“Περί Ευγένειας και λοιπών καλύψεων”, γράφει η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα

Μια φορά κι έναν καιρό, τα πολύ, τα πάρα πολύ παλιά τα χρόνια, η ευγένεια θεωρούταν προνόμιο μιάς ελίτ ανθρώπων, συνήθως πλουσίων έως εξευτελιστικά πλουσίων, που κληρονομούσαν αυτό το προνόμιο μαζί με λοιπούς τίτλους ιδιοκτησίας και κοινωνικής ή διοικητικής διαβάθμισης – γνωστότεροι οι τελευταίοι και ως τίτλοι ευγενείας. Δεν νοείτο, λοιπόν, τότε να έχεις κάποιον τίτλο (με ή ακόμα και χωρίς περιουσία) και να μην είσαι ευγενής.

Έπρεπε να γνωρίζεις γραφή και ανάγνωση και ενίοτε να απαγγέλεις τα άπαντα του Σαίξπηρ, τουλάχιστον. Από μνήμης. Αν μιλούσες δε και ξένες γλώσσες (που ήταν ψιλο-υποχρεωτικό, εδώ που τα λέμε) ανέβαινες κλάση αυτόματα.  Έπρεπε να γνωρίζεις να τρως «σαν άνθρωπος», χρησιμοποιώντας το πιατάκι σου και το πιρουνάκι σου ή ό,τι άλλο σερβίτσιο προσέφερε η εκάστοτε εποχή κι όχι σαν αγριόχοιρος, που σκάβει το χώμα σαν να θέλει να ξεκάνει όλες τις κουκουμπέλες [1] του δάσους. Να ξέρεις από μουσική, να παίζεις και κάποιο όργανο – μουσικό, εννοείται. Να μπορείς να σταθείς σε ένα χορό που απαιτούσε να μετράς βήματα κι όχι να κοτσαμπ’δάς [2] εδώ κι εκεί σαν να ‘χει πάρει φωτιά ο πάτος σου, μετά συγχωρήσεως. Και, φυσικά, να γνωρίζεις και να ακολουθείς τη μόδα. Ναι, μανδάμ, τη μόδα, γιατί; Μέχρι και οι των σπηλαίων είχανε τα στολίδια τους. Που είχαμε μείνει; Α, ναι. Έπρεπε, λοιπόν, να ξέρεις τι ύφασμα φοριέται, με ποιά περούκα, τι μακιγιάζ, τι άρωμα (για νερό και σαπούνι ούτε λόγος, εξόν κι αν ήσουν του αρχαιότερου επαγγέλματος – το γένος άνευ σημασίας), τι παπούτσι, τι σωβρακοφανέλες…

Πάνω απ’ όλα αυτά, όμως, έπρεπε να ξέρεις να φέρεσαι και να μιλάς ευ-γε-νι-κά. Να αγωνίζεσαι στην ξιφασκία, στην ιππασία και λοιπά ευγενή αθλήματα. Να ενδιαφέρεσαι ενεργά για πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια και λοιπές ευγενείς έννοιες και σκοπούς, καταστρώνοντας σχέδια και εφαρμόζοντας στρατηγικές μεταξύ τυρού και οίνου (αχλάδι, ευχαριστώ, δεν θα πάρουμε), στέλνοντας στα πεδία των μαχών όλους τους υπόλοιπους εκτός απ’ τα παιδιά σου, παίρνοντας σβάρνα πολλές φορές και τους αμάχους. Διδασκόσουν να σέβεσαι τη γερουσία και την εξουσία, απευθύνοντάς τους το λόγο στον πληθυντικό – ο πληθυντικός ευγενείας των βασιλέων μάλλον εξαιρείται.

Γενικά, τώρα που το σκέφτομαι, ο πληθυντικός ήταν κάποτε πολύ της μοδός. Διαχώριζε, τρόπον τινά, τους ευγενείς απ’ τους… πτωχούς πληβείους. Αν είχες αβρά χέρια και αβρούς τρόπους, τότε μπάνιζες από μακριά πως δεν ήξερες και πολλά από μόχθο, κρύο, πείνα. Κάποτε. Τότε που η ευγένεια πήγαινε αγκαζέ με το προσεγμένο μανικιούρ, τις ωραίες υποκλίσεις, τα χειροφιλήματα, τις κολακείες, τα στυλιζέ χαμόγελα και τις υποκριτικές συμπεριφορές. Ώπα. Η περιγραφή της τελευταίας πρότασης κάτι μου θυμίζει! Ναι, να πάρει η ευχή, ίδια η κατάστασή μας και σήμερα! Τελικά, μερικές αξίες μένουν αναλλοίωτες στο χρόνο μου φαίνεται…

Τώρα, θα μου πείτε, δεν υπάρχουν εξαιρέσεις; Καλέ, πως δεν υπάρχουν! Υπάρχουν οι εξαιρέσεις εκείνων των ανθρώπων, τότε και τώρα, που δεν χρησιμοποιούν την ευγένεια ως πάσης φύσεως κάλυψη (πλην των ενδυμάτων) αλλά την θεωρούν ως μέγιστο προσόν και την ενστερνίζονται ως τρόπο ζωής. Οι άνθρωποι εκείνοι, τότε και τώρα, που ανεξαρτήτως οικονομικής επιφάνειας, η ευγένεια αναβλύζει από μέσα τους. Οι άνθρωποι εκείνοι που δεν γνωρίζουν από τα παραπάνω ή αν γνωρίζουν επιλέγουν να μην τα ασπάζονται. Οι άνθρωποι εκείνοι, τότε αλλά και τώρα, που επιδιώκουν την πνευματική και ψυχική τους καλλιέργεια, αναπόσπαστη αρετή των οποίων θεωρούν την ευγένεια…

Με δύο λόγια, για να το κάνω λιανά, αν κάποιος σας μιλά με το «σεις» και με το «σας», σας ανοίγει πόρτες να περάσετε, πληρώνει και δε χρεώνει, χαμογελά, θαυμάζει, επαινεί και δεδομένης μίας μικρής παρεξήγησης ή ασυνεννοησίας σας κατεβάζει δυό καντήλια -όχι για να τα πλύνετε, ούτε για να τ’ ανάψετε-, τρία μπινελίκια -όχι από αυτά που τρώγονται μετά συνοδείας μπύρας και λοιπών οινοπνευματούχων της παρέας- και στάζει το χείλι του φαρμάκι, ε, θα σας το πω. Δεν το ‘χει με την ευγένεια. Μπορεί να το προσπαθεί αλλά ούτε το έχει καταλάβει, ούτε το νιώθει μέσα του βαθιά ότι «Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία» [3]. Γιατί ναι, η δική σου ελευθερία, άξεστε φίλε μου, σταματά εκεί που ξεκινά η δική μου. Και γιατί κι εγώ θα μπορούσα αναίτια (ή και αιτιολογημένα πολλές φορές) να «στα χώσω» και να μην ξέρεις κατά πού να κάνεις, αλλά διαλέγω να μην. Δεν είναι υπέροχο;


[1] κουκουμπέλες: τα μανιτάρια

[2] κοτσαμπ’δάς: Θεσσαλιώτικος ιδιωματισμός – σημαίνει χοροπηδάς εδώ κι εκεί

[3] Από την Ωδή «Εις Σάμον», του ποιητή Ανδρέα Κάλβου

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη