Δεν έβρεχε πια όπως χθες
και λαμποκοπούσε η ταράτσα μου
με την πρόβλεψη του νέου ορόφου
και κάτω τα πεζοδρόμια με τα σκουπίδια
λαμποκοπούσαν κι αυτά βρεγμένα.
Ναι ξέρω, είναι φριχτή εικόνα στην άκρη
του ματιού που υπεισέρχεται κρυφά
και με βασανίζει όταν κατεβαίνω τις σκάλες
και βγαίνω στην μπόχα των έγχρωμων
σκουπιδιών που νεκρά αναπαύονται.
Η επόμενη σκηνή είναι ένας νέος όροφος
αυξάνοντας καθ’ ύψος την καταραμένη πόλη
με την προοπτική των κρεμασμένων
πλυμένων ρούχων μέσα στην αιθάλη
και των καυσαερίων αποκάτω στον δρόμο.
[Από την ανέκδοτη συλλογή “Πυρήνες Ομίχλης”]
Αφήστε το σχόλιο σας