«Ταινία ‘Ζούσε τη ζωή της – Vivre sa vie’, του Ζαν Λικ Γκοντάρ», γράφει η Ρόρη Μάτη

Η υπέροχη Άννα Καρίνα «ζούσε τη ζωή της».

Συνδυάζοντας μοναδικά τη μυθοπλασία με το ντοκιμαντέρ και εγγράφοντας το προσωπικό δράμα της ηρωίδας σε έναν ευρύτερο κοινωνικό και φιλοσοφικό προβληματισμό, ο σκηνοθέτης Ζαν Λικ Γκοντάρ μας παρουσιάζει ένα πραγματικό αριστούργημα και μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές ταινίες του γαλλικού Νέου Κύματος.

Η Νανά (Άννα Καρίνα) είναι πωλήτρια σε κατάστημα δίσκων στο Παρίσι. Αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα, εγκαταλείπει τόσο τον σύντροφό της όσο και τη δουλειά της και αρχίζει να εκπορνεύεται. Αναζητώντας την ευτυχία μακριά από το σύζυγο και το παιδί της, βρίσκει μια ψευδαίσθηση ελευθερίας στα πεζοδρόμια του Παρισιού.

Η ταινία μας παρουσιάζει σταδιακά αλλά και μεθοδικά, το πέρασμα της ηρωίδας από την ευκαιριακή, «ερασιτεχνική» εκπόρνευση, στην επαγγελματική πορνεία, καταγράφοντας μια σειρά από διαδοχικές στιγμές αυτής της πορείας.

Έχοντας εκδιωχθεί από το διαμέρισμά της, η Νανά (έμμεση αναφορά στον Εμίλ Ζολά) θέλει αρχικά να γίνει ηθοποιός. Πηγαίνει, λοιπόν, στον κινηματογράφο και παρακολουθεί την κλασική βωβή ταινία «Τα πάθη της Ζαν Ντ’ Αρκ» του Καρλ Ντράγιερ. Ωστόσο η αποτυχία της στο χώρο του σινεμά τη στρέφει στην «εύκολη λύση» της πορνείας.

Πιστεύοντας ότι μπορεί να «δανείζει» το κορμί της στους άλλους χωρίς να χάσει την ψυχή της, η Νανά διεκδικεί, μέσα από την εκπόρνευση, να κερδίσει την ελευθερία της. Η πραγματικότητα, όμως, θα τη διαψεύσει. Κι αυτό διότι, όπως είναι αναπόφευκτο, πέφτει στα χέρια ενός προαγωγού, ενώ παράλληλα γνωρίζει κι έναν άντρα ο οποίος θα την ερωτευθεί…

Ο Ζαν Λικ Γκοντάρ, είναι αναμφισβήτητα ένα σκηνοθέτης – σήμα κατατεθέν, του Γαλλικού Σινεμά και ιδιαίτερα του Γαλλικού Νέου Κύματος, της περίφημης Νουβέλ Βαγκ. Συνδυάζει εδώ μοναδικά τη μυθοπλασία με το ντοκιμαντέρ και μας παρουσιάζει ένα υπέροχο δείγμα γραφής, ενός κινηματογραφικού ρεύματος, που έμελλε να αλλάξει για πάντα, την σύγχρονη ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου.

Tο «Ζούσε τη ζωή της» δεν είναι απλά οι γυμνοί τοίχοι του Παρισιού, που κινηματογραφούνται έξοχα στο ασπρόμαυρο φιλμ από τον φωτογράφο Pαούλ Kουτάρ, ούτε μόνο το σχεδόν μαγικό πρόσωπο της Άννας Kαρίνα, που λάμπει διαρκώς. Είναι όλα αυτά μαζί και ταυτόχρονα ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ μας εισάγει στον κόσμο του. Έναν κόσμο προσωπικής σκέψης που μέσα από τη δημιουργική φαντασία του καλλιτέχνη και τις συνεχείς αναφορές και παραπομπές, παίζει ένα διαρκές κρυφτό με τον θεατή, από τον οποίο σχεδόν απαιτεί να συνεχίσει να παρακολουθεί το έργο.

Μια όμορφη πωλήτρια, αποφασίζει για τους δικούς της λόγους, να γίνει πόρνη. Θεωρώντας ότι με αυτό τον τρόπο ζει με ακραίο κι απόλυτο τρόπο την ελευθερία να διαθέσει τον εαυτό της όπως εκείνη θέλει. Όμως, ο πολιτικοποιημένος Γκοντάρ δεν κάνει μελόδραμα. Κάθε άλλο…

Χρησιμοποιώντας έναν κατεξοχήν ανθρώπινο τύπο του μελοδράματος με ελεύθερο, σχεδόν άναρχο, και αποδραματοποιημένο τρόπο, o Ζαν-Λικ Γκοντάρ καταφέρνει να μας δείξει την ελευθερία, γυμνή από ψευδαισθήσεις.

H δομή της ταινίας αποτελείται από δώδεκα αποσπασματικές ενότητες, με μεσότιτλους στην αρχή τους, οι οποίες μοιάζουν με στατικές εικόνες. Πόζες που αποκτούν κίνηση και λόγο. Οι ηθοποιοί αυτοσχεδιάζουν. Μπαίνουν και βγαίνουν ελεύθερα στο κάδρο και ο Γκοντάρ δεν διστάζει να τους κινηματογραφεί με την πλάτη γυρισμένη στην κάμερα.

H ζωή, αρκετά σκοτεινή και σκληρή στην αληθινή πλευρά της, τριγυρίζει την Kαρίνα, δίνοντας την εντύπωση πως ξεγλιστράει διαρκώς απ’ τον φακό. H Nανά (που είναι παραπομπή στη λογοτεχνική Nανά του Eμίλ Ζολά), είναι η αντι-ηρωίδα που υποδύεται η Kαρίνα. Μια πωλήτρια, ένας μικρός κι ασήμαντος κόμβος στην κοινωνία της συναλλαγής και του χρήματος, που παύει να είναι ο μεσάζων μεταξύ πελάτη και εμπορεύματος.

Η Νανά αποφασίζει να γίνει η ίδια το εμπόρευμα και αυτομάτως προσπαθεί να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού. O Γκοντάρ έχοντας ως βάση την ιδέα αυτή, παρατηρεί τη γυναίκα ως εμπορεύσιμη και αναλώσιμη σάρκα (πόρνη) και ως εικόνα (σινεμά) την τοποθετεί σε ένα περιβάλλον θεσμοθετημένης πορνείας, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

O κύκλος της ψευδαίσθησης της Nανάς, κλείνει στο τελευταίο πλάνο θεαματικά, όσο και δραματικά. Αλλά ακόμα κι εδώ δεν λείπουν οι αναφορές, καθώς σαν σε γκανγκστερική ταινία, βλέπουμε στο φόντο μια ταμπέλα που γράφει «Restaurant des Studios»…

Ξαναβλέποντας, μετά από χρόνια, το «Ζούσε τη ζωή της»,  ανακαλύπτεις πως μπροστά σου έχεις μία από τις πιο σημαντικές και ώριμες ταινίες ενός συνειδητοποιημένου δημιουργού. Ενός καλλιτέχνη που ξέρει τι θέλει και που ως πρωταγωνίστρια του, έχει την μούσα του. Είναι γνωστό εξάλλου, πως εκείνη την εποχή ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ήταν και παντρεμένος, με την εξίσου χαρισματική, Άννα Καρίνα.

Τη Νανά, όπως προαναφέραμε, την παρακολουθούμε σε 12 διαφορετικά στιγμιότυπα, που εκτυλίσσονται σε διάφορα μέρη. Από ένα καφενείο, μεταφερόμαστε σε ένα κατάστημα δίσκων, από εκεί στο αστυνομικό τμήμα, την παρακολουθούμε σε ένα δωμάτιο με πελάτη που ψωνίζει στο δρόμο, αλλά και αλλού…

Η ηρωίδα μας εκδιώκεται από το διαμέρισμά της. Στην προσπάθεια της να γίνει ηθοποιός, πάει στον κινηματογράφο, και παρακολουθεί την κλασική βωβή ταινία «Τα πάθη της Ζαν Ντ’ Αρκ» του Ντράγιερ.

Η επιλογή της ταινίας  του Καρλ Θήοντορ Ντράγιερ (Carl Theodor Dreyer 1889 – 1968), μόνο τυχαία δεν είναι. Ο Γκοντάρ κινηματογραφεί την Καρίνα κατά αναλογία, όπως ο Ντράγιερ τη Φαλκονετί στη δική του ταινία. Με μαυρόασπρο φιλμ, με την κάμερα – την οποία κινεί με δεξιοτεχνία ο Ραούλ Κουτάρ – να την παρακολουθεί σαν ένας θεατής, από διάφορες πλευρές.

Την βλέπουμε ακίνητη, σιωπηλή, ανέκφραστη, ασυμβίβαστη, να καπνίζει ή να περπατά στο δρόμο, να χορεύει, ξένοιαστη, ελεύθερη, χωρίς συναισθηματισμούς και να προσπαθεί να την προσεγγίσει, να την καταλάβει, σε πολύ κοντινά συνήθως πλάνα και πάντα υπό τους θαυμάσιους ήχους της μουσικής του Μισέλ Λεγκράν.

Η ταινία παράλληλα κάνει αναφορά και σε μία εξίσου κλασσική ταινία, την ομώνυμη «Νανά» του Ρενουάρ, με τη φωνή του ίδιου του Γκοντάρ να σχολιάζει και να διαβάζει ένα διήγημα του Εντγκαρ Αλαν Πόε, σε μετάφραση του Μποντλέρ.

Το «Ζούσε Τη Ζωή Της» ανήκει στην πρώιμη δημιουργική περίοδο του επαναστάτη, φιλοσόφου και ποιητή της nouvelle vague, Ζαν Λικ Γκοντάρ. Είναι μόλις η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του, μετά τα φιλμ: «Με Κομμένη Την Ανάσα», «Ο Μικρός Στρατιώτης» και «Η Γυναίκα Είναι Γυναίκα».

Όπως και στις προηγούμενες δημιουργίες του, ο Γκοντάρ παρουσιάζει κι εδώ όλα τα χαρακτηριστικά που τον αντιπροσωπεύουν. Άμεσες αναφορές σε άλλους δημιουργούς και κινηματογραφικά είδη, πειραματική και αυτοσχεδιαστική διάθεση, ελευθερία στην κίνηση της κάμερας κι ένα διαρκές παιχνίδι, ανάμεσα στον δημιουργό και τον θεατή…

Έτος: 1962 | Xώρα: Γαλλία | Διάρκεια: 85 λεπτά | Σκηνοθεσία: Jean-Luc Godard | Σενάριο: Marcel Sacotte, Jean-Luc Godard | Παίζουν: Anna Karina, Sady Rebbot, André S. Labarthe

 

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • Βάσω Αποστολοπούλου
    9 Δεκεμβρίου 2016 at 08:35

    “Συνδυάζει εδώ μοναδικά τη μυθοπλασία με το ντοκιμαντέρ και μας παρουσιάζει ένα υπέροχο δείγμα γραφής, ενός κινηματογραφικού ρεύματος, που έμελλε να αλλάξει για πάντα, την σύγχρονη ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου.”
    Πολύ καλή και ενημερωτική η ανάλυση της Ρόρης Μάτη, μπράβο για μια ακόμη φορά!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη