Ένα χρυσό κι ένα αργυρό, δυο δαχτυλίδια του Γύγη στα δάχτυλα εναλλάσσοντας
αόρατη υπάρχω.
Το χρυσό στις τυμπανοκρουσίες και τους βασιλικούς πανηγυρικούς φορώντας,
το σιδερένιο χαμόγελο του βασιλιά παρατηρώ · πώς βρίσκει πάντοτε,
στο πλήθος το αμέτρητο των υπηκόων, εκείνον που ανυπάκουος στέκει.
Το αργυρό, ασήμι μαύρο, στις καταιγίδες που ήττες φέρνουν αναπάντεχες φορώντας,
το σιδερένιο χαμόγελο του βασιλιά παρατηρώ · πώς βρίσκει πάντοτε,
στο πλήθος το αμέτρητο των υπηκόων, αυτόν που θα δεχτεί του αναθέματος την πέτρα.
Σ’ αυτούς τους δυο τα δυο μου δαχτυλίδια θα δώσω.
Να δραπετεύσουν από τον κόσμο της επισφάλειας.
Υπάρχω ως αόρατη καταφυγή ασφάλειας.
Αντίο, λοιπόν.
Αφήστε το σχόλιο σας