“Περί Διακριτικότητας και λοιπών κοψιμάτων”, γράφει η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα

Γάμος, βαπτίσια, συχώριο, μια απλή βόλτα για καφέ, μιά μάζωξη γονέων και κηδεμόνων, δυό ξαπλώστρες σε μια παραλία, μια Κυριακή στην εκκλησία. Συναθροίσεις κάθε είδους και με πάσα αφορμή. Άνθρωποι μόνοι, δύο – δύο ή και παραπάνω σε παρέες. Μόνο γυναίκες, μόνο άνδρες ή και ανάκατοι. Το μόνο απολύτως απαραίτητο συστατικό μία κάποια οικειότητα μεταξύ τους οι άνω του ενός. Και μετά δώσε και σώσε!

Ύφος συνωμοτικό, ελαφρύ σκύψιμο προς την εκάστοτε παρέα, χαμήλωμα φωνής και βλέμμα γεμάτο νόημα: «Κόψε φάτσα! Κοίτα-κοίτα-κοίτα! Διακριτικά!» Δανεικό το παράδειγμα της… φάτσας. Το οτιδήποτε μας προκαλεί έξω από τα συνηθισμένα μας ή τα γούστα μας είναι εν δυνάμει αντικείμενο σχολιασμού. Του καλοπροαίρετου σχολιασμού ή της αγαθής κοινωνικής κριτικής (ξεκινάμε με φτυάρι νούμερο 4, το μικρό, και φτάνουμε έως το μέγεθος ερπυστριοφόρου εκσκαφέα), που τόσο λατρεύουμε να ασκούμε όλοι κατά καιρούς. Ακόμα και οι πιο συγκρατημένοι και οι πιο σκληροπυρηνικοί, κάποια στιγμή, με κάποια αφορμή, ε, θα ενδώσουν στο σπορ. Αφού έχει γούστο!

Πάνω απ’ όλα όμως, μας χαρακτηρίζει η διακριτικότητα. Παιδιόθεν μπορώ να σας πω. Αφού έτσι μας μαθαίνουν απ’ το σπίτι μας, αυτή είναι η αγωγή μας. Αν πεις δε για την λατρεμένη μου Ελληνική επαρχία, εκεί κι αν πάει γόνα [1] η διακριτικότητα!  Να σας φέρω παράδειγμα. Γάμος φίλης. Σε χωριό. Έρχεται η ώρα του «η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» κι ακούγεται ένα έντονο και απότομο σούρσιμο «ΚΡΑΟΥ!».  Όλες οι μανιές [2] είχαν σηκωθεί αυτοστιγμεί όρθιες προκειμένου να δουν καλά εάν η νύφη θα πατήσει το πόδι του γαμπρού, όπως ήταν παλιά το έθιμο. Διακριτικότατα!

Αμ, το άλλο; Φίλοι, κολλητάρια, κάθονται μαζί με τις οικογένειές τους σε τοπικό ταχυφαγείο για μπυρίτσα και τσιμπολόημα. «Πς! Τί λες τώρα; Πάρε ένα παιδί που περνάει!» λέει κάτω απ’ τα μουστάκια του ο ένας και συμπληρώνει με το ίδιο συνομωτικό ύφος «Διακριτικά!». Γιατί έτσι, το χούι βγαίνει τελευταίο [3], πώς να το κάνουμε! Και κάνει μια μεταβολή 180 μοιρών, μαζί με την καρέκλα, ο άλλος. Επαναλαμβάνω, συν γυναιξί και τέκνοις το σκηνικό. Δηλαδή, τέτοια διακριτικότητα, εννοείται πως κανείς δεν πήρε χαμπάρι τίποτα, αλίμονο!

Ε, ναι, λοιπόν, για σας που δεν το ξέρατε, στα πάντα μπορεί να έχει εφαρμογή η διακριτικότητα. Κάποιοι άνθρωποι, περιέργως πως, την έχουν έμφυτη. Από γεννησιμιού τους, που λέμε. Ωραίο πράγμα. Όσο και να πεις, το τάκτ προσδίδει μια αίγλη στον έχοντα. Έναν αέρα αριστοκρατίας. Πώς μας λέγανε οι γιαγιάδες μας ότι η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά; Ε, η άλλη μισή έχει οπωσδήποτε μέσα της και μια γενναία δόση από αυτό το λεγόμενο… τάκτ.

Βέβαια, στη βάρβαρη την εποχή που ζούμε, πολλές φορές η διακριτικότητα παρεξηγείται. Μπορούν να σε πουν από αδιάφορο έως παντελώς μουρόχαυλο [4]. Και πολλές φορές ερμηνεύεται και λάθος. Ρωτάει, για παράδειγμα η κουμπάρα η Μαίρη: «Τί απέγινε με κείνη την συννυφάδα σ’ τελικά μωρή Νούλα μ’;  Την έχει τελικά την παλιαρρώστια, έξω από ‘δω;». «Α, να μι κάν’ς τη χάρη, κι ιγώ διν ανακατεύουμε με τ΄ς δ’λειες των αλλωνώνε. Ίμι διακριτικιά ιγώ!» απαντά με περηφάνεια η Νούλα (μη με ρωτήσετε από πού βγαίνει το υποκοριστικό, μα την πίστη μου δεν κατάφερα να την αποσπάσω αυτή την πληροφορία). Στην προκειμένη περίπτωση η κυρά-Μαίρη μπορεί να ρωτά με αυθεντικό ενδιαφέρον κι η κυρά-Νούλα (μα, Νούλα;) να είναι απλά μια γαϊδάρα και μισή, που έχει κακές σχέσεις με τη συννυφάδα και δεκάρα δεν δίνει ακόμα κι αν ψοφολογήσει σαν το σκυλί. Ή μπορεί η κυρά-Μαίρη να πεθαίνει να μάθει πικάντικα νέα κι η κυρά-Νούλα (μα… Νούλα;) να μη θέλει να εκθέσει τα εν οίκω εν δήμω.

Διακριτικότητα δεν είναι μόνο να ρωτάς κάτι ευγενικά. Είναι και να μην ρωτάς καθόλου. Είναι ο τρόπος που φέρεσαι σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής σου.

Ευτυχώς, υπάρχει ελπίς. Είναι επίκτητο το χαρακτηριστικό. Διδάσκεται. Αρκεί να θέλει κάποιος να μάθει.


[1] Πάει γόνα: έκφραση που χρησιμοποιούμε για καταστάσεις όπου κάνουμε κάτι επαναλαμβανόμενα, ή για να υποδηλώσουμε τη μεγάλη ποσότητα κάποιου πράγματος.

[2] Μανιές: (η μανιά) καρδιτσιώτικος ιδιωματισμός για τη γιαγιά, τη μεγάλη σε ηλικία μάνα.

[3] Αναφορά στην παροιμία «πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι», που σημαίνει ότι μια συνήθεια είναι δύσκολο να κοπεί.

[4] Μουρόχαυλο(ς): στην αργκό, χαρακτηρισμός για άτομα με χαμηλή κοινωνικότητα ή /και που δυσκολεύονται να συμμετάσχουν σε κάποια συζήτηση που απαιτεί συνοχή σκέψης και  λόγου, άτομα τα οποία συχνά γίνονται αντικείμενο εμπαιγμού σε μια παρέα.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη