«Ρωτάς   γιατί ο   λύκος αλυχτά», ένα παραμύθι της Ρίτσας Μπακογιάννη

Κάποτε στις ψηλές κορυφές του όρους Ήλχιμο ζούσε ένας λύκος. Ήταν το πιο όμορφο και πιο έξυπνο ζώο που είχε δει ποτέ κανείς! Περπατούσε περήφανος στις χιονισμένες πλαγιές κι όλα τα ζώα τον σέβονταν και τον συμπαθούσαν πολύ.

Πάνω στη στενή λευκή μουσούδα του είχε  δύο πανέμορφα καταγάλανα μάτια, μαύρη μυτούλα, κάτασπρα και κοφτερά δόντια, πεταχτά και κωνικά αυτάκια. Μια γούνα πολύχρωμη με γκρι, μαύρο και κρεμ  χρώμα και τα μπροστινά του πόδια ήταν μπεζ με ένα μαύρο σημάδι κάπου στη μέση, ενώ τα πίσω πόδια ήταν γκρίζα. Η ουρά του φουντωτή σταχτί και κατέληγε σε γκρι σκούρο.

Δυνατός και ρωμαλέος, όπως ήταν, περπατούσε στο χιόνι μ΄ έναν ιδιαίτερο τρόπο. Τοποθετούσε τα πίσω πέλματα πάνω στα ίχνη που άφηναν τα μπροστινά, ώστε να φαίνεται ότι περπάτησε δίποδο ζώο και όχι τετράποδο όπως ήταν αυτός.

Αυτός ο πανέμορφος, πανέξυπνος και σκληροτράχηλος  λύκος άκουγε στο όνομα Ντίνγκο. Ο Ντίνγκο λοιπόν, ζούσε σε μια σπηλιά με την αγέλη του. Είχε μια πανέμορφη γυναίκα, την ασπρόμουση λύκαινα Κυνίδα και τρία μικρά λυκάκια τον Ασπρούλη, τον Γκριζούλη και τη Μαυρούκα. Επίσης στη σπηλιά αυτή ζούσαν και ο γερόλυκος  με τη γερολύκαινα, δηλαδή οι γονείς του Ντίνγκο, καθώς επίσης και τα πεθερικά του.

Κάθε βράδυ οι παππούδες λένε παραμύθια στα τρία μικρά λυκάκια και οι γονείς τους  κατά το σούρουπο μια φορά το μήνα έβγαιναν να κυνηγήσουν για να ταΐσουν τα τρία μικρά παιδάκια τους και τους γερόλυκους προγόνους τους. Έτρωγαν πότε τρωκτικά, πότε μικρά ζωάκια και λιχουδιές σύκα και σταφύλια.

Όπου κι αν πήγαιναν ήταν μια ομάδα. Πρώτος και καλύτερος καμαρωτός και περήφανος ο Ντίνγκο ο αρχηγός, ακολουθούσε η πολυαγαπημένη του Κυνίδα, η υπόλοιπη αγέλη, τα γέρικα μέλη της και τέλος τα παιδιά.

Όλα κυλούσαν ήρεμα ώσπου μια μέρα έγινε κάτι που τάραξε τα νερά. Μια οικογένεια αγριογούρουνων είχε υπερπληθύνει στο βουνό και έτρωγε ό,τι χορτάρι είχε απομείνει ούτως ώστε τα ελαφάκια, τα προβατάκια και τα υπόλοιπα  χορτοφάγα ζώα να μην χορταίνουν.

Τα αγριογούρουνα μεγάλωσαν κι έκαναν δικά τους αγριογουρουνάκια και πολλαπλασιάστηκαν τόσο πολύ που γέμισε ο Ήλχιμος. Η ζωή στον Ήλχιμο συνεχίζονταν και ο Ντίνγκο με τα λυκάκια του, που τώρα ήταν δύο ετών, έτρωγαν λιχουδιές  και παίζανε.

Η Κυνίδα άκουσε ένα «κρατς» και ένα κακό προαίσθημα την διακατείχε. Ο Ντίνγκο λίγο πιο πέρα οσφρίστηκε μια άσχημη μυρωδιά, την ιδιαίτερη αυτή μυρωδιά των αγριογούρουνων.

Δεν κατάλαβε πώς και γιατί και τα αγριογούρουνα, που ήταν μιλιούνια πια, έτρεχαν με φόρα και κατέστρεφαν ότι ήταν μπροστά τους και όποιον ήταν στο δρόμο τους. Με τη φόρα που είχαν, εκσφενδόνισαν στον αέρα τη Μαυρούκα και έδιωξαν μερικά μέτρα πέρα τον Γκριζούλη και τον Ασπρούλη…

Κουνούσαν τα κεφάλια τους δεξιά κι αριστερά  και με τα νύχια και τα δόντια τους τραυμάτισαν τα τρία λυκάκια. Η Μαυρούκα άρχισε να αιμορραγεί και να κουτσαίνει στα  πίσω πόδια, ο Γκριζούλης έχασε το φως του και δεν ξανάδε ποτέ και ο Ασπρούλης έφαγε μια κλωτσιά στο στομάχι και μάτωσε η κοιλίτσα του, με αποτέλεσμα να φύγει από τη ζωή  μετά από δυο μέρες.

Σαν να μην έφτανε αυτή η συμφορά στα παιδιά του Ντίνγκο, η κα Αγριογούρουνα, η Σαπφώ, γύρισε πίσω, κοντοστάθηκε για λίγο και παίρνοντας φόρα έτρεξε και χτύπησε βίαια και θανάσιμα την Κυνίδα.

Ο καημένος ο Ντίνγκο έχασε ό,τι πολυτιμότερο είχε στον κόσμο… Το παιδάκι του και την αγαπημένη του… Από τα δύο παιδάκια του το ένα δεν θα ξαναπερπατούσε πια και το άλλο δεν θα ξανάβλεπε πια…

Και τα δύο ορφανά από μητέρα πώς θα τα μεγάλωνε και πώς θα τα τάιζε τώρα; Έκλαψε, πόνεσε, ξέσπασε. Έθαψε κάτω από το χιόνι τα άψυχα κορμάκια της Κυνίδας και του Ασπρούλη. Μετά, αφού νύχτωσε, βγήκε έξω από τη σπηλιά του και στο φως του φεγγαριού έβγαλε μια φωνή, μια κραυγή πόνου και οδύνης…

    – Άου, ου, άου, πονάου, ου, άου…

    – Τι έπαθες λύκε μου και κλαις; του είπε το φεγγάρι.

    – Έχασα τη γυναίκα μου και το παιδάκι μου…

    – Μη στεναχωριέσαι λύκε έχεις άλλα δύο παιδιά να μεγαλώσεις, αποκρίθηκε το φεγγάρι. Έχεις μια αγέλη να προσέξεις, είσαι πατέρας κι αρχηγός.

Ο Ντίνγκο αλυχτούσε κάθε βράδυ και τα ζωάκια έκλαιγαν και αυτά για πολύ καιρό. Όμως τα μωρά τους άρχισαν να φοβούνται τις κραυγές του λύκου και ρωτούσαν τους δικούς τους γιατί ο λύκος αλυχτά.

Η όψη του άλλαξε, έγινε άγρια και δεν είχε όρεξη να φάει αλλά ούτε και να πιει. Αδυνάτισε, έσκυψε το κεφάλι.

Καθώς περπατούσε στο χιόνι είδε ίχνη αγριογούρουνων… Τότε αποφάσισε να πάρει την εκδίκησή του για την οικογένειά του. Κάτι μέσα του άλλαξε.

Παραμόνευε υπομονετικά και την κατάλληλη στιγμή πήγε με φόρα και σκότωσε όσα πιο πολλά μπορούσε μπροστά στα μάτια της Σαπφώς. Εκείνη δάκρυσε όταν είδε τον Ντίνγκο να παίρνει ένα από αυτά και να κατευθύνεται στη σπηλιά του.

Σκέφτηκε να τον ακολουθήσει, μα φοβήθηκε. Ο Ντίνγκο έδωσε το αγριογούρουνο στα σακατεμένα παιδιά του να φάνε  για να στυλωθούν.

Μην κρίνετε  λοιπόν τον Ντίνγκο τον λύκο. Ξέρετε μόνο το πρόσωπό του, όχι την ιστορία του!

Κάθε πανσέληνο λοιπόν ο Ντίνγκο αλυχτά. Βγάζει μια κραυγή πόνου για την λατρεμένη του γυναίκα Κυνίδα και το μικρό του. Να έτσι:

    – Άου, ου, πονάου, ου, ου, αου!

Από τότε ο Ντίνγκο ο λύκος άρχισε να υιοθετεί στην αγέλη του όποιο ορφανό λυκάκι έβρισκε στην  Ήλχιμο και σκότωνε αγριογούρουνα και άλλα ζώα για να τα θρέψει και να ζήσει… Κι όχι μόνον αυτό, όποτε πήγαιναν οπουδήποτε στα χιόνια μπροστά πηγαίνει ο πιο αδύναμος λυκάκος, ακολουθούν οι γέροι λύκοι, πίσω οι λύκαινες με τα μικρά τους και τελευταίος ο Ντίνγο ο αρχηγός.

Με αγάπη στον

Αριστείδη Παναγιώτη

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη