Προσκόλληση. Λέξη ελληνικότατη και σύνθετη – γραμματικά και πρακτικά. Η βασικότερη και επικρατέστερη ερμηνεία της, για μας τους ενήλικες, είναι η απρόσκλητη διείσδυση σε ομάδα φίλων ή γενικότερα σε μία «κλειστή» κοινωνική ομάδα. Αυτό που λένε και στο χωριό μου, τσιμπούρι. Το τσιμπούρι είναι, ως γνωστόν, παράσιτο, το οποίο τρέφεται με αίμα, που απορροφά από το δέρμα των θηλαστικών στα οποία παρασιτεί.
Έτσι ακριβώς, λοιπόν, υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι προκειμένου να επιτύχουν κάποιον σκοπό τους, μάχονται με νύχια και με δόντια, όχι μόνο να εισχωρήσουν αλλά και να γίνουν κατά το δυνατόν αρεστοί σε κάποιους κύκλους συναναστροφών.
Τα κίνητρα της προσκολλήσεως πολλά και ποικίλα, αναλόγως το τσιμπούρι, με συγχωρείτε, ήθελα να πω τον… άνθρωπο. Κάποια από αυτά, τα συνηθέστερα, είναι η κοινωνική ανέλιξη, το οικονομικό όφελος, η ανάγκη προσωπικής προβολής λόγω επιτηδεύματος, η επίδειξη στον περίγυρό τους των δήθεν φίλων και διασυνδέσεών τους για να περνιούνται κι αυτοί για «κάποιοι», ακόμα και η δημιουργία απλής καβάτζας για να βγουν όταν ξεμένουν από τη συνηθισμένη τους παρέα. Τραγικό και εντελώς αναξιοπρεπές θα μου πείτε, κι όμως ισχύει…
Οι της προσκολλήσεως, λοιπόν, αποτελούν κατηγορία από μόνοι τους, με συνέπειες επιβλαβέστατες μερικές φορές για τους… ξενιστές. Λογικά θα διερωτηθείτε γιατί. Ο κίνδυνος έγκειται στην τεχνική τού προς προσκόλληση και στην αντίσταση του αντικειμένου στην υπερβολική έκθεση σε κάθε λογής γλύκες, τούμπες και λοιπές λοβιτούρες. Γιατί όσο να το πεις, σε όλους αρέσουν τα κομπλιμέντα, κι αν δεν είσαι ζυγισμένος με την πάρτη σου εύκολα μπορεί να ενδώσεις σε κενές, μα όμορφα περιτυλιγμένες, μπαρούφες! Βλέπετε η προσκόλληση δεν είναι απλή υπόθεση. Θέλει τέχνη. Να ξέρεις καταρχάς να ανιχνεύεις, μετά να εστιάζεις και τέλος να προσεγγίζεις. Να ξέρεις να εκφράζεις τον θαυμασμό σου σε τουλάχιστον πενήντα (που είναι και της μόδας) παραλλαγές. Γιατί άντε και υπάρχει ένας κάποιος θαυμασμός πες, μια κάποια εκτίμηση. Πρέπει πρώτον να τα εκφράσεις με πειθώ, δεύτερον στον υπερθετικό βαθμό και τρίτον να βρεις και την κατάλληλη λέξη, που θα χαϊδέψει τα αυτιά του… αντικειμένου. Οπότε πρέπει, κατά βάση, να ξέρεις και να σκύβεις και να γλύφεις. Μεταφορικά βεβαίως, αν και ενίοτε το σκύψιμο φτάνει στο κατάλληλο ύψος και για το γλύψιμο… κυριολεκτικά. Ανάλογα πόσα είναι διατεθειμένος να θυσιάσει ο καθένας στο βωμό του συμφέροντος.
Στην πλειονότητά τους, τέτοιου είδους άνθρωποι είναι, ανασφαλείς, ανώριμοι, πολλές φορές δουλοπρεπείς, με κρίση ή έλλειψη ταυτότητας, με έλλειψη ορθής ανατροφής, με κόμπλεξ κατωτερότητας ή ανωτερότητας – ανάλογα τη «σκαγιά» του καθενός –, τάσεις αριβισμού και ιδεασμό κοινωνικής καταξίωσης και αναγνώρισης. Κοινώς… μακριά από μας κι ας είναι κι ένα μέτρο!
Βέβαια, τέτοιες συμπεριφορές δεν είναι αδικαιολόγητες και τις περισσότερες φορές οι ρίζες τους είναι βαθιές και φθάνουν έως και τη βρεφική ηλικία ενός ατόμου. Ο ίδιος ο όρος «προσκόλληση», μάλιστα, προέρχεται από τον JohnBowlby (1907-1990), Βρετανό ψυχίατρο και ψυχολόγο, ο οποίος ανέπτυξε τη Θεωρία Προσκόλλησης, που έχει αναγνωριστεί ως μία από τις σημαντικότερες Θεωρίες στην Ψυχολογία. Έτσι, με απλά λόγια, η υπερβολική αφοσίωση και εξάρτηση των παιδιών προς τους γονείς τους και ιδιαίτερα προς τη μητέρα τους, η ανάγκη τους για προστασία, φροντίδα, τροφή και ζεστασιά, που έχουν ως βρέφη και μικρά παιδιά, μπορεί να έχουν εντέλει μια εξέλιξη ως ένα συμπεριφορικό μοντέλο με κοινωνική βάση και αντίστοιχες επιρροές ως ενήλικες.
Όμως, δεδομένου ότι μεγαλώνοντας υποτίθεται πως αποκτάμε εμπειρίες, πως παραδειγματιζόμαστε από τον περίγυρο και την ίδια τη ζωή μας, μέχρι ποιά ηλικία είναι δόκιμο να δικαιολογούμε τέτοιες συμπεριφορές;
Κατά βάθος, αυτός που κατακτά, ή αποκτά (στην προκειμένη περίπτωση, μιας και το να κατακτήσεις κάτι απαιτεί ιδιαίτερο μόχθο), το οτιδήποτε λόγω κυρίως της πάσης φύσεως προσκολλήσεώς του, το ξέρει μέσα του και το κουβαλά, πώς δεν τα κατάφερε με το… σπαθί του. Και κατά βάθος αλλά και κατά… πλάτος η προσκόλληση και κυρίως τα κίνητρά της δεν είναι στ’ αλήθεια αρεστά σε κανέναν. Ούτε είναι ωραίο να γινόμαστε βάρος ή να προκαλούμε τελικά αποστροφή και απέχθεια ως βδελυροί αυλοκόλακες και καιροσκόποι.
Ο καθένας από μας έχει σαφώς τις ιδιαιτερότητες και τις αδυναμίες του. Τα defaut [1] μας. Όμως και όλοι μας έχουμε τη δυνατότητα της επιλογής. Της επιλογής του ποιοί θέλουμε να είμαστε, ανεξαρτήτως καταγωγής, ανατροφής ή ανάγκης.
Ας προσέχουμε γιατί, αν η προσκόλληση μετατραπεί σε χρόνια, μπορεί και μεις να μετατραπούμε με τη σειρά μας σε κάτι σαν αδέσποτα κατοικίδια – ο περίγυρός μας μάς λυπάται και μεις συνηθίζουμε στα ξεροκόμματα που μας πετάνε…
[1] Από το γαλλικό defaut, που σημαίνει ελάττωμα.
Αφήστε το σχόλιο σας