“Τα δάκρυα της Κερασιάς”, ένα διήγημα της Αντιγόνης Ξούρη για τη λογοτεχνική δράση «Λόγω Γραφής – Ιαπωνική Βεντάλια»

Τέλη Δεκέμβρη, το κρύο αφόρητο, παγετός, κι όμως η Σακουρά περίμενε μαζί με την κόρη της Ιτσίκα στη στάση του τραίνου. Περίμενε με υπομονή το shinkansen στον σταθμό του Τόκιο με προορισμό το Κιότο. Ντυμένες και οι δύο με χοντρά ρούχα, αλλά ο πάγος στην καρδιά της Σακουρά δεν έλιωνε. Σκέψεις τρώγανε την ψυχή της, ο σύζυγος της την έδιωξε από το σπίτι μαζί με την κόρη της. Το δεκαεπτάχρονο κορίτσι με σύνδρομο down δεν είχε καταλάβει καλά καλά τι είχε συμβεί. Το προηγούμενο βράδυ τσακώθηκε μαζί του άσχημα, την απείλησε πως θα την σκοτώσει, υπό την επήρεια του αλκοόλ. Στο τέλος της ζήτησε διαζύγιο. Εκείνη το δέχτηκε, εικοσιπέντε χρόνια γάμου μαρτυρικού, με ξυλοδαρμούς, άσχημα μεθύσια, απειλές, ήταν σαν να της ήρθε η λύτρωση. Γνώριζε όμως πως η επιστροφή στο χωριουδάκι της Μιγιάμα, στο πατρικό της σπίτι δεν θα ήταν εύκολη. Οι γονείς της φτωχοί και ηλικιωμένοι δεν είχαν τίποτα να προσφέρουν σε αυτή και το παιδί της. Αλλά, θα ξεκινούσε από την αρχή, ό,τι κι αν αυτό σήμαινε. Κοίταξε στο πορτοφόλι της, τα λιγοστά της χρήματα ίσα ίσα φτάνανε για το λεωφορείο από το Κιότο μέχρι τη Μιγιάμα. Ο πρώην σύζυγος τις έδιωξε χωρίς να τους δώσει χρήματα. Τις άφησε στον δρόμο ανελέητα.

Το τραίνο έφτασε, η Σακουρά με την Ιτσίκα επιβιβάστηκαν. Όλη της η περιουσία ένα μικρό σακίδιο με τα άκρως απαραίτητα. Δεν μπόρεσε να πάρει ούτε τα πράγματά τους. Δεν τους άφησε. Είπε πως θα τους τα έστελνε στο χωριό τους, αλλά εκείνη δεν τον πίστεψε. Ήξερε καλά τι κακία μπορεί να κρύβει ένας άνθρωπος. Το ήξερε από πρώτο χέρι. Άρχισε να ψάχνει τις θέσεις τους στο τραίνο, ενώ το κορίτσι έδειχνε ανήσυχο και θλιμμένο. Τελικά τις βρήκαν και κάθισαν, ενώ απέναντι τους καθόταν ένας κύριος μεσόκοπος, αλλά συμπαθητικός. Εκείνος διάβαζε εφημερίδα, ενώ παράλληλα τους έριχνε κρυφές ματιές πίσω από τα γυαλιά του. Το ταξίδι ξεκίνησε, η διάρκεια του δύο ώρες και δεκαπέντε λεπτά. Στο δεκάλεπτο πάνω, ο κύριος έδειξε ενδιαφέρον και ρώτησε την Σακουρά: «Καλημέρα, ταξιδεύετε για το Κιότο; Είστε από εκεί;» Η Σακουρά απάντησε: «Ναι, κατάγομαι από τη Μιγιάμα, εσείς;» Ο κύριος τότε συστήθηκε: «Είμαι ο Ακίρα, χάρηκα για τη γνωριμία. Τι γλυκό πλασματάκι, είναι η κόρη σας; Πώς σας λένε;» Η Σακουρά συστήθηκε και έτσι ο διάλογος μεταξύ τους ξεκίνησε αυθόρμητα.

Στην αρχή επιφυλακτικά η Σακουρά του μίλησε για τον τόπο της, τα παιδικά όμορφα χρόνια αν και φτωχικά. Του μίλησε για τον αποτυχημένο γάμο της, οι γονείς της την είχανε παντρέψει με το ζόρι για να γλυτώσει από την φτώχεια. Ο σύζυγος της τότε ήταν ένας πετυχημένος επιχειρηματίας στο Κιότο. Δεν γνώριζε κανείς ότι η κατάληξή του θα ήταν στο ποτό, με συνέπεια την απόλυτη οικονομική καταστροφή. Δεν τολμούσε να μιλήσει στους γονείς της, δεν τολμούσε να γυρίσει πίσω στο χωριό της. Την απειλούσε για το παιδί, θα της το έπαιρνε. Αν και εκείνη κατά βάθος ήξερε πως εκείνος δεν αγαπούσε πραγματικά την κόρη τους. Όταν έμεινε έγκυος και έμαθε πως το παιδί τους είχε πρόβλημα υγείας, εκείνη αποφάσισε πως θα το κρατούσε. Όταν η Ιτσίκα γεννήθηκε με σύνδρομο down, εκείνος της έριξε ευθύνες και η συμπεριφορά του άλλαξε προς το χειρότερο. Δεν ήθελε καμία από τις δυο τους. Τις μισούσε και ξεκίνησε να πίνει μετά από μια οικονομική καταστροφή στην επιχείρησή του.

Ο Ακίρα, έμεινε άναυδος, της έπιασε το χέρι με συμπόνοια. Της είπε να ξεχάσει το παρελθόν. Της μίλησε για εκείνον. Ποτέ του δεν παντρεύτηκε, δεν γνώρισε ποτέ την πραγματική αγάπη. Πίσω στα χρόνια του σχολείου, ερωτεύθηκε για πρώτη φορά μια κοπέλα. Ήταν όμως πολύ ντροπαλός και δεν το προχώρησε. Η κοπέλα εκείνη έφυγε από το χωριό ξαφνικά. Παντρεύτηκε και χάθηκαν τα ίχνη της. Είχε πάει στους γονείς της να ρωτήσει που είχε πάει, αλλά εκείνοι δεν έδιναν κανένα στοιχείο. Του ζήτησαν να μην τους ξαναενοχλήσει. Έτσι, εκείνος επέλεξε τη μοναξιά και πήγε να σπουδάσει στο Κιότο δάσκαλος. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά και έμεινε με την πικρία πως εκείνος δεν θα είχε ποτέ τα δικά του. Λένε πως η πρώτη αγάπη δεν πεθαίνει ποτέ. Και ο Ακίρα δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει την πρώτη, αθώα αγάπη, την κοπέλα με τα μαύρα, μακριά μαλλιά και τα ροδαλά μάγουλα. Πλέον, είχε συνηθίσει τη ζωή που έκανε, αν και δεν ήταν ευτυχισμένος.

Από την αρχή της συζήτησης, η Σακουρά είχε ένα παράξενο αίσθημα. Σαν να γνώριζε αυτόν τον άντρα, αλλά ήταν απίθανο να είχαν ξανασυναντηθεί. Εκείνη στο Τόκιο, εκείνος στο Κιότο. Ο πρώην σύζυγος της δεν είχε φίλους, τουλάχιστον δεν συνήθιζε να φέρνει ξένο κόσμο στο σπίτι τους. Αλλά, δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Το μόνο που την ξένιζε και την φόβισε λίγο, ήταν πώς μπόρεσε και εμπιστεύτηκε έναν άγνωστο. Ήταν λίγο αλλοπρόσαλλο να εκμυστηρευτεί τα προβλήματά της σε κάποιον που γνώριζε μέσα σε μια ώρα. Η αλήθεια ήταν όμως, πως της έφυγε ένα βάρος πολλών ετών, ξελάφρωσε από την δυστυχία της και χάρηκε που βρήκε ανταπόκριση και συμπόνια. Η Ιτσίκα συνέχιζε να ακούει μουσική φορώντας τα ακουστικά της, είχε γύρει στο κάθισμα και είχε κλείσει τα μάτια στη διάρκεια του ταξιδιού. Δεν ήθελε το παιδί να ακούσει αυτήν την συζήτηση. Ο χρόνος πέρναγε, σε τριάντα λεπτά θα έφταναν στο Κιότο. Του ζήτησε να προσέχει το παιδί και τα πράγματα τους, έπρεπε να πάει στο μπάνιο να φρεσκαριστεί. Ο Ακίρα της είπε να μην ανησυχεί καθόλου.

Η Σακουρά σκεφτόταν τον Ακίρα, πως μέσα σε λίγο χρόνο μίλησαν για την αγάπη, τον πόνο, την φτώχεια. Τον συμπάθησε πολύ αν και ήταν θλιμμένη που ένας αξιόλογος άνθρωπος σαν κι εκείνον βίωνε τη μοναξιά. Συγκεντρώθηκε, έπρεπε να σκεφτεί τι θα έκανε με τη ζωή της και το παιδί της κυρίως. Η ζωή στο χωριό θα ήταν σκληρή, από την άλλη θα έβρισκε την ηρεμία της μακριά από τον σύζυγό της. Αυτό της έδινε κουράγιο. Το παιδί της ήταν όλη της η ζωή. Θα πάλευε για εκείνο. Γύρισε στη θέση της. Ο Ακίρα της χαμογέλασε και την κάλεσε να τον επισκεφτεί στο Κιότο όποτε ήθελε με την κόρη της. Θα χαιρόταν πολύ να τις ξανασυναντήσει, έγιναν πια φίλοι έστω και με ανορθόδοξο τρόπο. Η φωνή της εκφωνήτριας στο τραίνο αντήχησε, φτάσανε στο Κιότο. Ξύπνησε την κόρη της και άρχισαν να ετοιμάζονται. Η Ιτσίκα άνοιξε τα μάτια της και άρχιζε να ντύνεται. Ο Ακίρα χαιρέτησε την Σακουρά και χάιδεψε τα μαλλιά της Ιτσίκα. Η ώρα του αποχωρισμού είχε φτάσει. «Καλή τύχη», ευχήθηκαν και οι δύο τους.

Οι δύο γυναίκες βγήκαν από το τραίνο και κατευθύνθηκαν προς τη στάση των λεωφορείων. Ξαφνικά, άρχισε να πέφτει απαλά το χιόνι. Έφτασαν στη στάση και περιμένανε, σε είκοσι  λεπτά θα περνούσε το λεωφορείο για τη Μιγιάμα. «Μαμά, θέλω το σκουφάκι μου», ζήτησε η Ιτσίκα. Η Σακουρά ανοίγοντας το μικρό σακίδιο, βρήκε έναν αυτοσχέδιο φάκελο και μέσα ένα κομμάτι χαρτί. Το άνοιξε με αγωνία και περιέργεια μαζί. Πώς βρέθηκε αυτό μέσα στο σακίδιο, ποιος το έβαλε; Και τότε διαβάζει:

Κόκκινα άνθη

λικνίζονται στο χιόνι

χαμένη νιότη.

Παντοτινή αγάπη

χαμόγελο φωτεινό!

Και το σημείωμα συνέχιζε: «Με ξέχασες, αλλά εγώ ποτέ. Ξέρεις τώρα που θα με βρεις, σε περιμένω, Ακίρα Νακαμούρα.»

Η Σακουρά κοκάλωσε. Ναι! Ήταν ο Ακίρα, εκείνο το ντροπαλό αγόρι στο σχολείο που της έγραφε ποιήματα! Πάντοτε την πλησίαζε διακριτικά, εκείνο το ποίημα ήταν το τελευταίο που της είχε γράψει πριν εκείνη φύγει από το σχολείο. Μετά από τόσα χρόνια και εκείνος δεν το είχε ξεχάσει, της το ξανάγραψε αυτή τη μέρα. Όταν πήγε στο μπάνιο, εκείνος πρέπει να το έβαλε μέσα στο σακίδιο της. Βούρκωσε, αλλά πια τα δάκρυα της ήταν από χαρά και όχι από θλίψη. Αγκάλιασε την κόρη της και της ψιθύρισε: «Τίποτα δεν χάθηκε, μια νέα μέρα ξημερώνει για μας…»

 

[Τα ονόματα που επιλέχθηκαν: Σακουρά σημαίνει ανθισμένη κερασιά, Ιτσίκα χιλιάδες λουλούδια και Ακίρα λαμπερός, σύμφωνα με την ιαπωνική παράδοση και ονοματολογία.]

 


Μάθετε περισσότερα για τη λογοτεχνική μας δράση εδώ: «Λόγω Γραφής – Ιαπωνική Βεντάλια»

Ίσως σας αρέσει και

2 Σχόλια

  • Βασιλική Αποστολοπούλου
    1 Οκτωβρίου 2020 at 09:06

    Πολύ τρυφερό και συγκινητικό!

  • Σπύρος Μακρυγιάννης
    2 Οκτωβρίου 2020 at 09:56

    Πολύ όμορφο…

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη