«Σε δύο μέρες», ένα διήγημα του Κωνσταντίνου Καστραντά για τη δράση ‘Γράμματα ανεπίδοτα’

i.

Άλλος ένας νεκρός γέρος, γι’ αυτούς. Σε μια βόρεια γειτονιά, που αν αφαιρέσεις τον ήλιο που αστράφτει, είναι τρομακτική. Της ταιριάζει ομίχλη και βροχή. Έτσι θα έβλεπες το τέρας να εμφανίζεται σε κάθε γωνία. Τώρα το φαντάζεσαι.

ii.

Μονοκατοικία με αυλή. Τα χορτάρια ξεπερνάνε το ένα μέτρο. Εγκατάλειψη. Όταν ανοίξαμε την πόρτα ο Άλλος άρχισε να βρίζει. «Τον καριόλη, τι έχει κάνει εδώ μέσα» είπε. Γαμώ την πουτάνα μου δυο μέρες πριν την άδεια. «Ηρέμησε» του λέω. Τα ρουθούνια μου είχαν παραλύσει απ’ τη δυσωδία αλλά έπρεπε να γίνει η δουλειά. Το φως που κατάφερνε να τρυπώσει μέσα από βαριές κουρτίνες έπλεε σε σύννεφα σκόνης. Απ’ το γραφείο μας είχαν προειδοποιήσει, όμως η κατάσταση ήταν εξωφρενική. Λάσπες παντού, γραμμένοι τοίχοι, τα έπιπλα σπασμένα. Σαν να μη ζούσε άνθρωπος εδώ αλλά ζώο. Άναψα ένα φακό. «Ρε μαλάκα, μέρα είναι» μου είπε ο Άλλος «άνοιξε τις κουρτίνες. X-files το πέρασες, άντε, να τελειώνουμε θέλω». Είχε δίκιο. Με συνεπήρε το κλίμα. Όταν μπήκε το φως πάγωσα. Στους τοίχους με λάσπες, μπογιές, μαρκαδόρους, χαραγματιές  είχε γραμμένη μια λέξη, παντού, σε διάφορα μεγέθη με τον ίδιο ορθογραφικό χαρακτήρα. Ο Άλλος συνέχισε να βρίζει. «Μπλέξαμε με τρελό, επίτηδες με έστειλε αυτή η καριόλα απ’ το γραφείο, δύο μέρες πριν την άδεια, θα τρελαθώ, γαμώτο». «Καλά» του λέω «δεν σου κάνει εντύπωση αυτό που βλέπεις; Μόνο την άδεια σκέφτεσαι;» Το μάτι του θόλωσε. «Καλά, καλά, σταμάτα» του είπα ήρεμα. «Πήγαινε να φέρεις τα πράγματα.»

Μας είχαν πει ότι ο γέρος ήταν κάπως εκκεντρικός, απομονωμένος και πως το σπίτι ήταν αρκετά δύσκολο, αλλά εδώ μιλάγαμε για παράνοια. «Τώρα, τώρα, τώρα, τώρα». Γραμμένο παντού. Τώρα, τι τώρα; Ο Άλλος ξαναμπήκε. «Τι να εννοούσε;» του είπα. «Άσε με, πιάσε να τελειώνουμε». Βάλαμε γάντια, μάσκες, λαστιχένιες μπότες, προστατευτικά γυαλιά και ξεκινήσαμε. Κατά το μεσημέρι είχαμε τελειώσει μόνο δύο δωμάτια. Εγώ δούλευα σε αυτό που μάλλον θα ήταν η κρεβατοκάμαρα. Χαρτιά γραμμένα με τη λέξη «τώρα» πεταμένα παντού. Ένα σπασμένο κρεβάτι. Το στρώμα έλειπε. Σεντόνια βρώμικα, πρασινισμένα και κουβέρτες που σίγουρα είχαν ζωή απάνω τους, πεταμένες σε μια γωνιά. Μάλλον εκεί κοιμόταν. Μετά από πολύ κόπο είχα σχεδόν τελειώσει, όταν πρόσεξα ότι μια σανίδα στο πάτωμα κουνιόταν. Τη σήκωσα. Από κάτω είχε ένα γράμμα και ένα μαχαίρι με κόκκινη λαβή από ξύλο. Το άνοιξα. Μέσα είχε λίγες πυκνογραμμένες σελίδες. Έγραφε:

«Για όποιον ενδιαφέρεται:

Σήμερα το πρωί ξύπνησα από ύπνο 78 ετών. Μου αποκαλύφθηκε Αυτός. Ήταν ένας νέος άντρας με μαύρα λαμπερά μάτια. Λέω νέος αλλά τα μάτια του έρχονταν απ’ το βάθος των αιώνων. Τώρα πια ξέρω…»

iii.

«Κοίτα πως έχει κάνει τους τοίχους. Δύο μέρες πριν την άδεια και μας στέλνουν σ’ αυτό το κωλόσπιτο. Αυτό το ζώο στο γραφείο φταίει. Επειδή την έπιασα να πηδιέται με το αφεντικό. Και τώρα με έχει βάλει στο μάτι. Μέσα σε μια εβδομάδα με έχει στείλει σε όλη τη βρωμιά της πόλης. Δεν είναι δουλειά αυτή, μου έχουν σπάσει τα νεύρα. Σπίτια νεκρών, όλο νεκροί. Και τώρα αυτό. Προσπαθώ να ηρεμήσω και δεν μπορώ. Τι ψυχάκιας ήταν κι αυτός. Τώρα, τώρα, τώρα και μαλακίες. Τι τώρα ρε γέρο; Ο Άλλος στην κοσμάρα του. Τόση ώρα μέσα δεν ακούω τίποτα. Πάω να δω τι κάνει. Δεν μου αρέσει να δουλεύω μαζί του. Θέλω να τελειώνουμε. θέλω να πάω σπίτι μου. Σε αυτήν και τα παιδιά. Κουράστηκα. Σε δύο μέρες έχω άδεια.»

iv.

Τα μάτια του αστράφτουν σαν δύο κρύες σιωπηλές συγκεντρώσεις αστεριών. Χαμογελάει καθώς διαβάζει ξανά και ξανά αυτές τις σελίδες. Ο χρόνος γύρω του έχει χαθεί. Βρίσκεται σε έναν κύκλο προστατευμένος από όλους. Μαύροι ψαλμοί. Άστρα που σβήνουν. Χάος και θάνατος σχηματίζεται μπροστά του, καθώς η θλίψη όλου του κόσμου είναι η ψυχή του. Αλλά αυτός ψιθυρίζει τις λέξεις και χαμογελάει. Τη στιγμή που προφέρει την τελευταία λέξη ανοίγει η πόρτα. Λέει «τώρα» και τώρα σηκώνεται, τώρα σηκώνει το κόκκινο μαχαίρι. ΤΩΡΑ ουρλιάζει και ορμάει…

v.

Μπαίνω μέσα και τον βρίσκω να χαζογελάει διαβάζοντας κάτι πατσαβουρόχαρτα. Το δωμάτιο μισοτελειωμένο. «Δεν θα τελειώσουμε ποτέ μ’ αυτόν» σκέφτομαι. Και ξαφνικά με ύφος πρεζάκια, σηκώνει ένα χασαπομάχαιρο γκαρίζοντας «ΤΩΡΑ!» και μου ορμάει. Τα έχασα, στο χέρι κράταγα το άζαξ. Του έριξα στα μάτια. Τυφλώθηκε προσωρινά αλλά πρόλαβε και με έκοψε στο χέρι. Εκεί θόλωσα. Άρπαξα μια τσουγκράνα που είχαμε φέρει για τον κήπο και άρχισα να τον χτυπάω. Ούρλιαζε  «τώρα, τώρα, τώρα!» Πήγαινε για την καρωτίδα μου. Κατάφερα και τον έριξα κάτω. Τώρα φώναζα και εγώ σαν τρελός: «ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ;» Όταν ηρέμησα ήταν αργά. Πάει το παιδί. Από περιέργεια κοίταξα τα χαρτιά. Παλαβομάρες ενός τρελόγερου. Κοιμόταν 78 χρόνια λέει και ήρθε ένας μαλάκας στον ύπνο του ή κάτι τέτοιο λέει και το τέλος του κόσμου λέει και οι δαίμονες λέει και κάποιο τέρας που κυκλοφορεί και μπούρδες. Δεν το διάβασα καν.

dclxvi.

Με τα ξερόχορτα και τα χαρτιά ξεκίνησε μια φωτιά. Θα τους πει ότι πήγε να πάρει καφέδες και όταν γύρισε τα βρήκε όλα παραδομένα στις φωτιές. Ο Άλλος εγκλωβίστηκε και δυστυχώς… Ελπίζει να πιάσει, ελπίζει οι μπάτσοι να μην το ψάξουν πολύ. Είναι κουρασμένος. Σε δύο μέρες έχει άδεια.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη