Στην μικρή μου πόλη ήταν ένας καφενές. Μέσα μαζεύονταν ίδια κεφάλια. Μέσα μαζεύονταν. Κι η μόνη μου παρηγοριά ήταν που εσύ πάντα έστεκες και τους κορόιδευες απ’ έξω. «Ρεμάλια», τους έλεγες, «πουλημένοι, υποκριτές, αλήτες!». Κι έπειτα έφτυνες στο χώμα, κλώτσαγες δυο χαλίκια με λύσσα κι έφευγες. Με τα χέρια στις τσέπες, πάντα με τα χέρια στις τσέπες. Μην τύχει και σου απλώσει κανείς χειραψία κι αναγκαστείς ή να λεκιαστείς ή να βρίσεις.
Ακόμα κι όταν κάθοσαν και κάπνιζες κοιτάζοντας στραβά τη βιτρίνα, ήσουν η παρηγοριά μου. Έβλεπα την αντανάκλαση της σιωπής σου στα τζάμια και καμάρωνα. Ήταν κι η φωνή η δική μου, η σιωπή σου. Όλοι μέσα. Εσύ έξω. Πάντα έξω. Εγώ έξω να παρηγοριέμαι και να καμαρώνω. Πάντα να παρηγοριέμαι.
Ώσπου μια μέρα σε είδα να φωνάζεις θυμωμένα. Να χειρονομείς. Ν’ ανεμίζεις στον αέρα μια σφεντόνα, ορφανή, χωρίς πέτρα. Κι εκείνοι χειροκρότησαν. Ίδια κεφάλια όλοι, ίδια χειροκρότησαν. Και συ ανάσαινες βαριά. Και τα υγρά σου μάτια γυαλίζανε. Κι οι κόμποι του ιδρώτα στο μέτωπό σου γυαλίζανε κι αυτοί, αθώοι ακόμα. Κι ήσουνα μέσα. Ήσουνα μέσα… Το ‘νιωσα προδοσία. Έτσι το ‘νιωσα. Προδοσία…
Ο καφενές δεν είναι πια. Τον έκαψα. Μην με μαρτυρήσεις.
“Κι ήσουνα μέσα. Ήσουνα μέσα… Το ‘νιωσα προδοσία.”
Όταν αποκαλύπτονται τόσο μικροί, τόσο λίγοι εκείνοι που στήριξαν κάποια σου όνειρα… πόση πίκρα κι απογοήτευση…
Πολύ δυνατό, Κατερίνα μου!
Χαίρομαι που σου άρεσε Βάσω μου. 🙂
Όντως πολύ δυνατό Κατερίνα.
Εδώ δεν αγαπιέται ούτε τη προδοσία ούτε ο προδότης! Συγκλονιστικό κείμενο!