Λατρεμένη μου ελληνική γλώσσα! Είναι απίστευτο το πόσες ελληνικές λέξεις υπάρχουν που μπορούν να περιγράψουν, σε διάφορες διαβαθμίσεις, την ίδια έννοια – εν προκειμένω την μωρία! Περιγραφικές ή μονολεκτικές, οι επεξηγήσεις της έννοιας, πλην της ίδιας της ετυμολογίας της λέξης, είναι υπέρ του δέοντος αρκετές. Πράγμα που με κάνει να αναρωτιέμαι, γιατί οι αρχαίοι ημών πρόγονοι –κατά κύριο λόγο– αναλώθηκαν τόσο στο να καλύψουν εκτενώς και εν τω βάθει αυτή τη συγκεκριμένη έννοια; Να προβλημάτιζε από τότε η μωρία των Ελλήνων άραγε ή θεωρούσαν μεγάλο το εύρος των μωρών (διανοητικά και όχι ηλικιακά) και επομένως άξιο εκτενούς επεξήγησης;
Μωρία. Ετυμολογικά συνδέεται με το μωρός ή μῶρος – ο ανόητος, ο χαζός. Όπως λέμε το μικρό, το μωρό, να χαρώ, να χαρώ, να χαρώ! [1] Γενικότερα, μωρία εστί η μειωμένη ή περιορισμένη νοημοσύνη, διανοητική ή πνευματική ανεπάρκεια, ένδεια – φτώχεια πνεύματος, έλλειψη νου, ανεγκεφαλία, ολιγοφρενία, ολιγόνοια, ευήθεια, ηλιθιότητα, βλακεία, ανοησία, χαζομάρα, μικρόνοια και πάει λέγοντας και θίγοντας, όποια σας αρέσει περισσότερο την κρατάτε. Θα μου πείτε «ευχαριστώ δεν θα πάρω» και θα μου ξινίσετε και κομμάτι αλλά λίγη μωρία, έστω σε κάποιον τομέα της ζωής μας, όλοι μας την κουβαλάμε. Οπότε διαλέξτε τουλάχιστον την έκφραση που σας κάθεται πιο εύηχα βρε παιδί μου! Εμένα, για παράδειγμα, μου αρέσει ιδιαιτέρως το «ω, αγαθέ!», όχι με την Πλατωνική έννοια [2] βεβαίως, ούτε καν με την θρησκευτική αλλά με κείνη, την τελείως διαστρεβλωμένη αλλά καλοπροαίρετη, την «σε βρίζω μεν αλλά χωρίς κακία, αφού είσαι αγαθιάρης, τι να σε κάνω ντε!», την υπεράνω ας το πούμε.
Το είχε πει ο μακαρίτης ο Αλβέρτος, πως «Μόνο δύο πράγματα είναι άπειρα: το σύμπαν και η ανθρώπινη βλακεία και ως προς το σύμπαν διατηρώ κάποιες αμφιβολίες» [3] και ποιά είμαι εγώ να τον αμφισβητήσω, μια χαρά το είπε ο άνθρωπος. Και πολλές φορές μάλιστα, αν και δυστυχώς, η κακία κάποιων εξηγείται ως καθαρή, απλή βλακεία τελικά. Και όμως, πόσοι και πόσοι εντελώς ακατάλληλοι για οποιοδήποτε αξίωμα, με παντελή έλλειψη στοιχειωδών ικανοτήτων, υπό αυτή την έννοια, δεν έφτασαν μέχρι και πλανητάρχες! Τί, ψέματα να πω;
Αχ! Πάνε εκείνες οι παλιές, καλές μέρες, που αν ήθελε κάποιος να σε προσβάλει, δικαίως ή αδίκως δεν έχει σημασία τώρα, σου πέταγε ένα «Λυπάμαι πολύ αλλά είστε βλαξ!». Μπροστά στη χυδαιολογία που λουζόμαστε τώρα στην εποχή μας, τέτοιες εκφράσεις ηχούν στα αυτιά μου σχεδόν σαν κομπλιμέντα! Αν μη τι άλλο, πρόδιδαν μιάν ανατροφή, ένα τακτ, δεν τα ‘καναν όλα ίσωμα, που λένε και στο χωριό μου.
Τώρα από το «μωρή» θα σηκωθείς, στο «μαλάκα» θα πέσεις, που παρεμπιπτόντως είναι και αυτή άλλη μία έκφραση, που δηλώνει ότι ο υβριζόμενος υστερεί τουλάχιστον σε ένα πράγμα, κάπου είναι λίγο λειψός τελοσπάντων. Αν πεις δε, «αυτός είναι και χαζός και μαλάκας», πάει, τα ‘πες όλα, πόσο πιο βαθιά να τον θάψεις τον άνθρωπο πια!
Οι γνώμες, πάντως, για το αν είναι καλό ή κακό να είσαι λιγουλάκι (έως και πολύ) μωρή ή μωρός, διχάζονται. Θα μου πείτε, μα υπάρχει άνθρωπος να βλέπει τη μωρία ως προτέρημα; Ε, λοιπόν, ναι. Υπάρχει. Και πρώτα – πρώτα οι ίδιοι οι μωροί. Όχι, κάντε μου τη χάρη, ρωτήστε κάποιον που θεωρείτε της αυτής κατηγορίας, τί γνώμη έχει για τον εαυτό του και μετά ελάτε να το συζητήσουμε πάλι. Όχι πως όλοι οι υπόλοιποι είμαστε διάνοιες, έτσι; Απλώς, δεν είναι όλα τα δάκτυλα ίσα, που έλεγε κι η μακαρίτισσα η γιαγιά μου, τονίζοντας τη διαφορετικότητα. Μετά, είναι κι εκείνες οι παροιμίες, που μας κάνουν κι αναρωτιόμαστε, βρε μπας;… Σου λέει, για παράδειγμα, «οι πουτάνες κι οι χαζές έχουν τις τύχες τις καλές». Οπότε, εσύ κορίτσι από σπίτι, με τα πιάνα σου και τα μπαλέτα σου, που ήλιος δεν σε είδε πριν ενηλικιωθείς και που σου κόβει και λίγο τελοσπάντων, πού πας; Πού πας, λέω!
Απ’ την άλλη, έρχεται η παραβολή Των Μωρών Παρθένων [4], που μας λέει δεν πα’ να ‘στε παρθένες, άσπιλες κι αμόλυντες, μυαλό έχετε; Το χρησιμοποιείτε; Προνοείτε για το καλό σας; Πώς στην ευχή θα οικονομήσετε την Βασιλεία των Ουρανών με τα μυαλά που κουβαλάτε, ω αγαθές! Είστε χαζές; Στην απ’ έξω, ξεπαρεού [5]. Και πολύ καλά τα λέει, δηλαδή, παραβολή είναι, μεταφράστε την! Όχι βρε, δεν σημαίνει πως άμα είσαι παρθένα είσαι και χαζή. Ούτε το ανάποδο…
Φιλοσοφώντας το κάποιοι, θα μπορούσαν να πουν πως, μερικές φορές, το να αντιλαμβάνεσαι πολλά και να διαφέρεις από τον μέσο όρο, μπορεί να θεωρηθεί και κατάρα. Σου προσθέτει άγχος. Σε απομονώνει ίσως. Σε υποβάλει σε έναν διαρκή εσωτερικό διάλογο. Μπορεί και να σε οδηγήσει στην άλλη άκρη, αυτή του σνομπισμού. Χμ… Δεν ακούγεται καλό.
Κάποιες φορές η μωρία πάει αγκαζέ με την κουτοπονηριά, την δολιότητα, την οκνηρία. Κάποιες άλλες κάνει καλή παρέα με την αγαθότητα, την πραότητα, την ανιδιοτέλεια.
Οπότε, μήπως όλα τελικά επαφίενται στην ικανότητα αλλά και τη διάθεσή μας για μετριοφροσύνη, εγκράτεια, ταπεινοφροσύνη;
«Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι ότι αυτών εστί η βασιλεία των Ουρανών» [6]. Και με το «πτωχοί τω πνεύματι» δεν εννοούνται οι μωροί… Αυτό θα ήταν εύκολο.
[1] Αναφορά στο λαϊκό άσμα «Το μωρό», σε πρώτη εκτέλεση από την Δούκισσα και σε στίχους και μουσική του Τάκη Μουσαφίρη.
[2] Αναφορά στην «Πολιτεία» του αρχαίου ημών φιλοσόφου Πλάτωνα.
[3] «Μόνο δύο πράγματα είναι άπειρα: το σύμπαν και η ανθρώπινη βλακεία και ως προς το σύμπαν διατηρώ κάποιες αμφιβολίες»: Έκφραση που αποδίδεται στον Albert Einstein, Φυσικό. Έγινε περισσότερο γνωστός ως θεμελιωτής της Θεωρίας της Σχετικότητας και έχει βραβευτεί με το Νόμπελ Φυσικής. Ίσως, κατά πολλούς, ο σημαντικότερος επιστήμονας του 20ου αιώνα.
[4] Αναφορά στην Παραβολή Των Μωρών Παρθένων, από την ακολουθία της Μεγάλης Τρίτης, όπως τη βρίσκουμε στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (25:1-13).
[5] Ξεπαρεού: στην αργκό σημαίνει «φύγε από ‘δω, πάρε δρόμο, κοπάνα τη».
[6] «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι ότι αυτών εστί η βασιλεία των Ουρανών»: αναφορά στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (5:3).
Αφήστε το σχόλιο σας