«Ριτάκι η τσαπερδόνα» γράφει η Μαριάννα Γληνού

Πώς τα είχε καταφέρει το Ριτάκι! Τινάζοντας τη ξανθιά της χαίτη  πέρα-δώθε! Μπλεχτήκαν στα μαλλιά της σειρά οι γαμπροί. Ποιον να πρωτο-διαλέξει! Τον όμορφο ροκά και πολλά υποσχόμενο για  καλά κρυμμένες χάρες,  Λευτεράκη, αδελφό της γυναίκας του πρώτου της ξαδέλφου; Τεφαρίκι πράγμα λέμε! Ένα αγόρι με πυκνές βλεφαρίδες και μάτια λίγο θλιμμένα, που ήξερε να λικνίζεται  στους ξέφρενους ρυθμούς του ροκ-εντ-ρολ και να στριφογυρίζει τα κορίτσια πάνω, πιάνοντας τα από τη μέση, από τα χέρια ύστερα, τσουλώντας τα στη συνέχεια  κάτω απ’ τα πόδια του, στριφογυρίζοντας τα ξανά και ξανά…

 Αν στον χορό είχε τέτοια κράση, φαντάσου στα άλλα τι θα έκανε! «Χτύπα με, αγάπη μου στα βράχια».  Σίγουρα, χωρίς καμιάν αμφιβολία, ναι, ω, ναι, αυτό ήταν! Δεν πειράζει που δεν ήταν βράχια,  αλλά ο από τσιμεντολίθια φτιαγμένος μαντρότοιχος στο πλάι του σπιτιού, πέρα απ’ τα βλέμματα των μαζεμένων για τον εορτασμό της Κυριακής του Πάσχα συγγενών. Η μάνα του το ’χε πάρει χαμπάρι το αλισβερίσι. Ήταν γάτα και το μυριζόταν το δόλωμα από μακριά,  έτσι, ανάμεσα σε τσούγκρισμα αυγών και χορού, του το είπε του κανακάρη της:

-Λευτεράκη, παιδί μου! Σήμερα είναι μέρα γιορτής! Για να φάμε αρνάκι στη σούβλα ήρθαμε. Την υπογραφή σου και την υπογραφάρα σου, να ξέρεις πού τη βάζεις.

 Ε, όχι πως δεν ήξερε! Ήξερε!  Και  το Ριτάκι, όμως, δεν του έπεφτε και λίγο!  Γόης εκείνος; Σαν μια αληθινή κούκλα αυτή! Δέρμα αλαβάστρινο, φούστα στενή στη μέση σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας, και μια μπλούζα χαμόγελο που τόνιζε τον άσπρο σαν κύκνου λαιμό της. Κορμί στητό, σχεδόν αυθάδικο! Με κοίταγμα που «κάρφωνε» κι έλεγε: «Το λέει η καρδιά σου, μάγκα; Έλα να ρίξουμε πυροτεχνήματα, να ομορφύνει ο κόσμος!» Μέρα μεσημέρι πυροτεχνήματα;  Πάρτια είχαμε στη γειτονιά! Ευτυχώς που δεν είχε προλάβει να φυτέψει η οικοδέσποινα και θεία της,  την τριανταφυλλιά εκεί στη γωνιά, γιατί αλλιώς θα θρηνούσαμε πονεμένους πωπούς! Και διπλά ευτυχώς επίσης που κοντά δεν είχε σπίτια!

Έλα μωρέ! Με τον Λευτεράκη ένα ψιλο-πάρσιμο ήτανε (φτου πιπέρια!). Δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο! Συνέχεια δεν θα δινόταν! Θα μπερδευόταν το σόι πρώτα και κύρια. Ο πρώτος της ξάδελφος είχε παντρευτεί την αδελφή του Λευτεράκη. Άρα, αν η μπεσαμέλ έδενε και προχωρούσαμε στα παστίτσια, τα παιδιά του Λευτεράκη και του Ριτακίου, τι συγγένεια θα είχαν, σας ερωτώ! Περαιτέρω δε, η μάνα του Λευτεράκη, δεν θα ήταν και συμπεθέρα της αδελφής της ήδη συμπεθέρας; Εδώ θα κολλούσε με τον απόλυτο ορισμό της έννοιας του το «μπερδέψαμε τα μπούτια μας και πώς να τα ξεμπερδέψουμε». Αν και το Ριτάκι ήταν στην αρχή της καριέρας του και δεν ήταν έτοιμη να προβεί σε δια βίου δεσμεύσεις. Άλλο η εξάσκηση, αδέλφια!

Στο μυαλό του κοριτσιού, λέμε τώρα, η θεία του, μια αλλοπαρμένη φαντασιόπληκτη πενηντάρα, είχε καλά εμφυτεύσει την πεποίθηση τού ότι ήταν πρώτο κομμάτι και ταλεντάρα  κι έπρεπε να διαπρέψει στον  χώρο του θεάτρου.  Της ίδιας, της μέντορος να πούμε, απωθημένο  ήταν η σκάλα του Μιλάνου. Κι επειδή πέρασε από εκεί ως θεατής μα ουχί ως τραγουδίστρια, όπως ήταν ο καημός της, κάθε που έβρισκε την ευκαιρία, έριχνε και ένα «Αααααααααα!» τύφλα να ’χει η άρια νούμερο 47 στα «Κατά Ματθαίον» του Μπαχ! Κρυφογελούσαν τα μουστάκια των παρευρισκομένων είχαν δεν είχαν, μα πώς να έκαναν διαφορετικά, μετά το πέρας του βασάνου, αναφώνιζαν εν χορώ: «Μπράβο, θεία!» Η δε μικρή της αδελφή, θεία επίσης του Ριτακίου, μαζεμένη όμως γιατί είχε έναν άντρα Κέρβερο που ήξερε να κάνει τραχιά τη ματιά και να σηκώνει το χέρι, για το στόμα δεν θα επεκταθούμε, απλά οχετό, έλεγε με χαρά και περηφάνια: «Συγχαρητήρια, Πόπη μου! Πόσο έχασε ο κόσμος! Εσύ θα γινόσουν μεγάλη τραγουδίστρια!»

Η Πόπη της, ήταν μια χοντρούλα, πάντα ακριβά ντυμένη μεγαλο-αστή που η μοίρα την είχε πάρει από το μικρό χωριό που είχε γεννηθεί και την είχε κάνει σύζυγο λογιστού σε εταιρία καυσίμων, ο οποίος τύχαινε να είναι από πραγματικά αριστοκρατική οικογένεια με τον τρόπο της και τα σέα και τα μέα της… Νύχι μακρύ, κόκκινο,  σε χέρια άσπρα με κηλίδες που αν τότε υπήρχαν τα λέιζερ, σίγουρα θα είχε χρησιμοποιήσει για να αφαιρέσει…

«Πουλάκι μου, ομορφούλα μου, καμάρι μου, ηθοποιάρα θα σε φτιάξω εγώ! Αρκεί να ακολουθήσεις τις συμβουλές μου! Κοίτα, χρυσό μου! Πρώτα- πρώτα, πρέπει να βάψουμε ξανθιά τα μαλλιά. Δεν νοείται ηθοποιός μαυρομάλλα! Εσύ με την τσαχπινιά σου και το σκέρτσο σου, θα καταφέρεις να εδραιωθείς! Και τα προσόντα σου, βέβαια! Ποια άλλη έχει το φιδίσιο σου κορμί!»

Κι άρχισε να διαφημίζεται το Ριτάκι και να κουνάει το μηχάνημα ίδια εκκρεμές. Νάζι, σκέρτσο και λίκνισμα, όλα όσα πρόσταζε η σωστή υποκριτική! Ο σύζυγος της επίσης ξανθιάς, σε μια εκτεταμένη εφηβεία,  θείας Πόπης, υποστήριζε πως έπρεπε το Ριτάκι να φοιτήσει σε μία σχολή υποκριτικής, όχι τόσο για το πτυχίο, μα για την εμπειρία, για την επαφή με τα υπέροχα κείμενα των αρχαίων τραγωδών , για την διδασκαλία από τους τόσους χαρισματικούς ηθοποιούς και σκηνοθέτες. Η θεία ήταν κάθετα αντίθετη.

 «Το Ριτάκι μας το ’χει! Δεν χρειάζεται σπουδές και βάσανα… Θα τη διδάξω εγώ τα βασικά της ορθοφωνίας που τα γνωρίζω απ’ έξω κι ανακατωτά και δεν έχει άλλη ανάγκη. Δεν ξέρεις εσύ, Ιωάννη!» Κι έριχνε από μέσα της σωρό τις βλασφημίες στον άτυχο Ιωάννη που η μοίρα τον έριξε στα δίχτυα της. «Ο ανεπρόκοπος, ο άτιμος, το γομάρι, που θα μου πει εμένα τι να κάνω, επειδή ήταν εκείνος τυχερός, άλλος τύχη να μην έχει. Κακό χρόνο να ’χει, με σύγχυσε πάλι!»

Αν τύχαινες μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, σε έναν τους καβγά, το ελάχιστο που θα ευχόσουν θα ήταν ολική κώφωση. Άστραφτε και βρόνταγε το στοματάκι τής αοιδού, έβριζε αριστοκρατικά, όπως όριζε η τάξη του, ο Ιωάννης.

«Μακάριοι οι πτωχοί τώ  πνεύματι, Πηνελόπη!» Αυτό το Πηνελόπη, της το πέταγε ακριβώς την κατάλληλη στιγμή για να την κάνει ηφαίστειο. Μόνο οι συνάδελφοι στον καλλιτεχνικό χώρο είχαν το δικαίωμα να την αποκαλούν έτσι. Οι άλλοι, οι απλοί θνητοί και ειδικά τα γομάρια, δεν έπρεπε ούτε καν να τολμούν!

Έλα , όμως που είχε το δίκιο του ο ανεπρόκοπος! Και το Ριτάκι, αναρωτιόταν κι αυτό,  τα βράδια ειδικά, «μα γιατί δεν έχω ακόμη γίνει πρωταγωνίστρια; Αφού, όλα μου τα έχω. Και δεν ντρέπομαι να τα δείξω κιόλας. Τι, κλεμμένα τα ’χω και θα ντραπώ;» Μη και νομίσετε πως έβρεχε τα μαξιλάρια από τα δάκρυα. Την επαύριον,  θα ‘πρεπε το μάτι να είναι στη θέση του κι όχι φουσκωμένο από το κλάμα. Πώς θα ταίριαζε η ψεύτικη βλεφαρίδα και το έντονο βάψιμο;

Έτσι, σκέφτηκε ν’ αρχίσει τις άλλες  επαφές, αυτές τις δεύτερου, τρίτου, τέταρτου τύπου! Θέλει θυσίες το σανίδι, θεία! Ιδρώτα, παιδεμό, χτύπημα!  Σε ένα γύρισμα το λοιπόν, το Ριτάκι, εκεί που τρεμόπαιζε τη βλεφαρίδα κάγκελο στον ντελικανή συμπρωταγωνιστή, τη δάγκωσε τη λαμαρίνα! Αμ, ήταν για να ’ναι το αγόρι ετούτο. Για πάρτη του ουρλιάζανε σα μανιακές, κορίτσια, νέες, μεσόκοπες και ξερογλείφονταν κομμάτι κι οι θεούσες! Το Ριτάκι ήξερε από άντρες, και τούτο δω το πράγμα ήταν άλλο πράγμα! Αλύγιστο, άγριο, ατίθασο, άπιαστο! Δεν μάσαγε από σκέρτσα και λικνίσματα. Αυτός σε ευπύγους, δούλος δεν γινόταν. Κι οι ηδονοθήκες, πάνω-κάτω ίδιες ήταν, είναι και θα είναι! Και ο άροτος επίσης! Φιλόσοφέ μου εσύ!

Έλα όμως που το Ριτάκι το ήξερε καλά το αμάξωμα! Κατέληξε ο έρμος με καμένα κουζινέτα, και στροφαλοφόρο άξονα για κλάματα… Για τα πιστόνια του τι λόγο να κάνουμε… Με στροφαλοφόρο γάματα, πώς να μετατρέπει,  σε καθημερινή βάση,  προ και μετά φαγητού, την ευθύγραμμη παλινδρομική  κίνηση σε περιστροφική; Ο γιατρός συνέστησε αποχή και ρεκτιφιέ…

 «Παίρνει χρόνο αυτό γιατρέ;» ρώτησε με αγωνία το Ριτάκι.

«Τι να σας πω κυρία μου! Ξέρετε τι πάει να πει, βάρεσε μπιέλα το μηχάνημα;

«Όχι, δεν ξέρω! απάντησε ναζιάρικα η Ρίτα.

Μωρέ ναι, την αλήθεια έλεγε, Δεν ήξερε τι πήγαινε να πει. Μόνο πώς να το κατορθώνει να το παθαίνει κάποιος ήξερε… Κι όταν γύρισαν στο σπίτι, το άγριο, ατίθασο αγόρι, κάτι η μπιέλα του, κάτι το ξερογλείψιμο του Ριτακίου με τον γιατρό, ενώ της το είχε εξηγηθεί αυτός με λόγια  σταράτα στην αρχή της σχέσης τους:

«Άκου, Ρίτα! Αν θέλεις να είμαστε μαζί, τα πολλά σιρόπια σε πολλά πιατάκια, εγώ δεν τα πάω. Εντάξει, ξηγηθήκαμε;»

«Ντάξ…» είπε μέσα από τα δόντια της η Ρίτα.

«Ρίτα, δεν είσαι εντάξει. Άλλα είχαμε συμφωνήσει, άλλα σε βλέπω να κάνεις…»

«Ε, τι να κάνω, αγάπη μου!  Την ηδονοθήκη και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει.

Κι εκεί άρχισαν τα όργανα! Ενάμισι  μήνα έκανε να βγει απ’ το σπίτι το Ριτάκι… Ένεκα  τα μπλαβιασμένα ματάκια κι ένα, σχεδόν καθολικό, διάσπαρτο πρήξιμο όχι από το «χτύπα με στα βράχια, καλέ μου» αλλά από το «πού σε πονεί και πού σε σφάζει».

Έπεσε να πεθάνει η θεία! Να την πήγαιναν στο νοσοκομείο για τα πρέποντα εκτός συζητήσεως. Ο διασυρμός του εν λόγω γόη δεν τους αφορούσε. Συνεπαγόταν όμως, αυτόματα, σούσουρο μεγάλο γύρω από το όνομα της ανερχόμενης ηθοποιού. Τι, πώς και γιατί, ήταν ερωτήσεις που μόνο στη θεία, κι αυτό μέχρι σ’ ένα όριο, μπορούσε να απαντήσει το Ριτάκι. Είχε και μια κρυφο-πίεση η θείτσα,  που δεν ήθελε να παραδεχτεί, φορές- φορές έφτανε την πίεση μπροστινού λάστιχου αυτοκινήτου, αλλά ήθελε να επιμένει πως όχι, για εκείνην δεν είχαν περάσει τα χρόνια. Δεν ήταν φυσιολογικό μία επίδοξη υψίφωνος τραγουδίστρια να πάσχει από υπέρταση!

«Τι να σου λέω τώρα ρε θεία! Αχ, αχ! (και κρατούσε το μαγουλάκι γιατί ένιωθε πως θα της έφευγε κάτι από το πρήξιμο). Μίλησα λίγο, ξέρεις πώς τώρα στον γιατρό, ε, αχ, αχ, θύμωσε το αγόρι μου, Άρη έπρεπε να τον λένε, αχ, αχ, ε, και ακολούθησαν  τα γνωστά… Τι να κάνουμε, είναι ,αχ, αχ , το φελέκι μου μέσα, λίγο ατίθασος ο Άρης μου, αχ, αχ.»

«Τι ατίθασος, πουλάκι μου! Βάρβαρος, σπιούνος, αγριάνθρωπος, αρκουδόμαγκας, σερέτης!»

 Και είχε γίνει το μαγουλάκι τής  θείτσας ντοματούλα τον Αύγουστο. Ένα εγκεφαλικούλι καραδοκούσε στη γωνιά, αλλά φαίνεται, δεν ήταν η ώρα του.

«Άσε με εμένα και θα του δείξω εγώ. Θα τρέχει και δεν θα φτάνει. Αλλά με αφήνεις; Δεν μ’ αφήνεις. Δεν είπαμε πουλάκι μου, δεν ενδίδουμε στον έρωτα;  Έχουμε σκοπό στη ζωή μας εμείς, χρυσό μου!»

 Και άλλαζε τις κομπρεσούλες με το μολυβόνερο, τη μια μετά την άλλη στο πρόσωπο της ανιψιάς της. Να σώσει να φύγει το μελάνιασμα γρηγορότερα.

Πες-πες η θεία, κατόρθωσε να αποτραβήξει το χρυσό της από αυτόν τον αγροίκο.

«Μια φορά προέβη σε αυτές τις ανεπίτρεπτες συμπεριφορές, δεν υπάρχει αμφιβολία, χρυσό μου, σίγουρα θα επαναλάβει. (Δεν χρειαζόταν καθόλου να σκεφτεί την πιθανότητα εάν, λέμε εάν, είχε και κάποιο δίκιο το αγόρι. Δεν έφτανε τόσο μακριά το μυαλό της θείας να σκεφτεί πως αν είχε,  μερικώς λέμε πάντα, δίκιο το αγρίμι, εκείνη είχε καταφέρει τον σκοπό της: να μετατρέψει το χρυσό της σε μια κινούμενη βόμβα του σεξ, που μπορούσε με απερίγραπτη ευκολία να «ρίξει» τον πάσα έναν, αρκεί βέβαια, να γυάλιζε αρκετά! Πώς το’ λεγε η παροιμία, οι πουτάνες  κι οι τρελές έχουν τις τύχες τις καλές; Ε, η θεια θεότρελη κι η ανιψιά ζαργάνα!)

Αχ, αχ!

Το ταξίδι – δικαιολογία στο εξωτερικό διήρκεσε δυο μήνες. Τόσο πήρε να καθαρίσει το προσόψιο. Ε, βοήθησε λιγάκι και το μπλάστρωμα, όλα καλά! Κι άρχισαν τα γυρίσματα μιας ταινίας, και γνώρισε το Ριτάκι τον σκηνοθέτη, κι άρχισε να απλώνει τα πλοκαμάκια του… Δεν ήταν αγόρι-πειρασμός! Δεν ήταν  να το πιάνεις και να θες να τον νταχτουρντίζεις στα ποδαράκια σου με τις ώρες! Λίγωμα ήθελε, πάστωμα, κάνα δυο συνεδρίες, γιατί ο στροφαλοφόρος του δεν κράταγε και για πολλά-πολλά!

Κι έγινε το Ριτάκι  σύζυγος σκηνοθέτου, με τιμές και με δόξες! Πρωταγωνίστρια με φωσφορίζοντα  γράμματα, μπα,  όχι, αλλά τι σημασία είχε η γνώμη του κοινού; Η γνώμη της θείας, του σκηνοθέτη, (ήξερε δεν ήξερε αυτός, αλλά οι συνεδρίες, μάνα μου γαρδικιώτισα και χαβιαρομανέστρα, άξιζε λίγο γλυκόλογα και αξίωση το Ριτάκι, αφού το πήγαινε και το έφερνε το γράμμα, μη σας πω πως το διάβαζε κιόλας!) και η δικιά της, μη την ξεχνάμε…

Ήρθε και πέρασε ο καιρός, όπως και κάνει πάντα, κι άρχισε να θαμπώνει το προσωπάκι, ζητούσε όλο και περισσότερο πάστωμα για να θυμίζει τη νεανική του λάμψη. Και χώρισε το κακόμοιρο, μετά από κάποια χρόνια, γιατί δεν είχε εκτοξευθεί η καριέρα της όσο επιθυμούσε  η θείτσα.

«Ίδια μοίρα είχαμε, πουλάκι μου εμείς! Την αξία μας, κανένας δεν την εκτίμησε όσο της έπρεπε. Αλλά εμείς, δεν το βάζουμε κάτω, έτσι χρυσό μου;» της είπε η θεία, προτρέποντάς την να χωρίσει και από τον αχαΐρευτο και ατάλαντο, τελικά, σκηνοθέτη.

Είναι της μοίρας τους των πετυχημένων αστεριών να ψάχνουν όλο και καινούριους ουρανούς, τι να λέμε…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη