“Περί Ματαιοδοξίας και λοιπών ενδυμάτων”, γράφει η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα

«Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης» (Εκκλ. 1, 2).

Σ’ αυτόν τον κόσμο τον φθαρτό, όλα κάποτε θα γίνουν σκόνη, θα μείνουν ως ανάμνηση κι αυτή ακόμα με ημερομηνία λήξης. Τα πλούτη, η δόξα, οι απολαύσεις, η εξουσία, οι διασκεδάσεις, αυτό το ίδιο το σαρκίο που φορούμε ως ένδυμα στην αθάνατη ψυχή μας, όλα θα σβήσουν στο πέρασμα του αδυσώπητου χρόνου.

Οπότε, να ζει κανείς ή να μη ζει; Ιδού η απορία. [1] Σκληρή η πραγματικότητα και το μυαλό μας δυσκολεύεται… Δεν είναι πως δεν την κατανοεί, τουναντίον. Την κατανοεί και μάλλον προτιμά να την παραβλέπει. Διότι πώς αλλιώς μπορούν να δικαιολογηθούν αυτά που κάνουμε;

Θα σας εξηγήσω τι εννοώ με ένα παράδειγμα. Το σπίτι μου είναι μικρό συγκριτικά με το χωριό μου. Το χωριό μου είναι μικρό συγκριτικά με την πρωτεύουσα. Η πρωτεύουσα είναι μικρή συγκριτικά με τον πλανήτη. Ο πλανήτης είναι μικρός συγκριτικά με το άπειρο Σύμπαν. Κι έτσι όλοι μας, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο, τρέχουμε ακατάπαυστα σε κύκλους, τρέχουμε γύρω από τον εαυτό μας, σαν να τα σκυλιά που κυνηγούν την ουρά τους. Τρέχουμε να προλάβουμε να μεγαλώσουμε, να σπουδάσουμε, να παντρευτούμε, να γεννήσουμε, να δουλέψουμε, να χτίσουμε ένα σπίτι, να αγοράσουμε ένα εξοχικό, να πάμε δυό ταξίδια, να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας, που θα σπουδάσουνε κι αυτά με τη σειρά τους, που θα παντρευτούνε, που θα γεννήσουνε, που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντήλι, ντίλι, ντίλι, ντίλι… [2]

Και να ‘ταν μόνο αυτά, καλά θα ήμασταν. Αυτά ήταν τα βασικά, πώς λέμε βασική εκπαίδευση; Αυτό. Γιατί πάει πολύ πιό μακριά η βαλίτσα. Κι έτσι είμαστε όλοι εχθροί. Σώνει και ντε πολεμάμε να χωρίσουμε τη γη, τη θάλασσα, τον ουρανό, το νερό, τον ορυκτό πλούτο του πλανήτη, τον αέρα που αναπνέουμε, τους άσπρους από τους μαύρους, τους «μπλε» απ’ τους «κόκκινους», τους «άπιστους» από τους θρησκευάμενους, τους φτωχούς από τους πλούσιους…

Αλήθεια, ας μου θυμίσει κάποιος, γιατί είπαμε πως έχουμε φτωχούς και πλούσιους; Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν από την πείνα και τις αρρώστιες; Γιατί τρωγόμαστε αναμεταξύ μας σαν τα κοκόρια για δυό μέτρα γη, που δεν είναι και δική μας στο φινάλε, φιλοξενούμενοι είμαστε σ’ αυτόν τον πλανήτη… Γιατί αιματοκυλιόμαστε για μια θρησκεία, μια ιδεολογία; Α, θυμήθηκα, μην μπείτε στον κόπο, ευχαριστώ! Είναι αυτά τα «κάποια» συμφέροντα, που εξυπηρετούνται. Κι αυτοί οι «κάποιοι» που κυβερνάνε τον κόσμο! Σωστά… Παραλίγο να μου διαφύγει… Πόσοι είναι επιτέλους αυτοί; Γιατί ο συνολικός πληθυσμός της γης αγγίζει τα επτά και κάτι ψιλά δισεκατομμύρια νοματέους… Μπροστά σ’ αυτούς τους λίγους, εμείς οι υπόλοιποι τι κάνουμε; Και, επιτέλους, κορακοζώητοι είναι αυτοί οι λίγοι; Δεν θα πεθάνουν ποτέ; Ή έχουν βρει τρόπο να κουβαλήσουν μαζί τους προίκα στο διάολο (γιατί εκεί θα πάνε, ο παράδεισος δεν τους ταιριάζει) όλα όσα μαζεύουν εδώ; Μήπως τελικά έχουμε γίνει όλοι ανάλγητοι και καλοπερασάκηδες, επιβεβαιώνοντας το λαϊκότερο «ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο… Νικολής μας» – δε θα κολλήσουμε στο όνομα τώρα!

Κυνηγάμε, λοιπόν, ως επί το πλείστον πράγματα κενά. Πράγματα που δεν προάγουν την καλή πλευρά της φύσης μας. Δεν προάγουν τον πολιτισμό. Δεν αφήνουν κληρονομιά για τις μετέπειτα γενιές. Και δεν αναφέρομαι στα ντουβάρια (τα έργα αρχιτεκτονικής τέχνης της αρχαιότητας εξαιρούνται). Γενικά δεν αναφέρομαι ούτε στις τέχνες, ούτε στα γράμματα. Αναφέρομαι σε ευγενείς, αφηρημένες έννοιες, που τείνουν να ξεχαστούν ή έχουν «παραμορφωθεί» σε βαθμό κακουργήματος, όπως ισότητα, αλληλεγγύη, ομόνοια, σεβασμός, ελευθερία, δημοκρατία, αγάπη… Ο σκοπός δεν είναι να συντηρούμε μια ελίτ προνομιούχων ανθρώπων, προσπαθώντας να εισχωρήσουμε εμείς ή τα παιδιά μας σε καλύτερα δεδομένα διαβίωσης, διατηρώντας κάστες… Διαφορετικά, όχι απλά ματαιοδοξούμε αλλά ματαιοπονούμε κιόλας.

Φυσικά δεν εννοώ να το ρίξουμε όλοι στη νηστεία και τον διαλογισμό φορώντας για σώβρακο ένα φύλλο συκής. Καλό είναι κι αυτό, αλλά μόνο του δεν φτάνει. Ούτε βεβαίως να δεχόμαστε το άλλο άκρο, έχοντας ιερουργούς ντυμένους την Άρτα και τα Γιάννενα [3] προς δόξα και τιμή του Πανάγαθου, γιατί είμαι σίγουρη πως μόνο αυτό δεν περιμένει ο Κύριος εις ένδειξιν αγάπης και πίστης, καθότι ως γνωστόν «το ράσο δεν κάνει τον παπά» [4]…  Να δημιουργούμε, ναι, αλλά να μην γίνεται αυτοσκοπός. Να μην αναλωνόμαστε σε ένα ατέρμονο, αγχώδες ταξίδι αναζήτησης πλούτου, φήμης, νεότητας, ομορφιάς… Να μην εμμένουμε στα υλικά αγαθά, να προσπαθούμε και να φροντίζουμε για το «όλον», είτε αυτό περιλαμβάνει τον πλησίον μας, είτε αυτό εμπερικλείει την οντότητά μας στο σύμπαν.

Προσπαθούμε να αφήσουμε το σημάδι μας σε αυτή την απεραντοσύνη. Δεν είναι κακό. Αρκεί να μην είναι αυτό που μας καθορίζει ως προσωπικότητες.


[1] Από τον «Άμλετ», του Άγγλου συγγραφέα William Shakespeare.

[2] Από το παιδικό τραγούδι «Ντίλι, ντίλι το καντήλι», από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975.

[3] «Φόρεσε την Άρτα και τα Γιάννενα», λαϊκή ρήση, που σημαίνει «όλος ο πλούτος της γης». Τα συρμάτινα ή χυτά κοσμήματα της Ηπείρου, τα περίφημα «τζοβαΐρια», ήταν κάποτε (κυρίως επί εποχής Τουρκοκρατίας) ξακουστά και εκτός της ελληνικής επικράτειας. Η έκφραση «Η Άρτα με τα Γιάννενα» επικράτησε έκτοτε και σημαίνει «όλος ο πλούτος της γης», με τη διαφορά ότι πολλές φορές πλέον χρησιμοποιείται για να υποδείξει το υπερβολικό στόλισμα.

[4] Λαϊκή παροιμία, που σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν αποκτάει αξία από την εξωτερική του εμφάνιση.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη