«Ρόδα είναι και γυρίζει», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Τον θυμάμαι τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής. Ένας πάμφτωχος φουκαράς. Με τη φτώχεια δε που επέπεσε επί της κεφαλής του ελληνικού λαού έχασε και την -ας την πούμε- δουλειά του. Ήταν λούστρος του δρόμου, που σημαίνει, όχι μόνιμο στέκι, αλλά περιφερόμενος και όπου γης και πατρίς.

Με τον πόλεμο, ποιος νοιαζόταν αν τα παπούτσια του γυάλιζαν και μοσχομύριζαν; Εδώ, από το χιλιομπάλωμα είχαν αλλάξει χρώμα και σχήμα. Και πώς να πορευτεί λοιπόν και πώς να ζήσει, μεσήλικας ων, που άλλο από τις μπογιές του, άλλο από τα βερνίκια του δεν γνώριζε δουλειά να κάνει; Ν’ απλώσει το χέρι για ζητιανιά; Δεν ήταν αναγκαίο, όλοι ήξεραν την απελπιστική του κατάσταση, καθώς όλοι γνώριζαν ο ένας τον άλλο. Μια συνοικία δεν ήταν παρά ένα μεγάλο χωριό. Και πάλι πώς να ζητήσεις εκ του μη έχοντος…

Φαίνεται όμως ότι υπάρχει ένας  αόρατος μηχανισμός που επεμβαίνει σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις  και βρίσκει μια κάποια λύση στο πρόβλημα. Ο πατέρας μου, γνωστός  φιλάνθρωπος, του πρότεινε να τον πάρει στο Καφενείο, έναντι μικρής αμοιβής, να τον βοηθάει λίγο, πράγμα μη αναγκαίο γιατί και εδώ οι δουλειές είχαν κεσάτια που λένε, αλλά  τουλάχιστον να έμενε στο πόδι του πατέρα για να κοιμηθεί καμιά ωρίτσα τα μεσημέρια, καθώς ήταν στον καφενέ από τα ξημερώματα… Του πρόσφερε ακόμη και στέγη. Διαμόρφωσε μια ευρύχωρη αποθήκη που βρίσκονταν μεταξύ σπιτιού και μαγαζιού, του έδινε και η μάνα ένα πιάτο από το φαγητό μας, περίσσευε-δεν περίσσευε, και τα κουτσοκατάφερνε να επιζήσει.

Παρά την παροιμιώδη πείνα και την απίστευτη φτώχεια που επέπεσε επί των κεφαλών μας, δεν θυμάμαι να υπήρχαν άστεγοι, στην περιοχή μου τουλάχιστον, όπως σήμερα, που ούτε πόλεμο έχουμε, μήτε Φανερή Κατοχή και λέω ‘’φανερή’’ γιατί καλυμμένη όλοι ξέρουμε ότι καλά κρατεί και πάλι από τον ίδιο φίλο εχθρό!!! Αν κάποιος βρισκόταν στον δρόμο, θα ήταν νεκρός, τουμπανισμένος από την πείνα. Το φαινόμενο του κουτόσπιτου, ελλείψει κουτιών(!) ίσως, δεν είχε ενσκήψει στην Ελλάδα…

Και ο καιρός περνούσε με την ελπίδα με την προσμονή της λήξης του πολέμου και τον ερχομό της λευτεριάς.

Κα όλως ξαφνικά εξαφανίζεται ο λούστρος μας. Ως εάν να άνοιξε η γη και να τον κατάπιε πράγμα που ίσως και να είχε συμβεί χωρίς να μας… ειδοποιήσει. Αυτό υπέθεσαν οι πάντες. Τρόπος για να μάθουμε τι συνέβη δεν υπήρχε απολύτως κανείς. Όμως με τέτοια εκκωφαντική του σιωπή, σαν τι άλλο από θάνατο να υποθέσει κανείς;

Και ένα απόγευμα, κτυπά η πόρτα του σπιτιού (το μαγαζί μας, όπως και όλα τα μαγαζιά, κλειστό) και εμφανίζεται ένας Γερμανοτσολιάς, άγνωστος. Η μάνα τα ‘χασε, πεθαμένη από φόβο και  αηδία, μα ο τσολιάς με αυταρέσκεια και όλο χαμόγελα της λέει:

«Κυρά μου δεν θα μου πεις να περάσω στο σπιτικό σου; Ήρθα να σας δω και  να με καμαρώσετε. Δεν με γνώρισες;»

Η μάνα το θεώρησε εύνοια της τύχης που απέφυγε το εγκεφαλικό όταν κατάλαβε κοιτάζοντάς τον καλύτερα ΠΟΙΟΣ είναι. Ο λούστρος, ο δικός μας ο έλληνας λούστρος, ένας σιχαμερός γερμανοτσολιάς, που κρατούσε τη ζωή όλων μας στα χέρια του. Και σαν πώς να του φερθεί τώρα; ΑΝ τολμούσε ας του φερόταν απαξιωτικά. Δεν ήταν το δικό της κεφάλι που κινδύνευε μόνον, αλλά όλων ημών μέχρι τρίτου βαθμού συγγενείας.

Παρακάμπτοντας την απέχθεια και την αποστροφή της και με μεγάλη ευγένεια τον κάλεσε να μπει στο  σπιτικό μας. Τσιριμόνιες να δουν τα μάτια σου από όλα τα μέλη της οικογένειας και όσων άλλων φίλων βρίσκονταν στο σπίτι εκείνην την ώρα. Δεν ήταν εποχή μήτε για λεονταρισμούς, μήτε για απαξιώσεις. Τον μόσχο  τον σιτευτό δεν τον σφάξαμε για χάρη του, γιατί μόσχος ούτε για δείγμα ακόμη και   στα χασάπικα της γειτονιάς μας, αλλά την  κότα μας την πλουμιστή την σφάξανε για χάρη του. Θυσία η κοτούλα μας, που έδινε το αυγό της για το μωρό μας, στον βωμό του φόβου. Τον τραπεζώσαμε, λοιπόν, με τιμές και εγκαρδιότητες. Ο φόβος μέγας βλέπεις και ο πατέρας από  αφεντικό υποβιβάστηκε σε οινοχόο και χειροκροτητή του μισητού τοις πάσοι Γερμανοτσολιά προδότη Έλληνα, που έναντι πινακίου φακής ενεδύθη  τη φουστανέλα και  το τσαρούχι στην γερμανική τους version, τόσο σαν ένδυση όσον σαν νοοτροπία και δραστηριότητα.

Τσιριμόνιες να δουν τα μάτια σου από την οικογένειά μας. Για το καλό μας του δίναμε να καταλάβει ότι τον βλέπαμε σαν κάποιον σημαντικό και σπουδαίο  φίλο μας, πράγμα που ασφαλώς πίστευε και ο ίδιος τρομάρα του και τρομάρα μας κυριολεκτικά. Κοντολογίς και υποθετικά, αν ο πατέρας ή κάποιος από μας τους υπόλοιπους του είχαμε φερθεί άσχημα κατά το παρελθόν, θα την είχαμε βαμμένη την γούνα την ακριβή μας. Καλά λοιπόν λέει  η παροιμία ‘κάνε το  καλό και ρίξτο  στο γιαλό’…  Γιατί θα έρθει μια στιγμή που θα θέλεις να το ανταποδώσεις. Έτσι, ο  γερμανοτσολιάς με το να μας κάνει και μόνο φιλική επίσκεψη, δήλωνε στους Γερμαναράδες ότι πατέρας ήταν ΚΑΘΑΡΟΣ και να πάψουν να τον κυνηγούν εξ’ αιτίας ενός ανεψιού που είχε και που ήταν κομμουνιστής. Ερχόταν στο σπίτι συχνά αλλά από ένα σημείο και μετά άρχισε να αραιώνει μέχρι που σταμάτησε εντελώς. Κατ΄ ουσίαν εξαφανίστηκε, όπως πριν ενδυθεί τη στολή  του τσολιά. Κάποιος είπε ότι τον είδε σε μιαν άλλη συνοικία να περιφέρεται φορτωμένος το γνωστό του κασελάκι. Παλιά μου  τέχνη κόσκινο.

Άτιμη κοινωνία, που άλλους τους ανεβάζεις και άλλους τους καταγκρεμίζεις και τους κάνεις από Δήμαρχους κλητήρες!!! Τους καταδικάζεις, δηλαδή, να  εξασκούν ένα επάγγελμα κατώτερο της αξίας και παρά την θέλησή τους…

Μα τι να γίνει;

Όλοι προσαρμοζόμαστε στις απαιτήσεις της Ζωής που, σαν ρόδα που είναι, γυρίζει και η μπίλια της άγνωστο πού θα μπαστικωθεί.

 

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • Αθηνά Μαραβέγια
    22 Φεβρουαρίου 2017 at 22:03

    Ένα πανέμορφο κείμενο, ένα άρτιο διήγημα, που μυρίζει, ναι, έχει το άρωμα της Κατοχής, αλλά και μιας κατάστασης που έδινε άλλοθι (;)
    Να είσαι καλά, Λένα μου!!!!!!!!!!!!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη