“Περί Δημοψηφίσματος και λοιπών υποτελειών”, γράφει η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα

Ξημερώματα της 27ης Ιουνίου 2015 παρακολούθησα σε κάποιο έκτακτο δελτίο ειδήσεων ένα διάγγελμα του Πρωθυπουργού της χώρας μου, με το οποίο μας ενημέρωνε ότι σε μία εβδομάδα και κάτι ψιλά, τουτέστιν στις 5 Ιουλίου 2015, θα διενεργηθεί δημοψήφισμα για να αποφασίσουμε εμείς, ο λαός της Ελλάδας, για την τύχη τη δική μας, των παιδιών μας και όσων γενεών έπονται μέχρι τη… Δευτέρα Παρουσία. Θα μου πείτε… υπερβάλω. Θα σας πω, όχι. Τόσο βαριά την αισθάνομαι την ευθύνη αυτής της απόφασης. Και για πρώτη φορά, στα όσα ενήλικα χρόνια έχω στην πλάτη μου, για πρώτη φορά στην πολιτική ιστορία αυτής της χώρας (το απειροελάχιστο κομματάκι που έχω ζήσει εγώ δηλαδή) φοβήθηκα…

Μετά, κλασσική Ελληνίδα, άναψαν τα τηλέφωνα. Μίλησα με γονείς, φίλους, συγγενείς. Κοινός ο φόβος, κοινή η έννοια,  κοινά τα ερωτηματικά, κοινή η αγανάκτηση και βασικότερο όλων, κοινή η ιστορία αλλά διαφορετικά τα βιώματα. Όταν, λοιπόν, κάποιοι εξ’ αυτών, οι παλαιότεροι, μου μίλησαν για πόλεμο, για εμφύλιο, για πείνα, για ξυπολυσιά, για απώλειες αλλά και πώς όλοι τους ανταπεξήλθαν με περηφάνια και σθένος στις όποιες αντιξοότητες, είπα «ώπα, κόψε και πάρτο αλλιώς τώρα». Όταν θυμήθηκα τις ρίζες μου και τις καταβολές μου, με προγόνους Μακεδονομάχους, γιαγιάδες στο αντάρτικο στα βουνά της Πίνδου, παππούδες εξόριστους στη Λέρο, γονείς ταμπουρωμένους στο Πολυτεχνείο να φωνάζουνε «ψωμί, παιδεία, ελευθερία», σκέφτηκα «Ευκαιρία για γιορτή! Ας το κάψουμε λοιπόν! Ας αφήσουμε στην ιστορία μία ακόμα Επέτειο του Όχι [1]». Και πήρα τα πάνω μου.

Αντιλήφθηκα ότι, πάθω δεν πάθω κρίση πανικού εγώ κι όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες μαζί, το κουπί δεν το γλιτώνουμε. Μείνουμε – φύγουμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση (που τέτοιο θέμα γεννάται, ή μήπως είναι ιδέα μου;) το ζόρι θα το τραβήξουμε. Και καλά να πάθουμε. Γιατί είμαστε όλοι, πάππου προς πάππου, συνυπεύθυνοι για την κατάντια μας. Όταν ακούω αυτά τα κουλά ότι «η τάδε κυβέρνηση ή η δείνα κυβέρνηση τα έκανε μούτι [2] και δες τώρα τι τραβάμε» τρελλαίνομαι. Και ποιοί την εξέλεξαν την εκάστοτε κυβέρνηση δηλαδή; Τα στρουμφάκια; Κι άμα δεν μας άρεσε το οτιδήποτε, τί στην ευχή κάναμε για να το αλλάξουμε, λατρεμένοι μου Έλληνες; Α, σώπα… ακούω κάτι φωνούλες διαμαρτυρίας από το βάθος! Βρε… τί κάναμε σύσσωμοι, όλοι μαζί, μια γροθιά; Όχι «άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, καραβάκια στο Αιγαίο δε με βλέπετε καλέ!» [3] Πώς είπατε; Την Επανάσταση του ’21; Ναι, αλλά μας πήρε τετρακόσια χρόνια για να την κάνουμε και μας κόστισε κοτζάμ Αναγέννηση [4]! Κι έχουμε τώρα τους Ευρωπαίους να μας κουνιούνται. Μην το αργήσουμε πάλι τόσο παιδιά, γιατί δεν μπορώ καν να φανταστώ τι θα χάσουμε αυτή τη φορά…

Καλούμαστε, λοιπόν, σε δημοψήφισμα. Και μην αρχίσετε πάλι κάποιοι να λέτε «μα εκλέξαμε κυβέρνηση για να μας εκπροσωπήσει και πετάνε σε μας το μπαλάκι» γιατί μου κάνει σαν πρόταση για φιλοσοφική συζήτηση… Πραγματικά, εδώ που είμαστε, δεν έχει καμία σημασία. Στο δια ταύτα, καλούμαστε εμείς, ένας προς έναν, να αποφασίσουμε πόσο ραγιάδες [5] αντέχουμε ακόμα να είμαστε. Κι επειδή διάβασα και κάτι ρομαντικά και δακρύβρεχτα, πως «επειδή θέλω τα παιδιά μου να μεγαλώσουν σε μια ενωμένη Ευρώπη, να είναι πολίτες του κόσμου, να μπορούν να σπουδάσουν έξω» και λοιπά ευγενή και πολιτισμένα, να σας ρωτήσω… και ποιός σας εμποδίζει; Δηλαδή, οι προηγούμενες γενιές που ζήσανε την ξενιτιά και την μετανάστευση δεν ταξίδεψαν; Δεν σπούδασαν; Δεν πρόκοψαν; Άιντε από ‘δω χάμω μη χαλάσω το στόμα μου…

Όχι, δεν είμαι υπέρ της μετανάστευσης, ούτε θέλω να ερημώσει η χώρα μου. Αλλά «Ευρωπαίους» δεν μας κάνει καμία «Ένωση». Βρε, πιο Ευρωπαίοι από μας υπάρχουν; Άει μην θυμηθώ πως όταν εμείς συνδιαλεγόμασταν στην Πνύκα κάποιοι άλλοι μόλις βγαίνανε από τις σπηλιές!

Πότε «μάσησε» ο Έλληνας; Ανέκαθεν ο λαός μας ήταν μπουνιά στο μαχαίρι, τώρα θα κωλώσουμε; Τι μας φοβίζει δηλαδή; Αν θα πεινάσουμε; Γιατί, τώρα δεν πεινάμε; Ψωμί, παιδεία, ελευθερία – αυτά πρεσβεύαμε πάντα Έλληνες, αυτά είναι για την ψυχή μας τα απαραίτητα, αυτά θέλουμε και τώρα. Τι άλλο μας φοβίζει; Στην παιδεία δεν θα αναφερθώ καν, γιατί κι εγώ ακόμα την θυμάμαι καλύτερη στα μαθητικά μου χρόνια, συγκριτικά με την τωρινή ισοπέδωση στο όνομα μιας δήθεν παγκοσμιοποίησης…

Οπότε, τι μας μένει, η ελευθερία; Πόσο ελεύθεροι θεωρείτε ότι είμαστε τώρα; Να σας πω… Είμαστε τόσο ελεύθεροι ώστε μπορούμε να ψηφίσουμε ότι όχι ρε φίλε, ΄γκώσαμε [6], δε γουστάρουμε άλλο να έχουμε δραγουμάνο [7] στα… απόκρυφά μας – ας το θέσω ευγενικά.  Τόσο ελεύθεροι ώστε να ψηφίσουμε ναι, το μνημόνιό μου μέσα, δεχόμαστε όλους τους όρους προκειμένου να ονομαζόμαστε και επίσημα ευρωπαίοι κι ας βογκήξουμε απ’ το βάρος. Κάποια στιγμή ελπίζουμε πως θα ανακάμψουμε – και η ελπίδα, ως γνωστόν, πεθαίνει τελευταία… Στην πλειοψηφία μας, και οι μεν αλλά και οι δε, θέλουμε να μείνουμε στην Ευρώπη, χωρίς όμως να μας αποδεκατίσετε έως εσχάτου. Επομένως, πάρτε τις ωραίες προτάσεις σας –που μόνο βιώσιμες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν– και βάλτε τις εκεί που ξέρετε αλλά μακριά από μας κι ας είναι κι έναν πόντο, γιατί εμείς στουμπώσαμε με το συμπάθιο…

Πόσα χρόνια γυρνάει πάνω απ’ τα κεφάλια μας, σαν την άδικη κατάρα, η λέξη μνημόνιο; Πέντε; Έξι; Ποιό είναι το δικό μας θέμα, ειλικρινά έχω ξεχάσει πια, χάνεται κάπου στα βάθη της Ανατολής, με συγχωρείτε, της ιστορίας ήθελα να πω… Ένα είναι το σίγουρο, στα δικά μου τα μάτια πάντα, ότι… έτεροι και παλληκάρια γίναμε μαλλιά κουβάρια. Όπως κουβάρι είναι και η υπόθεσή μας, σαν τον Μίτο της Αριάδνης [8] ένα πράγμα… Μόνο που, στην περίπτωσή μας, όσο ξετυλίγουμε το κουβάρι τόσο γίνεται θηλειά και μας πνίγει. Οπότε, μήπως, λέω, μήπως εδώ κολλάει το «δεσμός που δεν λύνεται κόβεται» [9]; Γιατί αυτή η σχέση μας με τους εταίρους μας δεν είναι για λύσιμο πια, είναι για «δέσιμο»! Κι αν τόσο πολύ μας αγαπάνε και μας νοιάζονται, άντε βρε, θα την κάνουμε ευχαρίστως την παραχώρηση να συζητήσουμε πώς να τη σώσουμε τη σχέση μας αμόρια! [10] Αλλά να ξέρετε, εκ των προτέρων, δεν την σηκώνει το πετσί μας άλλη υποτέλεια, γι’ αυτό λύστε τα κολάρα σας, αλλιώς μας βλέπω να παίζουμε την Πινακωτή[11] και πάλι…

Καλούμαστε σε δημοψήφισμα πατριώτες. Ό,τι εκφράζει και αντιπροσωπεύει τον καθένα, ας το καταθέσει. Μεταξύ μας να μην τρωγόμαστε μόνο, ντροπή… Και είναι, επίσης, επιεικώς απαράδεκτο να ρωτούν, ειδικά νέοι άνθρωποι, αν είναι υποχρεωτικό να ψηφίσουν. Δεν είναι λεβέντες – όλων των φύλων και όλων των ηλικιών… Αλλά μετά μη σας δω να κλαίγεστε για το χάλι σας γιατί ένα παράσημο ανοιχτής παλάμης κάπου θα μου βρίσκεται πρόχειρο να σας το δώσω.


[1] Η «Επέτειος του ΟΧΙ»: η άρνηση της Ελλάδας στις ιταλικές αξιώσεις που περιείχε το τελεσίγραφο που επιδόθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1940 στον Έλληνα Πρωθυπουργό, Ιωάννη Μεταξά. Συνέπεια της άρνησης αυτής ήταν η είσοδος της Χώρας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η έναρξη του Ελληνο – Ιταλικού πολέμου του 1940. Η ημερομηνία αυτή καθιερώθηκε να εορτάζεται στην Ελλάδα και την Κύπρο κάθε χρόνο ως επίσημη εθνική εορτή και αργία. Επίσης, σε πολλές χώρες του κόσμου, Ελληνικές κοινότητες γιορτάζουν την Επέτειο του Όχι.

[2] μούτι: αρβανίτικη λέξη, σημαίνει σκατά

[3] «Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε»: Τραγούδι, πρώτη εκτέλεση από τη Βίκυ Μοσχολιού, «Συνοικισμός Α» – 1972, σε στίχους Γιάννη Λογοθέτη και μουσική Δήμου Μούτση.

[4] Αναγέννηση: πολιτιστικό κίνημα που τοποθετείται προσεγγιστικά ανάμεσα στο 14ο και το 17ο αιώνα, ξεκινώντας στην Ιταλία κατά τον ύστερο Μεσαίωνα, από όπου και εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης ως ονομασία της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, μα με μεγαλύτερη ελευθερία, καθώς το κύμα των αλλαγών που επήλθαν δεν εξαπλώθηκε με την ίδια ταχύτητα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η Αναγέννηση ως πολιτιστικό κίνημα άσκησε έντονη επίδραση στην πνευματική ζωή της Ευρώπης κατά την πρώιμη Σύγχρονη Εποχή. Με εφαλτήριο την Ιταλία, και έχοντας εξαπλωθεί στο σύνολο της ηπείρου μέχρι το 16ο αιώνα, άφησε το σημάδι της στη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, την τέχνη, την πολιτική, την επιστήμη, τη θρησκεία, και σε άλλες πτυχές της πνευματικής αναζήτησης.

[5] Ραγιάς: λέξη αραβικής προέλευσης (ράγι=κοπάδι) που χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι για τους μη μουσουλμάνους κατοίκους της Τουρκίας. Η σημασία της λέξης ήταν περιφρονητική και είχε την έννοια του σκλάβου. Η πλειοψηφία των ραγιάδων ήταν Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι και Φράγκοι. Είχαν ελάχιστα δικαιώματα, τους απαγορευόταν να έχουν τις συνήθειες των Τούρκων σ` ό,τι αφορούσε το ντύσιμο, την κατοικία κ.λ.π. και ήταν υποχρεωμένοι να προσκυνούν τους Τούρκους και να καταβάλλουν κεφαλικό φόρο, το λεγόμενο “χαράτσι”. Μέχρι το 1632 οι ραγιάδες υπόκεινται και στο φοβερό “φόρο αίματος”, το παιδομάζωμα. (πηγή: el.wiktionary.org)

[6] ΄γκώσαμε: εκ του «έγκωσα» στην αργκό, που σημαίνει χόρτασα, έφαγα του σκασμού και δεν χωράει ούτε μια γουλιά νερό μέσα μου. Συναντάται και ως «όγκωσα», προερχόμενο πιθανά από τη λέξη όγκος.

[7] δραγουμάνος: σημαίνει διερμηνέας, μεταφραστής, αλλά την εποχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο δραγουμάνος ήταν σημαντικό αξίωμα και οι Φαναριώτες, που το κατείχαν συνήθως, δεν ήταν απλοί μεταφραστές. Ήταν έμπιστα άτομα προς τον Σουλτάνο και είχαν άποψη στα ζητήματα της διπλωματίας, χωρίς πάντως να αποτελούν υπουργούς εξωτερικών. Οι δραγουμάνοι έπρεπε να γνωρίζουν αραβικά, τουρκικά και τουλάχιστον δύο ευρωπαϊκές γλώσσες. Η λέξη απαντάται και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, επειδή διαδόθηκε την εποχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της Ενετοκρατίας. (πηγή: el.wiktionary.org)

[8] Μίτος της Αριάδνης: αναφορά από την αρχαία ελληνική μυθολογία – Όταν ο Θησέας, γιός του Αιγέα, βασιλιά των Αθηνών, έφτασε στην Κρήτη, για να προσφερθεί ως θύμα στον Μινώταυρο, ένα μυθικό τέρας με σώμα ανθρώπου και κεφάλι και ουρά ταύρου, που ζούσε μέσα σε έναν Λαβύρινθο, συνάντησε την κόρη του Μίνωα, Αριάδνη, και κέρδισε την εύνοιά της. Για να τον γλιτώσει από βέβαιο θάνατο, η Αριάδνη κατέφυγε σ΄ ένα τέχνασμα – του έδωσε ένα κουβάρι νήμα (ο περίφημος Μίτος της Αριάδνης), χάριν του οποίου ο Θησέας μπόρεσε να βρει την έξοδο του Λαβύρινθου, μετά την νικηφόρα πάλη του με τον Μινώταυρο.

[9] «Δεσμός που δεν λύνεται, κόβεται»: αναφορά από την αρχαία ελληνική ιστορία και τον  «Γόρδιο Δεσμό» – Με τον όρο γόρδιος δεσμός εννοείται, σύμφωνα με τις φιλολογικές μαρτυρίες, περίπλοκος δεσμός (κόμπος) από φλοιό κρανιάς, που έδενε το άρμα του Γόρδιου, πατέρα του Μίδα και αρχαίου βασιλέα της Φρυγίας. Κατά την παράδοση τον γόρδιο δεσμό έλυσε ο Αλέξανδρος Γ΄ ο Μακεδών. Η πιο διαδεδομένη άποψη υποστηρίζει ότι έκοψε τον δεσμό με το σπαθί του.

[10] αμόρια: (αργκό) εκ του ιταλικού amore, που σημαίνει αγάπη. Στο παρόν κείμενο αμόρια = αγάπες, αγαπημένοι.

[11] Πινακωτή: αναφορά σε παραδοσιακό, ομαδικό παιδικό παιχνίδι της Σύμης, κατά τη διάρκεια του οποίου επαναλαμβάνεται πολλές φορές η φράση «- Πινακωτή, πινακωτή; – Από τ’ άλλο μου τ’ αυτί, γιατί είναι η μάνα μου κουφή»

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη