“Περί Δανεικών και λοιπών αγύριστων”, γράφει η Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα

Η έκφραση «δανεικά κι αγύριστα» είναι τόσο διαδεδομένη στην Ελλάδα, που πλέον κατέχει θέση λαϊκής παροιμίας. Σημαίνει ακριβώς αυτό που λέει. Παίρνεις κάτι δανεικό και δεν το επιστρέφεις ποτέ. Τα «δανεικά» αναφέρονται κυρίως σε χρήματα.

Κάπως έτσι, μάλλον, ξεκίνησε κι η κρίση που μας δέρνει. Κυριολεκτικώς μας δέρνει. Η λογική που επικράτησε στους τραπεζικούς κύκλους ήταν αυτή της άκρατης βουλιμίας με τοκογλυφικές ρίζες αλλά και προεκτάσεις. Κι είχαν βγει οι τράπεζες ολούθε, με τις ντουντούκες στα ράδια και στις τιβές [1] και σ’ ότι έντυπο κυκλοφόραγε, από σοβαρή ναυτιλιακή εφημερίδα έως φέιγ βολάν για πιτσαρίες, και διαλαλούσανε την πραμάτεια τους. Και «πάρε! πάρε! εδώ τα καλά τα δάνεια χωρίς περιορισμούς και εγγυήσεις»! Καλέ, βρώμισε ο τόπος golden boys [2]! Ούτε σε νυφοπάζαρο στα Γιάννενα τέτοια επίδειξη. Οπότε που φτάσαμε; Στο δανεικά κι αγύριστα. Α, μπράβο μου, στα λόγια μου έρχομαι!

Κι όπως είπε γνωστή φίλη μου συγγραφέας πρόσφατα «η ελπίδα είναι ευπώλητη» [3]. Τώρα θα μου πείτε τι σχέση μπορεί να έχει η ελπίδα με τα δάνεια; Ε πως! Όταν έχουμε συνδέσει το ευ ζην με το τι και πόσο καταναλώνουμε, έχει και παρά έχει. Και γέμισε ο τόπος θα. Θα έχετε καλύτερο σπίτι. Θα έχετε καλύτερο αυτοκίνητο. Θα έχετε καλύτερες διακοπές. Θα έχετε λουσάτα και φιρμάτα ρούχα. Θα έχετε καλύτερη ζωή εν κατακλείδι και εν γένει. Επί πληρωμή, αλλά και τι είναι τσάμπα βρε αδερφέ; Θα βάλεις εκεί δυό δόσεις και μέχρι να το καταλάβεις θα τα έχεις ξεπληρώσει όλα. Πάρε… πάρε…

Και δώσανε, δώσανε. Και πήραμε, πήραμε. Κι όταν την ανθιστήκαμε [4] τη δουλειά ήταν αργά. Είχε έρθει η κλήτευση για κατάσχεση. Κι εγώ το μετράω, το ξανά μετράω… και πάλι δεν μου βγαίνει. Ποιό; Τη μωρία μας. Την ελαφρότητά μας. Και δεν αναφέρομαι στους συνέλληνές μου, που υπεραγαπώ, μόνο. Δεν ξέρω… όταν έχει να κάνει με λεφτά, κάτι παθαίνουμε σαν είδος ρε παιδί μου! Αντιστάσεις υπό του μηδενός λέμε. Είμαστε έτοιμοι να χάψουμε κάθε παραμύθι για λίγη καλοπέραση. Και ξέρετε κάτι;  Δεν είναι κακό. Όχι το να τα χάφτουμε όλα αλλά το να θέλουμε να περνάμε καλά. Δεν είναι κακό. Είναι εύλογο, θεμιτό, γιατί να μην θέλουμε δηλαδή;

Παγίδες φανερές και αθέατες. Αυτό είναι το θέμα. Παιχνίδι να γίνεται. Παγκοσμίως. Κάποιοι πλουτίζουν έως σκασμού (αλλά δεν σκάνε), κάποιοι καλοί κουμανταδόροι και καπεταναίοι φτιάχνονται και τώρα μετράνε τη ζωή πίσω απ’ τα κάγκελα ενώ οι δικοί τους κάνουν σκι στο Άσπεν –αλλά τους στέλνουν ελβετικές σοκολάτες και τα φιλιά τους–, κάποιοι φτιάχνονται απλά και ταπεινά και ζουν μια αξιοπρεπή ζωή, κάποιοι σιχτιρίζουν [5] την ώρα και την στιγμή που απλώσανε το κουλό τους και υπογράψανε. Γενικά. Λέω εγώ τώρα…

Και καταλήγουμε ως έθνος να τραγουδάμε «Αυτά που λες εγώ τ’ ακούω βερεσέ, τα παραμύθια σου τ’ ανθίστηκα πια τώρα» [6] και να χρωστάμε από τον μανάβη της γειτονιάς μέχρι και της Μιχαλούς [7]. Κανονικά.

Όχι, δεν είμαι ειδήμων στα χρηματοοικονομικά. Πέρασα αλλά δεν άγγιξα, που λένε. Όμως δεν μου αρέσει το «αλωπεκίζειν προς ετέρα αλώπεκα» [8], για να μην το πω κατά το λαϊκότερον, θα θιχτούμε και δεν το θέλω… Εδώ είμαστε. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Ξυπνάμε, κουνάμε το κεφάλι μας για να σιγουρευτούμε πως δεν κλουκουτάει [9] ό,τι έχουμε αποσώσει για μυαλό, αφήνουμε στην άκρη τα «αχ, στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα» και συνεχίζουμε προσπαθώντας για το καλύτερο. Χωρίς να ξεχνάμε, την ηλικία μου μέσα! Γιατί το δις εξαμαρτείν, ξέρετε… Ας το προλάβουμε τουλάχιστον στα δις. Γιατί έτσι που πάει, οσονούπω θα είναι τρις και την κακή μας μοίρα. Σε ευρώ.


[1] Τιβές: στον πληθυντικό, εκ του αγγλικού t.v. (television), συντόμευση που σημαίνει τηλεόραση.

[2] Golden boys: Ορολογία προερχόμενη από την Αμερική για τα στελέχη τραπεζών, ή  μεγάλων χρηματιστηριακών κ.λ.π. εταιριών που αποκόμισαν τεράστια κέρδη για τους ίδιους και τους εργοδότες τους, ρίχνοντας στην αγορά «τοξικά» προϊόντα, π.χ. ομόλογα, οδηγώντας θεωρητικά τις αγορές σε οικονομική κρίση

[3] Φράση της συγγραφέως Αννίτας Λουδάρου.

[4] Την ανθιστήκαμε τη δουλειά:  λαϊκότροπη έκφραση, που σημαίνει μεταφορικά «μυρίζομαι», παίρνω χαμπάρι, καταλαβαίνω κάτι που έκρυβε κάποιος.

[5] Σιχτιρίζω: λέξη τούρκικης καταγωγής, σημαίνει βρίζω, αγανακτώ όταν δεν αντέχω πια μια κατάσταση.

[6] Από το τραγούδι «Ο πασατέμπος» του Μανώλη Χιώτη σε στίχους του Γιώργου Γιαννακόπουλου, 1939.

[7] Χρωστάω της Μιχαλούς: μεταφορική έκφραση, που σημαίνει έχω τρελλαθεί.

[8] Αλωπεκίζειν προς ετέρα αλώπεκα: Αρχαία ελληνική έκφραση, που λεγόταν για τους απατεώνες και μάλιστα σε περιπτώσεις που κάποιος εξ αυτών επιχειρούσε να εξαπατήσει άλλον απατεώνα.

[9] Κλουκουτάει: κάνει θόρυβο σαν να έχει μέσα νερό.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη