Πως σας φαίνεται το νούμερο 3.600; Θα μου πείτε εξαρτάται τι μετράμε. Θα σας πω ότι μετράμε χρόνο. Τον δικό μας χρόνο. Με το δευτερόλεπτο. 3.600 δευτερόλεπτα ισούνται με μία ολόκληρη ώρα της ζωής μας.
Μία ημέρα, όπως συνηθίζουμε να την λέμε κι ας είναι μέσα κι η νύχτα, ορίζεται ίση με 24 ώρες ή 1.440 λεπτά ή 86.400 δευτερόλεπτα. Σε επίπεδο ώρας, μία ώρα είναι ίση με 60 λεπτά ή 3.600 δευτερόλεπτα. Θα διερωτηθείτε, ίσως, προς τι αυτή η αναγωγή. Μα για να το εμπεδώσουμε καλύτερα, μιας και ως γνωστόν «όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος». [1]
Κι αν σας φαίνεται λίγη μία ώρα της ζωής μας, αν το νούμερο 3.600, επειδή αναφέρεται σε δευτερόλεπτα, σας φαίνεται μικρό, προσπαθήστε να φανταστείτε τον εαυτό σας μέσα σε αφόρητους πόνους επί μία ώρα. Αιώνας, ε; Τώρα προσπαθήστε να σας φανταστείτε μία ώρα να πλέετε σε πελάγη ευτυχίας. Κλάσμα του δευτερολέπτου κι ούτε. Σωστά; Όλα, επομένως, εξαρτώνται από το τι ζούμε και πώς το ζούμε. Τα πάντα είναι σχετικά και ανάλογα.
Λοιπόν, σας έχω νέα. Αυτά τα 3.600 δευτερόλεπτα της μίας ώρας της ζωής μας, που ίσως σας φάνηκαν λίγα και αμελητέα μπροστά στο σύνολο των χρόνων που ζούμε και θα συνεχίσουμε να ζούμε, είναι και οι πιθανότητές μας να πεθάνουμε. Μέσα σε μία ώρα. Κάθε ώρα. Εντάξει, σύμφωνα με τον νόμο των πιθανοτήτων, ίσως κάτι λιγότερο. Αν και οι πιθανότητες εξετάζουν τον τρόπο, το χρόνο, τον τόπο του θανάτου, όχι την πιθανότητα του συγκεκριμένου συμβάντος. Αλλά έτσι, για χάρη του παραδείγματος, ας πούμε εμείς ότι είναι τόσες. Τώρα πως σας φαίνονται; Και δεν σας είπα και το καλύτερο. Κανείς, απολύτως κανείς, δεν μπορεί να μας εγγυηθεί ότι θα ζήσουμε για χρόνια ακόμα. Ούτε καν αν θα ζούμε το επόμενο λεπτό. «Η μόνη εγγύηση που μας έχει δοθεί είναι ότι θα πεθάνουμε». [2]
Κι εκτός κι αν έχεις κάποια Θεία επιφοίτηση ως προς την ώρα του θανάτου σου άνθρωπε, «το πότε θα πεθάνεις είναι σαν το μεγάλο δάκτυλο του ποδιού σου… Δεν είναι στο χέρι σου». [3] Τότε, τι είναι αυτό που μας δίνει τέτοια αλαζονεία στην αντιμετώπιση και της δικής μας της ζωής, μα και της ζωής των υπολοίπων γύρω μας;…
Υπό κανονικές συνθήκες δεν τον επιλέγουμε εμείς τον θάνατό μας. Ξέρουμε όμως πολύ καλά, από τότε που αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε τον εαυτό μας ακόμα, ότι σίγουρα κάποια στιγμή θα πεθάνουμε. Όπως και ξέρουμε ότι και όσοι αγαπάμε ή απλά νοιαζόμαστε ή μόνο γνωρίζουμε ή μας είναι παντελώς αδιάφοροι – δεν πα’ να κόψουν και το λαιμό τους, επίσης θα πεθάνουν. «Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει». [4] Τόσο απλά. Τότε προς τι τόση έκπληξη; Στενοχώρια ναι. Δεκτή. «Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον,…» [5] – και τι άλλο μπορεί να κάνει κάποιος μπροστά στην τελεσίδικη, ανεπίστρεπτη αυτή κατάσταση… Δεν τον εννοούμε όμως τον θάνατο. Αλλιώς δεν θα μας εξέπληττε τόσο δυσάρεστα.
«Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.» [6] Μήπως αυτό είναι που μας καθηλώνει, μας αγανακτεί, μας λυπεί; Η μοναξιά; Το ότι δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε τον αγαπημένο, που μεταβαίνει σε μία άλλη κατάσταση; Το ότι θα αφήσουμε πίσω αγαπημένους όταν έρθει ή ώρα μας να πάρουμε την άγουσα; Ή μήπως μας φοβίζει η ενδεχόμενη ακόλουθη του θανάτου κατάσταση; Υπάρχουν φυσικά και κάποιοι που δεν πιστεύουν πως υπάρχει μετάβαση. Μπορεί, τελικά, να μας τσαντίζει απλά αυτή η αδυναμία μας να ελέγξουμε κάτι τόσο βασικό στη ζωή μας, όσο ο θάνατος… Ίσως τίποτε από όλα αυτά ή και όλα αυτά μαζί, αναλόγως της στάσης ζωής του καθενός μας, της θρησκείας που προσκυνάμε, των πιστεύω που πρεσβεύουμε, του εσωτερικού μας διαλόγου…
Οπότε, μήπως για να μην μας κάνει κάποια στιγμή έκπληξη ο θάνατος και μας πιάσει εντελώς απροετοίμαστους, να ψιλοετοιμαζόμασταν και λίγο; Κι αν αναρωτηθείτε πως είναι δυνατόν να είναι κάποιος έτοιμος έναντι του θανάτου, λοιπόν, θα σας πω πως είναι και παρά είναι μάλιστα. Αν εξαιρέσουμε τις πορωμένες συνειδήσεις, που δυστυχώς είναι κι αυτές μέσα στο φάσμα του ανθρώπινου χρωματολογίου, το να έχουμε την καρδιά μας ελαφριά και τη συνείδησή μας ήσυχη, είναι κι αυτό μια ετοιμασία, δεν νομίζετε; Ο τρόπος και ο βαθμός δυσκολίας ποικίλει. Αλλά δεν είναι δα και καμιά επιστήμη. Κατά βάσει, αν και θα ακουστεί υπεραπλουστευμένο, τρεις λέξεις είναι όλες κι όλες που αποτελούν τους πυλώνες του ευ ζην – αγαπώ, ευχαριστώ, συγχωρώ.
Εγώ θα προσθέσω και το μετανοώ και το δέομαι. Γιατί «Ποία τοῦ βίου τρυφὴ διαμένει λύπης ἀμέτοχος; Ποία δόξα ἕστηκεν ἐπὶ γῆς ἀμετάθετος; Πάντα σκιὰς ἀσθενέστερα, πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα. μία ῥοπὴ καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται»… [7] Και θα ήθελα να είμαι σε θέση να πω όταν έρθει η ώρα μου «Πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου». [8] Απλά και ήρεμα. Χωρίς δυσάρεστες εκπλήξεις.
[1] Λαϊκή παροιμία
[2] 25η Ώρα, Διήγημα της Κατερίνας Ευαγγέλου – Κίσσα
[3] Αρκάς, ‘Έλληνας δημιουργός κόμικς
[4], [5], [7] Αποσπάσματα από τη Νεκρώσιμο Ακολουθία
[6] Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, Γιάννης Ρίτσος
[8] Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον ‐ κγ’ 46
Αφήστε το σχόλιο σας