«Σαν δραπέτης», ένα διήγημα της Νίκης Μπλούτη-Καράτζαλη για τη δράση ‘Γράμματα ανεπίδοτα’

Τον πρώτο καιρό που έφυγες, ήθελα να πηγαίνω συχνά στο σπίτι σας και να κρατάω συντροφιά στους δικούς σου. Η Κατερίνα τότε, έμενε στη Θεσσαλονίκη κι ο Ηλίας γυρνούσε συνήθως, πολύ αργά σπίτι. Να έβλεπες τα μάτια της μητέρας σου πώς έλαμπαν όταν μ’ αντίκριζε στην πόρτα τους! Αμέσως άλλαζε η διάθεσή της κι έκανε τα πάντα για να με ευχαριστήσει όση ώρα περνούσα μαζί τους. Κι εγώ, όμως, δεν ήθελα να φύγω. Εκεί μέσα σ’ ένιωθα κοντά μου. Απέφευγα εσκεμμένα να μιλάω για σένα, μα η μητέρα σου, όποια συζήτηση κι αν κάναμε, ήταν αδύνατο να μην αναφέρει κάποιο περιστατικό που να της θύμιζε κάτι από σένα. Ο πατέρας σου, αντίθετα, λιγόλογος και σοβαρός, αρκούνταν στο να κάθεται στην πολυθρόνα του και να μας ακούει. Σπάνια πετούσε μια κουβέντα για να πάρει μέρος στη συζήτηση.  Ένιωθα όμορφα που τους έκανα παρέα, που η παρουσία μου ήταν γι’ αυτούς μια αχτίδα χαράς.

Όταν γύριζα σπίτι μου κλειδωνόμουνα στο δωμάτιο για να διαβάσω τα βιβλία που είχα αγοράσει σχετικά με τη μοναστική ζωή. Ήθελα να μάθω τα πάντα. Ό,τι κάνετε κι ό,τι απαγορεύεται να κάνετε εκεί πάνω. Ποιο είναι το πρόγραμμα ενός μοναχού απ’ το πρωί ως το βράδυ. Το πρώτο βιβλίο που πήρα αναφερόταν αναλυτικά στο πώς μπορεί να γίνει κανείς μοναχός. Όταν διάβασα πως σας δίνουν ένα διάστημα, σχεδόν ενός χρόνου, για να σκεφτείτε και ν’ αποφασίσετε, αν πραγματικά σας ταιριάζει η μοναστική ζωή, δε σου κρύβω πως αναθάρρησα.

«Αυτό είναι», είπα μέσα μου. «Πώς δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό τόσο καιρό; Μια φάση είναι και θα περάσει. Μπορεί μια δυσκολία να τον ταλαιπώρησε τόσο πολύ, ώστε να γύρεψε την απομόνωση για να ηρεμήσει και να συγκεντρωθεί. Μπορεί να περνάει μια φάση, που θέλει να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του, να μετρήσει τις δυνάμεις του, να κάνει τα σχέδιά του. Μπορεί μια ερωτική απογοήτευση να τον οδήγησε στα σκαλοπάτια του Θεού, δεν είναι άλλωστε, λίγοι οι νέοι που αποθαρρύνονται μετά από τέτοιες ιστορίες και γυρεύουν κοντά στον Θεό καταφύγιο…»

Δεκάδες εικασίες έκανα. Κι αυτές τις έβρισκα μέσα από εξομολογήσεις άλλων μοναχών. Πίστεψα η αφελής, πως αυτός ο χρόνος θα λειτουργούσε πάνω σου σαν καταλύτης και πως, τελικά, μετά απ’ όλες τις δοκιμασίες που θα περνούσες, θα κατέληγες στην απόφαση ν’ αποσυρθείς και να γυρίσεις ξανά  κοντά μας.

Ύστερα, πάλι, καθώς προσπαθούσα να ξεχωρίσω ποιος λόγος είναι ο πιο πιθανός που σε οδήγησε εσένα σ’ αυτό το μονοπάτι, απέκλεια σιγά σιγά τον έναν μετά τον άλλον, και στο τέλος, δε μου έμενε κανένας που να δικαιολογεί, σύμφωνα με τον χαρακτήρα σου, αυτή σου την απόφαση. Κανένας και τρελαινόμουνα. Και περίμενα να γυρίσει ο αδερφός σου ο Ηλίας σπίτι για να τον πάρω τηλέφωνο και να μοιραστώ μαζί του τις αγωνίες μου.

«Μαρία ξεκόλλα!» Μου απαντούσε εκείνος τρυφερά, μέσα απ’ το σύρμα του τηλεφώνου. «Όποιος λόγος και να τον οδήγησε εκεί, θα είναι σίγουρα πολύ σοβαρός και πρέπει να τον σεβαστούμε. Ωστόσο, δεν αλλάζει τίποτα αν τον γνωρίζουμε εμείς ή όχι, αφού γι’ αυτόν είναι αρκετός…»

Εφτά μηνών έγκυος με την «κοιλιά στο στόμα», που έλεγε κι η μάνα μου, και δεν φρόντιζα να πάρω ένα βιβλίο για μωρά και για μέλλουσες μητέρες, να με κατατοπίσει, κάπως, για τη ζωή που με περίμενε με το μωρό μου. Όλοι με κοιτούσαν περίεργα μέσα στο βιβλιοπωλείο, όταν προσπαθούσα να επιλέξω ποιο μ’ ενδιαφέρει περισσότερο. Φαίνεται πως την ίδια εύλογη απορία θα είχαν κι εκείνοι.

Μέσα σ’ έναν χρόνο, λοιπόν, είχα μάθει σχεδόν τα πάντα για τη ζωή σας εκεί πάνω. Πως μια μέρα σας χωρίζεται σε τρία μέρη. Το ένα οχτάωρο είναι αφιερωμένο στην προσευχή και στη μελέτη, το δεύτερο στην εργασία και το τρίτο στην ανάπαυση. Έμαθα πως ο πορτάρης είναι ο φύλακας του πυλώνα της μονής κι ο προσφοράρης, ο παρασκευαστής των πρόσφορων. Έμαθα πως υπάρχει κηροπλάστης, Αρχοντάρης, δοχειάρχης, διαβαστής, Γραμματικός, βηματάρης, Γηροκόμος, βδομαδιάρης, Αμπελικός, Αρσανάρης… Κι έσπαγα το κεφάλι μου να προσπαθώ να μαντέψω, τι επέλεξες εσύ απ’ όλα αυτά να γίνεις.

Διάβασα δεκάδες μαρτυρίες καλόγερων, που περιέγραφαν τη στιγμή που κατάλαβαν πως ο Θεός τους καλεί κοντά Του. Έτσι αισθάνθηκες κι εσύ, αναρωτιόμουν; Σηκώθηκες μια μέρα κι είπες «θα φύγω», με τόση σιγουριά όσο κι εκείνοι; Ή μήπως σ’ επισκέφτηκε ο Θεός σε κανένα όνειρό σου και σου ζήτησε να πας κοντά Του; Δεν μπορώ ακόμα να καταλάβω πώς γίνονται αυτά τα περίεργα «κλικ», που αναφέρουν οι ψυχολόγοι, στο μυαλό ενός ανθρώπου. Και προσπαθούσα, ξανά και ξανά, να βάλω τον εαυτό μου στη θέση σου. Και σκεφτόμουνα πώς θα ήταν αν ξυπνούσα ένα πρωί κι αποφάσιζα να πάω να κλειστώ σ’ ένα μοναστήρι, επειδή έτσι αισθανόμουνα. Χωρίς να με ταλανίζει κανένα φανερό πρόβλημα ή κάποια απογοήτευση να με οδηγεί στα σκαλοπάτια του. Ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα μου, αναρωτιόμουνα. Δε θα το εμπιστευόμουνα σε κανέναν; Δε θα ζητούσα κανενός τη γνώμη ή τη συμβουλή; Δε θα επιδίωκα μια συνάντηση μαζί σου να το συζητήσουμε και να μοιραστώ τα εσώψυχά μου; Δε θα το αποκάλυπτα ούτε στον Ηλία;

Αδύνατον. Δε θα μπορούσα να το κάνω σε αγαπημένα μου πρόσωπα, εγώ τουλάχιστον. Έτσι πιστεύω. Ναι, μπορεί να έφευγα αν ένιωθα τόσο έντονο το κάλεσμα του Θεού, όπως περιγράφουν εκείνοι οι καλόγεροι. Σίγουρα, όμως, δεν θα τους άφηνα όλους σύξυλους με την απόφασή μου. Θα τους ζητούσα να με καταλάβουν και να με νιώσουν, θα τους ανέλυα τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου, έτσι ώστε, να είναι σε θέση να με κατανοήσουν καλύτερα και ν’ αποδεχτούν την απόφασή μου με λιγότερο πόνο. Θα καταλάγιαζα τους φόβους και τις ανησυχίες τους, όταν θα τους έλεγα πως εγώ έτσι μονάχα θα είμαι ευτυχισμένη. Αν ήμουνα σίγουρη για την απόφασή μου, κανένας πιστεύω πως δε θα ήταν ικανός να μου αλλάξει γνώμη ή να κλονίσει την εμπιστοσύνη μου απέναντι στον Θεό.

Εσύ όμως φοβήθηκες. Τώρα πια είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Φοβήθηκες, μήπως και καταφέρουμε και σε μεταπείσουμε ν’ αλλάξεις γνώμη. Δεν εξηγείται αλλιώς η στάση σου. Δεν μας έδωσες την παραμικρή ευκαιρία να σε πλησιάσουμε. Καμία ευκαιρία. Απόλυτος, όπως πάντα, στις αποφάσεις σου. Σκληρός με όλους μας. Κυρίως, με τους γονείς σου. Και με τ’ αδέρφια σου. Και με μένα.

Πόσες βραδιές δεν ξενύχτησα παλεύοντας να καταλάβω αυτή τη φράση, που είπε ο Χριστός στους μαθητές του, «εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού». «Είναι δυνατόν» σκεφτόμουν «οι δικοί μας άνθρωποι να θέλουν το κακό μας; Είναι δυνατόν οι γονείς να μην ονειρεύονται την ευτυχία των παιδιών τους;» Η αγάπη των δικών μας ανθρώπων μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον διάβολο για να μας βάλει σε πειρασμό, έλεγαν τα βιβλία που αφορούσαν τη μοναστική ζωή. Χρειάζεται πολύ μεγάλη διάκριση για το πότε πρέπει ν’ αφήνουμε να μας οδηγεί η αγάπη για τους δικούς μας ανθρώπους και πότε πρέπει να υπερισχύει η αγάπη μας για τον Θεό.

Όταν ένας νέος αποφασίζει ν’ ακολουθήσει τα βήματα του Χριστού και να πάει κοντά Του, τότε οι γονείς του, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να του ζητήσουν να σιγουρευτεί, πως αυτό είναι το θέλημα του Θεού και να του δώσουν την ευχή τους, έλεγε ένας γέροντας, σε ένα απόσπασμα που διάβασα και προσπαθούσε να εξηγήσει αυτή τη φράση. Όταν ένα αγαπημένο μας πρόσωπο, μας εμποδίζει να κάνουμε αυτό που πιστεύουμε πως είναι το θέλημα του Θεού, εμείς με διάκριση θα προσπαθήσουμε να ξεπεράσουμε αυτό το εμπόδιο, εάν είναι δυνατόν, χωρίς να πληγώσουμε το αγαπημένο μας πρόσωπο.

Εσύ δεν το έκανες αυτό. Τίποτα δεν έκανες για να μη μας πληγώσεις. Λες και δε σ’ ένοιαζε για κανέναν μας. Λες και δε χρωστούσες καμιά εξήγηση για την απόφασή σου. Κι είναι παράλογο, δηλαδή, που οι γονείς κάνουν άλλα όνειρα για τα παιδιά τους; Είναι παράλογη η στάση μιας μάνας που ποθεί να δει το παιδί της να κάνει με τη σειρά του οικογένεια και να της χαρίσει εγγόνια; Αυτό δεν πρόσμενε η μάνα σου από σένα; Αυτό δεν προσδοκεί η κάθε μάνα; Γιατί δεν της έδωσες μια ευκαιρία, να την πείσεις, πως εσύ αλλιώς θα είσαι ευτυχισμένος; Γιατί δεν τους μίλησες για όσα αισθανόσουν, ώστε να τους ανακουφίσεις και να πάρεις, τουλάχιστον, την ευχή τους για τον δρόμο που διάλεξες; Ας ισχυριζόσουν κι εσύ, όπως όλοι οι άλλοι, πως ο Θεός σε κάλεσε κοντά Του και πως νιώθεις επιτακτική την ανάγκη να τον ακολουθήσεις. Τι θα γινόταν αν εσύ ήσουν αποφασισμένος; Θα μπορούσε η δική μας αντίδραση να σε δέσει κοντά μας; Αυτή σου η πράξη φανερώνει καθαρά, πως δεν ήσουν σίγουρος γι’ αυτό που πας να κάνεις. Δε μας μίλησες, επειδή φοβόσουν τον εαυτό σου πως θα λυγίσει, όταν θα έρθει αντιμέτωπος με τις διαφωνίες μας. Κι επέλεξες να φύγεις κρυφά, σαν δραπέτης.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη