και τον γνώρισε αμέσως, όπως ένας γνωρίζει στα όνειρα ‘ποιο άτομο ήταν’. Ήταν ο Ιησούς.

-Έχεις ευχηθεί να με δεις, μπάρμπα-Πάνωβ, του μίλησε με ευγένεια, τότε, λοιπόν, ψάξε για μένα αύριο. Θα είναι η Ημέρα των Χριστουγέννων και θα σ’ επισκεφθώ. Μα κοίταζε με προσοχή, γιατί δεν θα σου πω ποιος ακριβώς είμαι.

Όταν τελικά ο μπάρμπα-Πάνωβ ξύπνησε, οι καμπάνες ηχούσαν κι ένα αμυδρό φως εισχωρούσε μέσα απ’ τα παντζούρια.

-Ας είναι ευλογημένη η ψυχή μου! αναφώνησε ο μπάρμπα-Πάνωβ. Ήρθαν τα Χριστούγεννα!

Σηκώθηκε και τέντωσε το κορμί του γιατί ήταν μάλλον μουδιασμένο. Και σαν θυμήθηκε τ’ όνειρό του, το πρόσωπό του γέμισε από ευτυχία. Στο κάτω-κάτω αυτά θα ήταν πολύ ξεχωριστά Χριστούγεννα, γιατί θα ερχόταν ο Ιησούς να τον επισκεφθεί. Πώς θα έμοιαζε Αυτός; Θα ήταν ένα μικρό μωρό, όπως σ’ εκείνα τα πρώτα Χριστούγεννα; Θα ήταν ένας μεγάλος άνθρωπος, ένας ξυλουργός – ή ο μεγάλος βασιλιάς που άλλωστε είναι, ο Γιος του Θεού; Πρέπει να παρατηρεί προσεκτικά σ’ όλη τη διάρκεια της μέρας ώστε να τον αναγνωρίσει, με όποιο σχήμα και σε όποια ηλικία κι αν ερχόταν.

Ο μπάρμπα-Πάνωβ έβαλε ένα ειδικό δοχείο καφέ για το πρωινό των Χριστουγέννων, κατέβασε τα παντζούρια και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Ο δρόμος ήταν έρημος, κανείς δεν στριφογύριζε ακόμα προς τα εκεί. Κανείς, εκτός από τον σκουπιδιάρη του δρόμου. Έμοιαζε τόσο άθλιος και βρώμικος όπως πάντα, και σ’ αυτά τα χάλια μόνο θα μπορούσε να ήταν! Ποιος θα ήθελε να δουλέψει την Ημέρα των Χριστουγέννων – στο σκληρό κρύο και στη φαρμακερή παγωμένη ομίχλη ενός τέτοιου πρωινού;

Ο μπάρμπα-Πάνωβ άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού, αφήνοντας να μπει ένα λεπτό ρεύμα ψυχρού αέρα.

 -Πέρασε μέσα! Κόπιασε!, του φώναξε χαρούμενα στο δρόμο. Έλα να πιείς ζεστό καφέ ν’ αντέξεις το κρύο!

Ο σκουπιδιάρης κοιτούσε ψηλά και μόλις κατάφερνε να πιστέψει στ’ αυτιά του. Ήταν πολύ χαρούμενος ν’ ακουμπήσει κάτω τη σκούπα του και να έρθει μέσα στο ζεστό δωμάτιο. Τα παλιά του ρούχα ρούφηξαν απαλά τον ατμό απ’ τη θέρμη της σόμπας ενώ τα δύο κοκκινισμένα χέρια έσφιγγαν την ανακουφιστικά ζεστή κούπα καθώς έπινε.

Ο μπάρμπα-Πάνωβ τον κοίταζε με ικανοποίηση, ωστόσο κάθε τόσο τα μάτια του στρέφονταν προς το παράθυρο. Ποτέ δεν θα έχανε τον ξεχωριστό επισκέπτη του.

-Περιμένεις κάποιον; ρώτησε στο τέλος ο σκουπιδιάρης. Έτσι, ο μπάρμπα-Πάνωβ τού μίλησε για τ’ όνειρό του.

-Ε, ελπίζω να έρθει, είπε ο σκουπιδιάρης. Μου έχεις δώσει λίγη χαρά Χριστούγεννων που ποτέ δεν περίμενα να είχα. Θα έλεγα πως αξίζεις να σου βγει το όνειρό σου αληθινό. Και χαμογέλασε πραγματικά.

Όταν εκείνος είχε φύγει, ο μπάρμπα-Πάνωβ έβαλε να ζεστάνει λαχανόσουπα για το δείπνο του, μετά πήγε ξανά στην πόρτα, σαρώνοντας με το μάτι τον δρόμο. Δεν είδε κανέναν. Μα έκανε λάθος. Κάποιος ερχόταν.

Η κοπέλα περπατούσε πολύ αργά κι αθόρυβα, αγκάλιαζε τους τοίχους των μαγαζιών και των σπιτιών· μόλις λίγο πριν αντιλήφθηκε αυτός την παρουσία της. Φαινόταν κατάκοπη πολύ και κάτι κουβαλούσε. Καθώς πλησίαζε πιο κοντά, μπόρεσε να δει πως ήταν ένα μωράκι, τυλιγμένο σ’ ένα σάλι λεπτό. Υπήρχε μια τέτοια θλίψη στο πρόσωπό της και στο τσαλακωμένο προσωπάκι του μωρού, που ο μπάρμπα-Πάνωβ σκίρτησε και πρόστρεξε σ’ αυτούς με όλη του την καρδιά.

-Δεν θα ’ρθείτε μέσα; Περάστε, τους κάλεσε, βγαίνοντας έξω για να τους προϋπαντήσει. Χρειάζεστε κι οι δυο σας ένα ζεστό κάθισμα δίπλα στη φωτιά και ξεκούραση.

Η νεαρή μητέρα τον άφησε να την περιφέρει μέσα στο σπίτι του και να τη βολέψει στην άνεση της πολυθρόνας του. Κι άφησε ένα μεγάλο αναστεναγμό ανακούφισης.

-Θα ζεστάνω λίγο γάλα για το μωρό, είπε ο μπάρμπα-Πάνωβ, είχα κάποτε δικά μου παιδιά – μπορώ να θρέψω το δικό σου στη θέση σου. Πήρε το γάλα απ’ τη σόμπα και με προσοχή τάισε το μωρό με κουτάλι, ενώ την ίδια στιγμή θέρμαινε τα λεπτά  ποδαράκια του δίπλα στη σόμπα.

-Χρειάζεται παπουτσάκια, είπε ο τσαγκάρης.

Ωστόσο, η κοπέλα απάντησε:

Δεν έχω οικονομίες ν’ αγοράσω  παπούτσια, ούτε άντρα έχω να φέρνει χρήματα στο σπίτι. Πάω στο παρακάτω χωριό να βρω δουλειά.

Μια ξαφνική σκέψη έλαμψε μες στο μυαλό του μπάρμπα-Πάνωβ. Θυμήθηκε τα μικρά παπούτσια που είχε κοιτάξει το τελευταίο βράδυ. Όμως, αυτά τα φύλαγε για τον Ιησού. Κοίταξε ξανά τα παγωμένα μικρά πόδια του μωρού και άλλαξε απόφαση.

-Δοκίμασε αυτά στα πόδια του, είπε, παραδίδοντας το μωρό και τα παπουτσάκια στη μητέρα. Τα όμορφα μικρά παπούτσια εφάρμοζαν ακριβώς στα πόδια του μωρού. Η κοπέλα χαμογέλασε ευτυχισμένη και το μωρό ένιωσε με ευχαρίστηση ένα γαργαλητό.

-Ήσουν τόσο ευγενικός σε μας, είπε η κοπέλα, όταν σηκώθηκε με το μωρό της για να φύγουν. Ας γίνουν πραγματικότητα όλες οι επιθυμίες σου για τα Χριστούγεννα!

Αλλά ο μπάρμπα-Πάνωβ άρχισε ν’ αναρωτιέται αν η ιδιαίτερη Χριστουγεννιάτικη ευχή του θα γινόταν ποτέ πραγματικότητα. Ίσως να είχε χάσει τον επισκέπτη του; Κοιτούσε με άγχος στον δρόμο, μια πάνω, μια κάτω. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι τριγύρω, μα όλα ήταν πρόσωπα που τα αναγνώριζε. Υπήρχαν γείτονες που θα συγκέντρωναν τις οικογένειές τους. Του ένευαν κουνώντας το κεφάλι, του χαμογελούσαν και του εύχονται ‘Ευτυχισμένα Χριστούγεννα’! Ή μήπως οι ζητιάνοι – και ο μπάρμπα-Πάνωβ τους έμπασε σπίτι βιαστικά να τους φέρει ζεστή σούπα και ένα γενναιόδωρο κομμάτι ψωμιού, μα έτρεχε και έξω βιαστικά μη τυχόν και χάσει τον Σημαντικό Ξένο.

Πολύ σύντομα άπλωσε το σούρουπο του χειμώνα. Όταν έπειτα ο μπάρμπα-Πάνωβ πήγε στην πόρτα και τέντωσε τα μάτια του, δεν μπορούσε πια να διακρίνει τους περαστικούς. Άλλωστε οι πιο πολλοί ήταν στο σπίτι τους. Τελικά βάδισε αργά πίσω στο δωμάτιό του, ανέβασε τα παντζούρια και κάθισε κουρασμένος στην πολυθρόνα του.

Ήταν, λοιπόν, ένα όνειρο. Απλώς ένα όνειρο! Ο Ιησούς δεν είχε έρθει.

Μα τότε μεμιάς, αντιλήφθηκε, πως δεν ήταν πια μόνος στο δωμάτιο.

Αυτό δεν ήταν όνειρο, γιατί ήταν διάπλατα ξύπνιος. Αρχικά φάνηκε να βλέπει μπροστά στα μάτια του το μακρύ ρεύμα των ανθρώπων που είχαν έρθει τη μέρα εκείνη. Είδε πάλι τον γέρο σκουπιδιάρη του δρόμου, τη νεαρή μητέρα και το μωρό της και τους ζητιάνους που τους είχε προσφέρει τροφή. Καθώς περνούσαν από μπροστά του, ο κάθε ένας του ψιθύριζε:

 -Δεν με είδες, μπάρμπα-Πάνωβ;

-Ποιος είσαι; επερωτά, συγχυσμένος.

Τότε του απάντησε μια άλλη φωνή. Ήταν η φωνή απ’ τ’ όνειρό του – η φωνή του Ιησού.

-Ήμουν πεινασμένος και με έθρεψες, είπε. Ήμουν γυμνός και με έντυσες, κρύωνα και με θέρμανες. Ήρθα σήμερα σε σένα μέσα από καθένα απ’ όσους βοήθησες και καλωσόρισες.

Τότε άπλωσε ησυχία, όλα παρέμειναν ακίνητα. Ακουγόταν μόνο ο ήχος του μεγάλου ρολογιού. Μια μεγάλη γαλήνη και ευτυχία φάνηκε να γεμίζει το δωμάτιο, ξεχειλίζοντας την καρδιά του μπάρμπα-Πάνωβ μέχρι που ήθελε να ξεσπάσει τραγουδώντας και γελώντας και χορεύοντας με χαρά.

-Ώστε επιτέλους ήρθε, λοιπόν! ήταν τα μόνα λόγια που άρθρωσε.


[Ruben Saillens (1855-1942)

 Μετάφραση στα Αγγλικά: Λέων Τολστόι

 Μετάφραση στα Ελληνικά (από τη μετάφραση του Λ.Τολστόι: Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης]


Σημείωση Ι. Σ. Ιωσηφίδη: «Τα ξεχωριστά Χριστούγεννα του μπαμπά-Πάνωβ» θεωρείται ως το καλύτερο διήγημα του Γάλλου συγγραφέα και ιερέα Ruben Saillens (1855-1942) και περιέχεται στο βιβλίο Récits et Allégories (1988) με διηγήματα και αλληγορίες του. Το επέλεξε ο Λέων Τολστόι που με προθυμία το μετέφρασε στα Αγγλικά και το έκανε ευρύτατα γνωστό. Άλλα αξιόλογα βιβλία του Saillens είναι: ‘Η ψυχή της Γαλλίας’ (1916), ‘Το Μυστήριο της πίστης’ (1931). Παράλληλα, μετέφρασε 250 ύμνους. Ο Τολστόι, εκτός από τη μετάφρασή του αυτή, προλόγισε το βιβλίο του Saillens ‘Όπου Αγάπη, εκεί και ο Θεός’ (1896) με ευμενή σχόλια.

Το πιο πάνω διήγημα του Ruben Saillens είναι βασισμένο στο απόσπασμα 25:35: από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο: ‘Γιατί ήμουν πεινασμένος και μου δώσατε τροφή, ήμουν διψασμένος και μου δώσατε να πιώ, ήμουν ξένος και μου δώσατε φιλόξενη στέγη…’


‘Papa Panov’s Special Christmas’, by Ruben Saillens

 Translation in English by Leo Tolstoy

It was Christmas Eve and although it was still afternoon, lights had begun to appear in the shops and houses of the little Russian village, for the short winter day was nearly over. Excited children scurried indoors and now only muffled sounds of chatter and laughter escaped from closed shutters.

Old Papa Panov, the village shoemaker, stepped outside his shop to take one last look around. The sounds of happiness, the bright lights and the faint but delicious smells of Christmas cooking reminded him of past Christmas times when his wife had still been alive and his own children little. Now they had gone. His usually cheerful face, with the little laughter wrinkles behind the round steel spectacles, looked sad now. But he went back indoors with a firm step, put up the shutters and set a pot of coffee to heat on the charcoal stove. Then, with a sigh, he settled in his big armchair.

Papa Panov did not often read, but tonight he pulled down the big old family Bible and, slowly tracing the lines with one forefinger, he read again the Christmas story. He read how Mary and Joseph, tired by their journey to Bethlehem, found no room for them at the inn, so that Mary’s little baby was born in the cowshed.

“Oh, dear, oh, dear!” exclaimed Papa Panov, “if only they had come here! I would have given them my bed and I could have covered the baby with my patchwork quilt to keep him warm.”

He read on about the wise men who had come to see the baby Jesus, bringing him splendid gifts. Papa Panov’s face fell. “I have no gift that I could give him,” he thought sadly.

Then his face brightened. He put down the Bible, got up and stretched his long arms t the shelf high up in his little room. He took down a small, dusty box and opened it. Inside was a perfect pair of tiny leather shoes. Papa Panov smiled with satisfaction. Yes, they were as good as he had remembered — the best shoes he had ever made. “I should give him those,” he decided, as he gently put them away and sat down again.

He was feeling tired now, and the further he read the sleepier he became. The print began to dance before his eyes so that he closed them, just for a minute. In no time at all Papa Panov was fast asleep.

And as he slept he dreamed. He dreamed that someone was in his room and he knew at once, as one does in dreams, who the person was. It was Jesus.

“You have been wishing that you could see me, Papa Panov.” he said kindly, “then look for me tomorrow. It will be Christmas Day and I will visit you. But look carefully, for I shall not tell you who I am.”

When at last Papa Panov awoke, the bells were ringing out and a thin light was filtering through the shutters. “Bless my soul!” said Papa Panov. “It’s Christmas Day!”

He stood up and stretched himself for he was rather stiff. Then his face filled with happiness as he remembered his dream. This would be a very special Christmas after all, for Jesus was coming to visit him. How would he look? Would he be a little baby, as at that first Christmas? Would he be a grown man, a carpenter — or the great King that he is, God’s Son? He must watch carefully the whole day through so that he recognized him however he came.

Papa Panov put on a special pot of coffee for his Christmas breakfast, took down the shutters and looked out of the window. The street was deserted, no one was stirring yet. No one except the road sweeper. He looked as miserable and dirty as ever, and well he might! Whoever wanted to work on Christmas Day — and in the raw cold and bitter freezing mist of such a morning?

Papa Panov opened the shop door, letting in a thin stream of cold air. “Come in!” he shouted across the street cheerily. “Come in and have some hot coffee to keep out the cold!”

The sweeper looked up, scarcely able to believe his ears. He was only too glad to put down his broom and come into the warm room. His old clothes steamed gently in the heat of the stove and he clasped both red hands round the comforting warm mug as he drank.

Papa Panov watched him with satisfaction, but every now and them his eyes strayed to the window. It would never do to miss his special visitor.

“Expecting someone?” the sweeper asked at last. So Papa Panov told him about his dream.

“Well, I hope he comes,” the sweeper said, “you’ve given me a bit of Christmas cheer I never expected to have. I’d say you deserve to have your dream come true.” And he actually smiled.

When he had gone, Papa Panov put on cabbage soup for his dinner, then went to the door again, scanning the street. He saw no one. But he was mistaken. Someone was coming.

The girl walked so slowly and quietly, hugging the walls of shops and houses, that it was a while before he noticed her. She looked very tired and she was carrying something. As she drew nearer he could see that it was a baby, wrapped in a thin shawl. There was such sadness in her face and in the pinched little face of the baby, that Papa Panov’s heart went out to them.

“Won’t you come in,” he called, stepping outside to meet them. “You both need a warm seat by the fire and a rest.”

The young mother let him shepherd her indoors and to the comfort of the armchair. She gave a big sigh of relief.

“I’ll warm some milk for the baby,” Papa Panov said, “I’ve had children of my own — I can feed her for you.” He took the milk from the stove and carefully fed the baby from a spoon, warming her tiny feet by the stove at the same time.

“She needs shoes,” the cobbler said.

But the girl replied, “I can’t afford shoes, I’ve got no husband to bring home money. I’m on my way to the next village to get work.”

A sudden thought flashed through Papa Panov’s mind. He remembered the little shoes he had looked at last night. But he had been keeping those for Jesus. He looked again at the cold little feet and made up his mind.

“Try these on her,” he said, handing the baby and the shoes to the mother. The beautiful little shoes were a perfect fit. The girl smiled happily and the baby gurgled with pleasure.

“You have been so kind to us,” the girl said, when she got up with her baby to go. “May all your Christmas wishes come true!”

But Papa Panov was beginning to wonder if his very special Christmas wish would come true. Perhaps he had missed his visitor? He looked anxiously up and down the street. There were plenty of people about but they were all faces that he recognized. There were neighbors going to call on their families. They nodded and smiled and wished him Happy Christmas! Or beggars — and Papa Panov hurried indoors to fetch them hot soup and a generous hunk of bread, hurrying out again in case he missed the Important Stranger.

All too soon the winter dusk fell. When Papa Panov next went to the door and strained his eyes, he could no longer make out the passers-by. Most were home and indoors by now anyway. He walked slowly back into his room at last, put up the shutters, and sat down wearily in his armchair.

So it had been just a dream after all. Jesus had not come.

Then all at once he knew that he was no longer alone in the room.

This was not dream for he was wide awake. At first he seemed to see before his eyes the long stream of people who had come to him that day. He saw again the old road sweeper, the young mother and her baby and the beggars he had fed. As they passed, each whispered, “Didn’t you see me, Papa Panov?”

“Who are you?” he called out, bewildered.

Then another voice answered him. It was the voice from his dream — the voice of Jesus.

“I was hungry and you fed me,” he said. “I was naked and you clothed me. I was cold and you warmed me. I came to you today in everyone of those you helped and welcomed.”

Then all was quiet and still. Only the sound of the big clock ticking. A great peace and happiness seemed to fill the room, overflowing Papa Panov’s heart until he wanted to burst out singing and laughing and dancing with joy.

“So he did come after all!” was all that he said.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη