Τα χρόνια της σύγχυσης στην Ανφριλάνδη πολλά κι ατέλειωτα. Τα όσα έτρεξαν πικρά, στις ζωές των ανθρώπων του μόχθου και της ανάγκης, δεν περιγράφονται εύκολα. Είχε προηγηθεί μια προπαρασκευαστική περίοδος εικονικής πραγματικότητας, σχεδιασμένη με σατανική επιστημονική ακρίβεια, φερμένη από το μέλλον, όπου όλες οι παράμετροι είχαν υπολογιστεί και στη συνέχεια οδηγηθεί σε σημεία ασταθούς ισορροπίας, τόσο που μια ανεπαίσθητη αύρα θα μπορούσε να τα φέρει όλα ανάποδα. Πρότυπα επιβραβευμένης απάτης, καταναλωτικού ευδαιμονισμού και αδιαφορίας, χλεύαζαν τους ναρκωμένους κανόνες κοινωνικής συνοχής. Όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, φύσηξε κι εκείνη η ανεπαίσθητη αύρα. Πολλοί ήταν που βεβαίωναν ότι καταλαβαίνουν, τροφοδοτώντας με τα μαντέματά τους, τα υπνωτιστικά σχόλια των συσκευών παραπλάνησης και των έντυπων συμπληρωμάτων τους. Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, μεγαλόσχημα στελέχη επιχειρήσεων, επιστήμονες κι άλλοι… κι άλλοι συνωστίζονταν σε οθόνες και στήλες.
Πολλοί και πιο πολλοί κι αυτοί που τους πιστεύανε, γιατί μέσα στην καλά υπολογισμένη, βολική τους αποχαύνωση, δεν είχαν άλλο τρόπο να πληροφορούνται και κάπου να ελπίζουν.
Με το πέρασμα του χρόνου, οι καταιγίδες σάρωναν απανωτά τις όποιες χαρές, απολαβές, ασφάλειες των μαχητών και των απομάχων της εργασίας. Οι προφήτες, υποτιμώντας τη μνήμη του ακροατηρίου που τους συντηρούσε, αναθεωρούσαν ανενδοίαστα τις προβλέψεις τους, ώσπου κατάλαβαν πως άλλο δεν τους έπαιρνε και αραίωναν τις εμφανίσεις τους, φθάνοντας στο τέλος να εξαφανίζονται, δηλώνοντας πως αδυνατούσαν πλέον να καταλάβουν. Τότε ήταν, που ένα καθυστερημένο αίσθημα ορφάνιας απλώθηκε παντού. Χάλαγε ο κόσμος· και μηνύματα παρόμοιων χαλασμών έφθαναν και από άλλους τόπους.
Μετά ήρθαν τα ξεσπάσματα· ταραχές, συγκρούσεις μεταξύ των απόκληρων, νέοι ισχυροί -επικεφαλής συμμοριών- και κραιπάλη μαυραγοριτών και τοκογλύφων. Εκτός οπτικού πεδίου των κολασμένων, η μεγάλη μοιρασιά. Γι’ αυτούς η ανέχεια, ο πόνος, οι ασθένειες, η απέραντη θλίψη, ο θάνατος. Οι σφετεριστές πέταξαν στα μπουντρούμια τους τη γυμνόστηθη του Ντελακρουά, με δεσμοφύλακες χρυσές χελώνες.
*
Χρόνια της σύγχυσης και το τραγούδι του ανώνυμου τροβαδούρου που κάθεται στο πέτρινο παγκάκι, κάνει την επόμενη αρχή.
Πανάκριβα χαμόγελα
ζητώ να ξεκλειδώσω
κι από ρωγμή του πέπλου σου
καταραμένη καταχνιά,
να τα κατευοδώσω.
*
Κάπου σε αρχαία γειτονιά, σε παιδότοπο, με φανερά τα σημάδια της εγκατάλειψης, παίζει μια πολύχρωμη παρέα παιδιών προσχολικής ηλικίας, αδιαφορώντας για τις σπασμένες τραμπάλες, τα κομμένα σκοινιά στις κούνιες, τον πεσμένο τροχό, τις λακκούβες με τα λασπόνερα, το κρύο που, από πρώτη ματιά, δεν φαίνεται να βρίσκει αντίσταση στα φτωχά τους ρουχαλάκια. Δεν τα προσέχει κανείς. Θύμα των επιτελών της σύγχυσης κι ο νηπιαγωγός, μα τα παιδιά συμπεριφέρονται λες κι είναι εκεί και επιτηρεί τα παιχνίδια τους. Τρέχουν, χοροπηδούν, χορεύουν, αγκαλιάζονται, αλληλοβοηθούνται και, μαγικά, δε δείχνουν να κρυώνουν, λες και οι τρύπες στα πανωφόρια τους είναι για ν’ ανταλλάσσουν ζεστασιά!
Σ’ ένα πεζούλι, απέναντι, κάθεται ο τροβαδούρος, σα βυθισμένος σ’ όνειρο. Κάποια στιγμή, ένα τόπι φτιαγμένο από φύλλα εφημερίδων και σπάγκο, κυλά ως τα πόδια του· σκύβει και το σηκώνει, φέρνοντάς το στο ύψος των ματιών του, το στριφογυρίζει και το περιεργάζεται με μεγάλη προσοχή. Ύστερα το παραδίδει στο παιδί που είχε τρέξει να το περιμαζέψει, λέγοντάς του τρυφερά: «Ωραία δουλειά!» Σηκώνει την κιθάρα του και πιάνει πάλι το τραγούδι του.
Πλέκονται στους παιδότοπους
πολύχρωμα στεφάνια.
Τα φοβισμένα βλέμματα
δείχνουν να γαληνεύουν
Είναι παιδιά, γνωρίζουν.
Ξανοίγει ο ουρανός
σε φωτεινό γαλάζιο.
Του τόπου μου η λαλιά
περνά σ’ ενισχυτή
και σε γωνιές πολύπαθες
δονείται του πλανήτη.
*
Χριστουγεννιάτικη σχολική γιορτή· τα παιδιά έχουν στήσει το σκηνικό της θεατρικής τους παράστασης στο προαύλιο του σχολείου, γύρω από τη μεγάλη ελιά, που κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα από πότε υπάρχει. Όλοι όμως συμφωνούν πως χρωστούν μεγάλη χάρη στον εμπνευσμένο δάσκαλο που, όταν χτιζόταν το σχολείο, είχε απαιτήσει να μην πειράξουν την ελιά, αποκαλύπτοντας μάλιστα, στον αρχιτέκτονα που εκπόνησε τα σχέδια, ότι η ελιά καθόριζε ιστορικά, αισθητικά,ιατρικά και μαθηματικά τον ένα και μοναδικό υγιεινό προσανατολισμό του σχολείου. Στο κτίριο του σχολείου, μα και στην εμφάνιση του δασκάλου, που μ’ όλες τις δυσκολίες δεν εγκατέλειψε τη θέση του ούτε για μια στιγμή, φανερά τα σημάδια της εποχής της σύγχυσης. Πεσμένοι σοβάδες, σπασμένα τζάμια στα παράθυρα του περήφανου κτιρίου· τριμμένα ρούχα, ώμοι σκυφτοί στη λιγνή θωριά του δασκάλου. Υπάρχει ένα μικρό κενό -σε καμιά περίπτωση δεν θα ‘λεγε κανείς διαφωνία- ως προς το πώς, πότε και από ποιον ξεκίνησε η ιδέα να ξαναθυμηθούν να γιορτάζουν. Ο δάσκαλος θυμάται, πολύ καλά, πως είχε πει ένα ενθουσιώδες «Ναι!» και τα παιδιά θυμούνται πως δούλεψαν πολύ και με χαρά, που για καιρό είχαν στερηθεί, πάνω σε πολλές, αποκλειστικά δικές τους ιδέες. Γρήγορα κατάλαβαν όλοι ότι η κάλυψη ενός κενού που δεν επηρέαζε την παράσταση, καμιά δεν είχε σημασία.
Ο πυρετός της προετοιμασίας κάποια στιγμή κοπάζει, ενώ το προαύλιο έχει γεμίσει· κι ο δρόμος έξω από το σχολείο. Κανείς δεν παρακάλεσε για σιωπή, είναι όμως απόλυτη.
Πριν τραβηχτεί το άσπρο σεντόνι που χωρίζει τη σκηνή από τους θεατές, βγαίνει μπροστά ο δάσκαλος και προλογίζει την παράσταση.
-Όλες οι σημαντικές αλήθειες για τη ζωή είναι γνωστές. Πολλές, όμως, έχουν πια ξεχαστεί. Πόσοι θυμούνται πως τη χώρα μας δεν την έλεγαν πάντα Ανφριλάνδη; Όταν τα παιδιά μαθαίνουν για τη Χιροσίμα δεν τρελαίνονται, μόνο και μόνο γιατί δεν το χωράει ο νους τους, τόσες ψυχές από τη γη στον ουρανό, σε μια στιγμή! Όμως και ποτέ, από κει και πέρα, δεν τη βγάζουν απ’ το νου τους. Την αρρώστια που κάνει πολλούς μεγάλους να την ξεχνούν και κάποιους λίγους να μην αποκλείουν την επανάληψη του απεχθέστερου εγκλήματος της ανθρώπινης ιστορίας, ο νους των παιδιών αδυνατεί να τη συλλάβει. Τα παιδιά ζούνε και αισθάνονται το κακό που σήκωσε κεφάλι και μέρα με τη μέρα μεγαλώνει χωρίς να λέει να σταματήσει. Μα η χαρά της ζωής, που τα παιδιά κάθε ηλικίας δεν παραδίνουν, ξεδιπλώνει τα δικά της σχέδια επείγουσας ανάγκης.
Ο τροβαδούρος, ανάμεσα στους θεατές κι αυτός, αρχίζει τη γιορτή με «το εγερτήριο της Αγγελικούλας».
Δεν ακούγονται ρολόγια
βουβαμάρα στη σκηνή
ξεπορτίσανε τα λόγια
θεατές, υπομονή!
Βλέπω φτερωτά στιχάκια
θέλουν την Αγγελική
να ανάψει αστεράκια
ντύνοντάς τα μουσική.
Από το κοίλωμα της ελιάς αχνοφέγγει ένα φως που δυναμώνει όπως το λυκαυγές, με τα ζωηρά χρώματα ενός πρωινού που φυσάει βοριαδάκι και καθαρίζει την ατμόσφαιρα.
Δείτε, ξύπνησε ο χρόνος!
τραγουδούν ονειρεμένα
άλλο πια μη μένεις μόνος.
Ήρθε κι η Αγγελικούλα
με αστέρια κεντημένα
νότες από την Αυγούλα.
Το φως έρχεται πια από παντού. Η Έλενα με κιθάρα και ο Νίκος με ακορντεόν, η Αγγελική και η Ματούλα χέρι-χέρι τραγουδούν, ο Λευτέρης, η Νταϊάνα, η Αθανασία, ο Ροβέρτος κι άλλοι, κι άλλοι από το μέρος των θεατών γεμίζουν τη σκηνή που, μαγικά, όλους τους χωρά. Τα παιδιά, τραγουδώντας, σηκώνουν ένα πανό.
‘ΑΡΧΙΣΕ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ – ΜΟΝΟ ΠΑΙΔΙΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΟΥΝ’
Αφήστε το σχόλιο σας