«Πόσο πολύ σ’ αγάπησα», γράφει η Νίκη Μπλούτη Καράτζαλη

«Θα πας στο νεκροταφείο να φροντίσετε για τον λάκκο. Πρέπει να είναι εκεί κι ένας δικός μας. Θα σε κατατοπίσει ο νεκροθάφτης. Θα σε περιμένει…» μου είπε ο θείος Νίκος, αφού μου εξήγησε πού ακριβώς ήταν και τι έπρεπε να κάνω.

Ξεκίνησα  με βαριά καρδιά. Τι να κάνω; Δεν είχα άλλη επιλογή. Δεν ήθελα να με λένε, το μαμόθρεφτο της Δέσποινας απ’ την πρωτεύουσα. Το μόνο  που τόλμησα να ρωτήσω είναι ‘’τέτοια ώρα;’’ καθώς έβλεπα τον ήλιο να βασιλεύει πίσω απ’ το βουνό. Ο θείος δε μου απάντησε. Απλά χαμογέλασε και με χτύπησε τρυφερά στην πλάτη.

Πριν μια ώρα είχε πεθάνει η γιαγιά. Η γιαγιά που την είχα δει δυο τρεις φορές στη ζωή μου. Μάνα της μάνας μου. Κι έπρεπε να κάνουμε εκταφή στα λείψανα του παππού και να ετοιμάσουμε τον τάφο, μ’ ενημέρωσε ο θείος. Τον παππού ποτέ δεν τον γνώρισα. Ο κλήρος έπεσε σε μένα, επειδή όλα τα άλλα εγγόνια της ήταν κορίτσια.

Σ’ όλο τον δρόμο σκεφτόμουνα πώς έμπλεξα έτσι. Όλα ξεκίνησαν με το τηλεφώνημα του θείου, δυο μέρες πριν τον ερχομό μου στο χωριό.

«Πρέπει να ανέβεις. Η γιαγιά χαροπαλεύει. Σήμερα, αύριο θα φύγει σίγουρα. Σου είχε μεγάλη αδυναμία παιδί μου. Το πατρικό το έγραψε σε σένα, να το ξέρεις. Κάν’το για την ψυχή της μάνας σου…» μου είχε πει  στο τηλέφωνο.

Είχαμε πολλά χρόνια να μιλήσουμε. Απ’ την κηδεία της μάνας μου. Είχαν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια από τότε. Μόλις είχα τελειώσει το Λύκειο ήταν που τη χάσαμε.

Όλο εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα, μετά απ’ αυτό το τηλέφωνο. Προσπαθούσα να βρω δικαιολογίες για να αποφύγω αυτή τη στενόχωρη ιστορία. Αλλά η τελευταία φράση του θείου, ‘’κάν’το για την ψυχή της μάνας σου’’, είχε χτυπήσει ένα ευαίσθητο καμπανάκι μέσα μου. Αποφάσισα να πάω. Να δω και το σπίτι, σκέφτηκα, που θα είναι πια δικό μου. Δεν ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται. Μπορεί να κατάφερνα να το πουλήσω και να έκανα μια δουλειά δικιά μου αργότερα.

Στο χωριό της μάνας μου ζήτημα να είχα ανέβει δυο τρεις φορές όταν ήμουνα παιδί. Ένα μικρό χωριό που το χειμώνα σκεπάζεται απ’ το χιόνι, όπως στα παραμύθια. Εκείνη το λάτρευε, θυμάμαι. Όλο για τα παιδικά της χρόνια μάς μιλούσε. Δεν πηγαίναμε όμως συχνά, επειδή οι γονείς της δε συμπαθούσαν τον πατέρα μου κι έτσι απομακρύνθηκε η μάνα κι απ’ τους άλλους συγγενείς της.

Περπάτησα κάνα πεντάλεπτο απ’ το σπίτι του θείου, όταν διέκρινα από μακριά τα ψηλά κυπαρίσσια που δέσποζαν στο χώρο του νεκροταφείου. Η άνοιξη ήταν στις δόξες της, κι είχε στολίσει τη φύση τριγύρω με τα γιορτινά της. Τα άνθη απ’ τις λεμονιές και τις πορτοκαλιές που προσπερνούσα στο διάβα μου, σκορπούσαν στον αέρα ένα μεθυστικό άρωμα. Με το που δρασκέλισα το κατώφλι του νεκροταφείου, έμεινα άναυδος με την τάξη και την ομορφιά που επικρατούσαν στον χώρο. Ήταν το πιο όμορφο νεκροταφείο που είχα δει μέχρι τότε, όχι πως είχα πάει και σε πολλά, αλλά τουλάχιστον αυτό που είχαμε τη μάνα μου στην Αθήνα, δεν είχε καμία σχέση. Καθώς χάζευα τριγύρω, ακολουθώντας συγχρόνως και τις οδηγίες του θείου για το πού έπρεπε να κατευθυνθώ, απέσπασε την προσοχή μου η δυνατή φωνή ενός άντρα που στεκόταν δυο τρία μέτρα πιο πέρα, μπροστά σ’ ένα μνήμα.

«Καλώς όρισες αφεντικό…» μου είπε, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση.

Τον κοιτούσα ερωτηματικά. Νόμισα πως με πέρασε για άλλον, για να με προσφωνεί έτσι.

«Έλα, πιάσε την αξίνα να ξεκινήσουμε, βασίλεψε ο ήλιος…’’ με παρότρυνε αμέσως μετά, δίνοντάς μου μια αξίνα.

«Κάτσε όμως, να συστηθούμε πρώτα…» συμπλήρωσε χαμογελαστός και μου άπλωσε το χέρι του.

«Είμαι  ο Παναγιώτης, ο νεκροθάφτης… εσένα πώς σε λένε;»

«Δημήτρη…» του απάντησα μουδιασμένος.

Πρώτη μου φορά έβλεπα νεκροθάφτη. Αλλιώς τους είχα πλάσει στη φαντασία μου μέσα απ’ τα βιβλία που είχα διαβάσει. Ψηλούς, ασθενικούς, με γαμψή μύτη και άγρια θωριά. Αυτός ήταν πολύ διαφορετικός. Θα τολμούσα να πω, πως ήταν ο πιο όμορφος άντρας που είχα συναντήσει στη ζωή μου. Ψηλός, ευρύστερνος, με καστανά σγουρά μαλλιά και τεράστια χαμογελαστά μάτια.

«Αααα… Σου δώσανε το όνομα του παππού σου, ε; Θα χαρεί, λοιπόν, που θα σε δει εδώ σήμερα ο μπαρμπα-Μήτσος…» είπε μ’ ένα χαμόγελο που φώτισε τα μάτια του.

Ύστερα άνοιξε τις χούφτες σου, τις έφτυσε και τις έτριψε καλά μεταξύ τους. Έπιασε την αξίνα κι έκανε το σημείο του σταυρού με ευλάβεια πάνω απ’ το χώμα κι άρχισε να σκάβει. Ξεκίνησα κι εγώ σιωπηλός, να κάνω ότι κι αυτός. Πρώτη φορά που έπιανα αξίνα στα χέρια μου.

«Αν ήξερα πως είσαι παιδαρέλι θα είχα κιόλας ξεκινήσει, αλλά βλέπεις το έθιμο προστάζει, να είναι κι ένας συγγενής παρόν στη διαδικασία. Ο γιος της Δέσποινας δεν είσαι; Κόρη τής συγχωρεμένης δεν ήταν η μάνα σου;» Με ρώτησε σηκώνοντας τα μάτια του πάνω μου.

«Ναι…» απάντησα μέσα απ’ τα δόντια μου, συνεχίζοντας το σκάψιμο.

«Ωραία, συνέχισε να σκάβεις και σε κάνα μισάωρο που θα έχουμε ξεμπερδέψει, θα σε κεράσω κι ένα κρασάκι εκεί στο καμαράκι μου, που ’χω τα εργαλεία. Εκτός κι αν δε μας καταδέχεσαι… Έφερες το κρασί;»

«Ποιο κρασί;» έκανα απορημένος.

«Αυτό που θα πλύνουμε τα λείψανα του παππού σου μόλις τον ξεθάψουμε. Δε σου ’δωσε το κρασί και τη μαξιλαροθήκη ο θείος σου ο Νίκος;» με ρώτησε λίγο αγχωμένος με την παράλειψη του θείου.

«Δεν μου έδωσε τίποτα…» τον βεβαίωσα αμήχανα.

«Τέλος πάντων. Ας συνεχίσουμε να μη μας πιάσει η νύχτα και μόλις τελειώσουμε με το σκάψιμο θα πεταχτείς στο σπίτι να τα φέρεις, μέχρι να βάλω τα λείψανα στη λεκάνη και να τα ξεπλύνω καλά με το νερό για να φύγουν τα χώματα. Μετά θα τους ρίξουμε κρασί και θα τυλίξουμε το κρανίο με καθαρό μαντήλι. Θα το ασπαστούμε κι οι δυο και θα τα βάλουμε ένα ένα μες στη μαξιλαροθήκη. Αυτή θα την τοποθετήσουμε μέσα στο φέρετρο στα πόδια της γιαγιάς σου…» μου είπε αναφέροντας αναλυτικά τη διαδικασία, καθώς συνέχιζε να σκάβει.

Ανατρίχιασα με τις περιγραφές του. Ξανάρχισα κι εγώ το σκάψιμο, αλλά ένιωθα να με λούζει κρύος ιδρώτας μετά απ’ όλα αυτά τα περίεργα που άκουσα.

«Καμιά προσευχή ξέρεις; Πρέπει να πούμε μια προσευχή μόλις τα ξεπλύνουμε…» με ρώτησε αμέσως μετά.

«Το Πάτερ ημών…»ψέλλισα με κόπο κι ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή.

Συνεχίσαμε κι οι δυο να σκάβουμε σιωπηλοί. Για αρκετή ώρα ακουγόταν ένα μονότονο ‘’γκαπ γκουπ’’, σε τακτή επανάληψη, που έσκιζε τη σιωπή ανάμεσά μας. Κάποια στιγμή ο νεκροθάφτης, μου έκανε νόημα να σταματήσω. Είχαμε φτάσει στο φέρετρο τού παππού.

Αμέσως μετά, ακούσαμε την κόρνα ενός αυτοκινήτου και διέκρινα από μακριά στην είσοδο, τη φιγούρα του θείου Νίκου να μας πλησιάζει. Ένιωσα ανακούφιση όταν τον είδα. Θάρρεψα πως ερχόταν να αναλάβει τον ρόλο μου, σ’ αυτή την ιδιαίτερη διαδικασία. Έφτασε κοντά μας κρατώντας στα χέρια του ένα γυάλινο μπουκάλι με κρασί και μια άσπρη μαξιλαροθήκη διπλωμένη στα τέσσερα. Τα έδωσε στον νεκροθάφτη κι αυτός τα άφησε κάτω στο χώμα, δίπλα σε ένα ματσάκι βασιλικό. Ο θείος αφού έριξε μια ματιά στον λάκκο να ελέγξει σε ποιο σημείο βρισκόμαστε, μας άφησε να συνεχίσουμε τη δουλειά μας, επειδή ήτανε βιαστικός, μας είπε. Έπρεπε να περάσει απ’ την αγορά να προμηθευτεί κονιάκ και παξιμάδια για το ξενύχτι της νεκρής.

«Ευτυχώς έχουνε περάσει δέκα χρόνια απ’ τον θάνατο του παππού σου. Δε θα έχουμε πρόβλημα. Πρέπει να έχουν περάσει τουλάχιστον τρία χρόνια, ξέρεις, για να λιώσουν τα λείψανα. Καμιά φορά δεν έχουν λιώσει. Εξαρτάται βέβαια, από τη μορφολογία του εδάφους κι απ’ την ιδιοσυγκρασία του σώματος. Αν έχουν πάρει φάρμακα και τέτοια πράγματα. Μην ανησυχείς, όμως, ο παππούς σου θα έχει λιώσει σίγουρα…» με ενημέρωσε ξανά ο νεκροθάφτης, καθώς χώθηκε μες στον τάφο για να ξεκινήσει τη διαδικασία.

Μόλις αντίκρισα τα λείψανα του παππού κι είδα τον ψηλόσωμο άντρα να σκύβει από πάνω του και να τα παίρνει ένα ένα στα χέρια του, ψέλνοντας ταυτόχρονα, ‘’προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος’’, αισθάνθηκα τα πόδια μου να λυγίζουν και τις δυνάμεις μου να μ’ εγκαταλείπουν. Ένιωσα να χάνω το φως μου και να σωριάζομαι καταγής.

Άνοιξα με κόπο τα μάτια μου όταν ο Παναγιώτης με έλουσε με μια κανάτα νερό και τον είδα να στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου χαμογελαστός.

«Φοβήθηκες βρε μπαγάσα; Τόσο λιγόψυχος είσαι; Έλα, σήκω πάνω. Θα φροντίσω εγώ τα υπόλοιπα. Πρέπει να πας σπίτι. Θα ανησυχεί ο θείος σου. Αν βαρεθείς το ξενύχτι και θέλεις παρέα θα με βρεις εδώ. Έλα να σε κεράσω ένα κρασάκι…»

Όλοι οι συγγενείς είχανε μαζευτεί στο παλιό πέτρινο σπίτι τής γιαγιάς -αυτό που κληρονόμησα, όπως μου εξήγησε ο θείος μου- για να την ξενυχτήσουν. Κάθισα μέχρι αργά κοντά τους, ανάμεσα στους άντρες που πάλευαν μέσα από διάφορες συζητήσεις, πίνοντας κονιάκ για το συγχώριο,  να σπρώξουν την ώρα να κυλήσει, για να κρατήσουν ζωντανό το έθιμό τους. Γύρω στα μεσάνυχτα, βγαίνοντας στο μπαλκόνι να κάνω ένα τσιγάρο, θυμήθηκα την πρόσκληση τού Παναγιώτη κι ένιωσα την ανάγκη να τον ανταμώσω ξανά. Χωρίς να το πολυσκεφτώ πήρα τον δρόμο για να τον συναντήσω.  Όταν πλησίασα στο νεκροταφείο άκουσα τη μελωδική φωνή του και διέκρινα τη σκιά του, να κάθεται σ’ ένα πεζουλάκι δίπλα σ’ ένα μνήμα γραντζουνώντας τις χορδές μιας κιθάρας.

‘’Πόσο πολύ, πόσο πολύ,

πόσο πολύ σ’ αγάπησα  ποτέ δε θα το μάθεις

Απ’ τη ζωή, απ’ τη ζωή μου πέρασες

κι αλάργεψες κι εχάθης

καθώς τα διαβατάρικα κι αγύριστα πουλιά

Πόσο πολύ σ’ αγάπησα, ποτέ δε θα το μάθεις

 Κι αν δεν προσμένεις να με δεις,

Κι εγώ εγώ πως θα ξανάρθεις, εσύ του πρώτου ονείρου μου

γλυκύτατη πνοή

 Αιώνια θα το τραγουδώ, κι εσύ δε θα το μάθεις,

πως οι στιγμές που μου ’δωσες, αξίζουν μια ζωή

Πόσο πολύ σ’ αγάπησα, ποτέ δε θα το μάθεις…’’


Ακούστε το τραγούδι ‘Αγάπη (Πόσο πολύ σ’ αγάπησα)’


Με γοήτευσε η βαθιά βραχνή φωνή του. Έμεινα καθηλωμένος στη θέση μου να τον ακούω. Όταν μ’ αντιλήφθηκε πως στεκόμουνα καμιά δεκαριά βήματα πιο πίσω, φωτίστηκε το πρόσωπό του απ’ τη χαρά του που ξαναγύρισα. Σηκώθηκε ενθουσιασμένος και με κάλεσε κοντά του για να μου δείξει τον τάφο της αγαπημένης του γυναίκας.

«Δεν πιστεύω να έχεις δει πιο όμορφο μνήμα; Κοίτα, με τα χεράκια μου τα φρόντισα όλα…»

Πλησίασα με συστολή κι έριξα μια ματιά γύρω μου. Η φλόγα που τρεμόπαιζε στο αναμμένο καντηλάκι, φώτιζε τη φωτογραφία μιας νεαρής γυναίκας. Το μνήμα ήταν χτισμένο με πέτρα πελεκημένη και στο πάνω μέρος, αντί για μάρμαρο, είχε φυτεμένα κάθε λογής ανθισμένα λουλούδια που ανέδυαν μια γλυκιά, ευχάριστη μυρωδιά γύρω τους.

Ύστερα με χτύπησε απαλά στην πλάτη και μου είπε να τον ακολουθήσω στο καμαράκι με τα εργαλεία του, στην άκρη του νεκροταφείου. Διαβαίνοντας ανάμεσα στα φροντισμένα μνήματα με τα αναμμένα καντήλια και τις μυρωδιές που σκορπούσαν τα ανθισμένα λουλούδια, ένιωθα ένα δέος να με τυλίγει, σαν στοργικό χάδι από χέρι αγαπημένου.

Μέσα σ’ ένα βράδυ, σ’ εκείνο το καμαράκι με τα εργαλεία της δουλειάς του, που με προσκάλεσε να του κάνω συντροφιά, έμαθα την ιστορία της ζωής του.

«Από τότε που έχασα τη Λενιώ μου  κάθε βράδυ τη βγάζω εδώ. Φοβόταν πολύ το σκοτάδι. Η κόρη μου δεν το γνωρίζει. Φεύγω σαν κυνηγημένος αργά τα βράδια κι έρχομαι να της κάνω συντροφιά. Τα χαράματα γυρίζω σπίτι… Η Αντιγόνη δε γνώρισε τη μάνα της. Τη χάσαμε μετά τη γέννα. Η μικρή μέχρι τα δέκα της χρόνια, μεγάλωσε με τη μάνα μου. Αφού πέθανε κι αυτή, μείναμε μετά οι δυο μας. Δούλευα μέρα νύχτα στα χωράφια τότε, για να μη σκέφτομαι. Έφτιαξα πρώτα ένα ωραίο σπίτι για την κόρη μου, μάζεψα κι ένα καλό κομπόδεμα για να καταφέρω να τη σπουδάσω κι ύστερα τα παράτησα. Νοίκιασα όλα μου τα χωράφια σε συγχωριανούς μου.  Έγινα νεκροθάφτης πριν δέκα χρόνια, όταν πέθανε ο προηγούμενος. Ζω απ’ τα ενοίκια κι από έναν κουτσομισθό που μου δίνουν για να φροντίζω το νεκροταφείο. Μ’ αρέσει πολύ όμως να τους περιποιούμαι όλους. Είδες πώς τον έχω φτιάξει τον τόπο; Κανονικό χωριό! Με τα παρτέρια του, με τα δέντρα του, με τα πέτρινα μονοπάτια του! Πιάνουν τα χέρια μου σε όλα. Ανάβω κάθε απόγευμα πενήντα με εξήντα καντήλια στους ανθρώπους που είναι μονάχοι τους…»

Τα λόγια του ήταν ένας χείμαρρος, καθώς μιλούσε για τη ζωή του. Τον άκουγα σιωπηλός και μαγεμένος.

«Εσύ τι δουλειά κάνεις;» με ρώτησε κάποια στιγμή, γεμίζοντας τα ποτήρια μας με κρασί για δεύτερη φορά.

«Σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων δουλεύω, στην Αθήνα…» του είπα σηκώνοντας το ποτήρι με το κρασί μου για να του ανταποδώσω τον χαιρετισμό.

Δεν ήμουνα μαθημένος να πίνω, και το κρασί, μαζί με δυο κονιάκ που ήπια στο σπίτι είχαν βαρύνει το κεφάλι μου.  Ένιωθα να με παρασύρουν σε μια γλυκιά ζαλάδα.

«Πώς και δεν την έφερες εδώ τη μάνα σου να τη θάψεις; Να τη φέρεις, θα στην προσέχω εγώ. Τη θυμάμαι αχνά, όμορφη γυναίκα ήταν. Στα πόσα χρόνια τούς ξεθάβουν στην Αθήνα, σας είπανε;» με ρώτησε με αληθινό ενδιαφέρον.

«Δεν ξέρω. Τα έχει αναλάβει η αδερφή μου αυτά…» του απάντησα, νιώθοντας λιγάκι άβολα να συζητάμε τα δικά μου.

«Να ρωτήσεις. Θα σε βοηθήσω κι εγώ άμα θες να τη φέρουμε. Στην ανάγκη θα κατέβω και στην Αθήνα να το κάνουμε παρέα, όπως εδώ με τον παππού σου. Να την ξεθάψουμε λέω…»

«Θα δούμε…»,είπα λιγάκι μουδιασμένος απ’ την πρότασή του.

Αμέσως, όμως, μου πέρασε απ’ το μυαλό η σκέψη, πως η πρότασή του δεν ήταν άσχημη, μιας κι η μάνα μου θα το επιθυμούσε πολύ να ξαναγυρίσει στον τόπο της.

«Θα μείνεις μέρες; Έμαθα πως κληρονόμησες τη θειά Κατίνα. Τώρα έχεις σπιταρώνα στο χωριό. Γιατί δεν έρχεσαι πάνω; Μείνε τουλάχιστον για το Πάσχα. Αυτές τις γιορτές είναι πολύ όμορφα εδώ. Είμαι και ψάλτης στην εκκλησιά, κάτσε να μ’ ακούσεις τη Μεγαλοβδομάδα που έχει τα πιο όμορφα τροπάρια…», συμπλήρωσε χαμογελαστός στο τέλος κι άρχισε να ψέλνει:

«Τον νυμφώνα σου βλέπω, Σωτήρ μου,

κεκοσμημένον και ένδυμα ουκ έχω,

ίνα εισέλθω εν αυτώ˙

λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής,

φωτοδότα, και σώσον με».

Με συνέπαιρνε η φωνή του. Είτε όταν μου μιλούσε, είτε όταν τραγουδούσε ή έψελνε. Ασκούσε πάνω μου μια ακαταμάχητη γοητεία κι έμενα να τον παρακολουθώ προσηλωμένος σε κάθε του λέξη.

«Τι λες; Θα μείνεις; Για πάντα εννοώ…»με ρώτησε ξανά με το πιο σοβαρό του ύφος.

«Τι δουλειά να κάνω εδώ;» Τον ρώτησα χαμογελώντας με την επιμονή του.

«Θα σου δώσω τα χωράφια μου να τα δουλέψεις. Θα σου μάθω τα πάντα. Δεν είναι και δύσκολο. Αρκεί να μην είσαι τεμπέλης, όλα τ’ άλλα μαθαίνονται. Μπορείς ν’ ανοίξεις κι ένα συνεργείο αν θέλεις. Θα σε παντρέψω και με την κόρη μου…’’ συμπλήρωσε στο τέλος ενθουσιασμένος, κι εγώ γέλασα αυθόρμητα.

*

Σήμερα η γιαγιά κλείνει δέκα χρόνια πεθαμένη. Πρέπει να την ξεθάψουμε. Το έχουμε αναλάβει εγώ κι ο Παναγιώτης. Πέθανε ο θείος Νίκος κι ήταν επιθυμία του να τον βάλουμε μαζί με τους γονείς του.

Καθώς σκάβω, σκέφτομαι πόσο άλλαξε η ζωή μου μέσα σ’ εκείνη τη βδομάδα, που ανέβηκα για πρώτη φορά σ’ αυτόν τον τόπο. Ήρθα σ’ αυτό το χωριό για την κηδεία της γιαγιάς μου, μετά από την πρόσκληση του θείου Νίκου και κατέληξα να μείνω για πάντα. Η γνωριμία μου με τον Παναγιώτη έπαιξε καταλυτικό ρόλο σ’ αυτή μου την απόφαση. Μέσα σ’ ένα βράδυ αναπτύχθηκε μια όμορφη φιλία μεταξύ μας. Μου θύμιζε έντονα τον Ζορμπά του Καζαντζάκη, τον αγαπημένο μου ήρωα των παιδικών μου χρόνων. Έντονη προσωπικότητα. Συναρπαστική ιστορία.

Δέκα χρόνια μετά και βρίσκομαι, από τότε, τακτοποιημένος πια, σ’ αυτό το μικρό χωριό της μάνας μου. Παντρεμένος με μια όμορφη δασκάλα, την κόρη τού νεκροθάφτη.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη