Γονατιστός κάτω από την ψηλή σου στέγη,
με βουρκωμένα μάτια από τη θλίψη,
το χόρτο ποτίζω οπ΄ έχει σκύψει
από το βάρος του δάκρυου. Δεν αρμέγει
πια φως η ψυχή! Κοίτα το τέκνο σου που κλαίγει,
-τίποτα από Εσέ δεν έχω κρύψει,
το χνώτο Σου μονάχα μου ‘χει λείψει
και τρέμω σαν πουλί-. Πια δεν μου λέγει
τίποτα το ψάλσιμο του γρύλου,
το γλυκό κελάηδημα του σπίνου,
ο ανθός ο μοσχομύριστος του κρίνου
Κατέβα Συ Θεέ μου από τ΄ αψήλου,
Έλα ζωοδότης πιο κοντά μου,
και κάνε να ανοίξουν τα φτερά μου!
Αφήστε το σχόλιο σας