«Περί έρωτος», ένα διήγημα της Αργυρώς Αγγελίνα-Ζωγράφου

Κάποτε το ποτάμι ήταν διαφορετικό. Έτσι μας έλεγε ο γερο-Κωνσταντής, που διάβαζε και κυνηγούσε τη Μυθολογία από μικρό παιδί. Έπεφταν τα νερά από ψηλά και έφτιαχναν νερόστεμμα στον Δία, να το βλέπει και να χαίρεται όποτε τα επισκεπτόταν, και, πιστέψτε με, το έκανε συχνά. Είχε τους λόγους του. Με κάτι τέτοια φτιασίδια των παιδιών του ξεχνούσε και τα καμώματά τους.

      «Αρκεί να μη μαλώνετε”, τα ορμήνευε, “και καταστρέφετε τους ανθρώπους μου άδικα».

Γέμιζε το πλάτωμα από τα κρεμαστά νερά που τσακίζονταν στα βράχια κάτω στο φαράγγι. Η ορμή τους γεννούσε μιαν άχνα σαν της ζάχαρης, θολή, γλυκιά και ζωογόνα, που πλανιόταν γεμάτη μυστήριο. Εκεί γίνονταν όλες οι ανομολόγητες συναντήσεις θεών και ημίθεων, μουσών, Χαρίτων και νυμφών, τραγοπόδαρων και κερασφόρων, γεννώντας μυθοπλασίες. Μετά τα νερά κατηφόριζαν πεντακάθαρα προς στην πόλη. Τη χώριζαν ακριβώς στη μέση, όπως ο βλαστός το δικοτυλήδονο, και έγερναν μουλωχτά μέχρι τον κάμπο. Δυνατά νερά, δυνατό ποτάμι. Λέγεται ότι είχε προηγηθεί πολύς τσακωμός, μαλλιοτραβήγματα από νύμφες, μούσες, θυγατέρες θεών και ημίθεων, ποια θα δώσει το όνομα στο ποτάμι και θα κατοικήσει για πάντα σ’ αυτή την ομορφιά. Μόνο μία τα κατάφερε, η Έρκυνα, η κόρη του ξακουστού μάντη Τροφώνιου. Φίλες κολλητές με την Περσεφόνη, βλέπεις, κατάφεραν με τα κλάματα να πείσουν τη θεά Δήμητρα, που δεν άντεξε τις γκρίνιες τους:

«Θεοί της γης και του νερού, Δία και Ποσειδώνα,

η Δήμητρα παρακαλεί, της άνοιξης η μάνα,

το όνομα που καρτερεί τούτη η πηγή να πάρει

της Έρκυνας να της δοθεί, της παινεμένης νύμφης,

της κόρης του Τροφώνιου του ξακουσμένου μάντη.

Να δώσει χρίσμα της χαράς, χρησμό της ευφορίας.

Ο μάντης θα διπλοχαρεί κι εγώ θα καμαρώσω

το τόπι να πετούν ψηλά, να τρέχουν να το φτάσουν».

Έτσι κι έγινε. Πήρε το όνομα η πηγή κι άφησε τα νερά να ξεδιψάσουν τον κάμπο. Οι νεροκυράδες το πρόσφεραν άφθονο με τα κανάτια στα παλληκάρια που έφθαναν κουρασμένα. Με αφρούς φουσκαλιαστούς έπλεναν νήματα και ασπροκέντια, χιτώνες και υφάσματα. Τα στέγνωναν στις όχθες πάνω στις ηλιοκαμένες πέτρες. Γίνονταν ανώτερες κι από θεές τούτες οι θνητές. Όλοι το ζήλευαν αυτό το ευλογημένο μέρος. Τον πρώτο λόγο, όμως, τον είχαν οι ψυχές. Έρχονταν και θρονιάζονταν κουρασμένες εδώ, λίγο πριν κυλήσουν στο σκοτεινό προθάλαμο των νεκρών. Αυτή ήταν η μοναδική χάρη που ζητούσαν όλες από τον θεό του κάτω κόσμου: να αφήσουν το τελευταίο δάκρυ τους να κυλήσει, αποχαιρετώντας όλη την ομορφιά της ζωής, δίπλα στην Έρκυνα που έχαναν. Μετά, ανάλαφρες, τις τραβούσε απότομα μία δύναμη, όπως ο μαγνήτης τις καρφίτσες, μέχρι τον Αχέροντα. Αν ξεχνούσαν τον οβολό, ο βαρκάρης τις άφηνε στην όχθη να περιμένουν για αιώνες και να τον παρακαλούν να τις περάσει απέναντι, μιας και η μέρα λογίζεται για έναν χρόνο στον Άδη. Ώσπου κάποιος πλούσιος θα κατέφθανε με γεμάτο το πουγκί και, για να αλαφρύνει πιότερο την ψυχή του, θα τους μοίραζε τους οβολούς. Παντού το άτιμο το χρήμα έβαζε την ουρά του, σαν τον διάβολο.

Στον πάνω κόσμο, πάλι, μια μικρή, θνητή νεροκυρά, Ερωφίλη την έλεγαν, έγινε φίλη της Έρκυνας και της Περσεφόνης. Καμάρωναν οι δυο τους για την καινούργια συντρόφισσά τους, που ήταν ξεχωριστή και τους έμοιαζε στην ευγένεια, την ομορφιά και τη θεϊκότητα. Τους κρατούσε μέχρι αργά συντροφιά εκεί στις όχθες η Ερωφίλη. Εκεί λουζόταν, εκεί έτρωγε το φαΐ της, κένταγε το μετρητό της. Τη βοηθούσαν αυτές να πλέξει τα μαλλιά της και να τα κρεμάσει στο κεφάλι σαν κέλυφος σαλιγκαριού. Όλα τα συμβάντα της πόλης από αυτήν τα μάθαιναν η Έρκυνα και η Περσεφόνη. Έπαιζαν οι τρεις φίλες αγαπημένες και τραγουδούσαν, λιάζονταν και νοιάζονταν για τα γήινα. Κουτσομπόλευαν όπως τα σημερινά κοριτσάκια και σχολίαζαν όλα τα νέα του πάνω και του κάτω κόσμου. Τις ξεσήκωνε η Περσεφόνη, γεμάτη λουλούδια και πουλιά, με την ανοιξιάτικη ερωτική της αύρα. Κάπως έτσι μιαν άνοιξη η Ερωφίλη ερωτεύτηκε ένα παλληκάρι και, κάθε που περνούσε για τον μύλο ο ζηλευτός με το μουλάρι, άρχιζαν τα πειράγματα από τις φίλες. Η Έρκυνα πρώτη την ειδοποιούσε και την έσπρωχνε με μπόλικο νερό.

      «Τρέξε, περνάει, τώρα κοντοζυγώνει, έφθασε!»

Η Ερωφίλη έτρεχε, γέμιζε ένα κύπελλο και του το πρόσφερε.

      «Ευχαριστώ, όμορφη νεροκυρά»,

έλεγε εκείνος και χανόταν στο μονοπάτι.

Έτσι χανόταν ο χρόνος, όπως το κελαριστό ποτάμι στον κάμπο. Πέρασαν οι μήνες, χόρτασε νερό ο νιος και κάποια μέρα αποφάσισε να της μιλήσει:

«Έχω για σένα έρωτα και τρέμω σαν βαρκούλα,

και μια ματιά σου δεν αρκεί, ούτε νερό ζητάω.

Σαν ξεδιψάω μου ’ρχεται να τρέξω πάλι πίσω.

Μου λείπουν τα ματάκια σου και η καρδιά μου σπάει.

Αν πεις το ναι, θα τρελαθώ. Το όχι, θα πλαντάξω.

Κι αν με διαλέξεις γι’ άντρα σου, όλους θα τους νικήσω».

Εκείνη από τη χαρά της δεν πατούσε πια στη γη.

      «Θα το σκεφτώ, και την αυγή έλα να σου μηνύσω».

Στρίμωχνε τη χαρά στην καρδιά της μα δεν χωρούσε όλη. “Θα την μοιραστώ με τις φίλες μου, την νύμφη και τη θεά, σκέφτηκε. Έτσι θα ξαλαφρώσω”.

      «Αφρόγαλα στη νύμφη μου, πλουμίδια στην θεά μου,

      καρτέρι στήνει η αγάπη μου στο πλάι της να γείρω».

Ξερίζωσε δυόσμο και τον φύτεψε στα γλαστράκια που ήταν στο παράθυρο της κάμαρής της, τραγουδώντας:

«Είμαι κορμάκι μοναχό μα τώρα θα ξαπλώσω

στης λίμνης του την αγκαλιά, στης ζάχαρης τη γλύκα,

κι ας έρθουν τ’  ακροδάχτυλα να μου χαρίσουν χάδια.

Θα απλωθώ και θα χωθώ στου λιναριού το άνθος,

να μη με βρουν και μάθουνε τι ζήτησα το βράδυ».

Την πήρε το μάτι του Πλούτωνα επιστρέφοντας στον κάτω κόσμο και προβληματίστηκε με τη χαρά της:

      «Λες να ξελογιαστεί η γυναίκα μου μ’ αυτήν τη σουσουράδα

      και να μου κόψει τρυφερές μέρες του τετραμήνου;

      Ας ακουμπήσω τη μικρή που πάνω της το πήρε,

      να μάθει ότι οι θνητοί έτσι δεν ξεθαρρεύουν…»

Κι έστειλε τον Θάνατο, δίδυμο αδερφό του Ύπνου, να την αναλάβει. Με τη βοήθειά του μεγάλωνε το βασίλειό του, για να καπελώσει σ’ ανύποπτο χρόνο τον Δία, που ήταν ανώτερος θεός απ’ αυτόν. Ο Ευβουλεύς υποδεχόταν πρώτος τις ψυχές στο βασίλειό του κι έκλεινε ο ίδιος τις πύλες πίσω τους. Καμιά δεν του ξέφευγε στην καταμέτρηση. Όλες τις ξομολογούσαν οι τρεις κριτές του, κι ανάλογα ο Πολυδέγμων τους έδινε φωνές σκυλιού, γατιού, κουκουβάγιας, προβάτου, λιονταριού, να μην μπορούν να συνεννοηθούν και σηκώσουν καμιά εξέγερση. Σ’ άλλες, πάλι, έδινε μαρτύρια σαν του Σίσυφου, να κουβαλάει την πέτρα μέχρι την κορφή του βουνού και αυτή να πέφτει την τελευταία στιγμή του σωσμού. Άντε πάλι από την αρχή. Αόρατες περιπλανιόνταν οι ψυχές. Μόνο φωνές ακούγονταν, υλακές, κρωξίματα, βελάσματα, βρυχηθμοί και άλλες, όπως στη ζούγκλα.

Διηγούταν ο γερο-Κωνσταντής και δεν χόρταιναν ν’ ακούν τις κουβέντες του οι γείτονες. Τα σπίτια μας ήταν σκαρφαλωτά, χωρίς σκαλοπάτια, στο βουνό και από κει όλοι βλέπαμε κι αγναντεύαμε την περασιά του ποταμιού να λικνίζεται και να τρέχει στον κάμπο σαν νεροφίδα που μυρίστηκε ποντικό. Αγριεύαμε, σηκωνόταν η τρίχα μας με τις διηγήσεις που ακούγονταν για τις νεράιδες και τα ξωτικά με τ’ άυλα πρόσωπα που καρτερούσαν τους ζωντανούς να τους μαγέψουν. Κατέβαιναν, μας έλεγε ο γερο-Κωνσταντής, από τον γκρεμό τσουλιθρώντας και χορεύοντας σαν σε γιορτή. Παραφύλαγαν κάποιον ονειροπαρμένο από τη γειτονιά να τον ξεμοναχιάσουν και να τον πειράξουν, να τον χειραγωγήσουν. Κι αν δεν τους καθόταν, θύμωναν. Λίγο τον ακούμπαγαν, αλλά τον έκαιγαν, και το τραύμα τού έμενε για πάντα.

Η Ερωφίλη δεν κοιμήθηκε το βράδυ απ’ τη φούντωση. Οι φίλες τής έπλεκαν μ’ αγριολούλουδα το στεφάνι του γάμου κάτω απ’ το σπίτι της, ραντίζοντάς το με δροσοσταλίδες από τις απρόσιτες πηγές.

Ξημέρωσε, όμως, μια μέρα θολή σαν ξεβαμμένο ρούχο. Καθώς η μικρή πήγε να σηκωθεί, έμεινε ασάλευτη, έχασε όλη της τη δύναμη. Ανήμπορη ξανάγειρε στο μαξιλάρι της. Ξαπλωμένη κοιτούσε τα κανάτια της που έμεναν στην άκρη του κρεβατιού άδεια, ξέθωρα και στεγνά, όπως τα χειλάκια της, μέχρι που στο τέλος στέγνωσε η γλώσσα της και οι κόρες των ματιών της… Ο Θάνατος νίκησε τον Ύπνο και την πήρε στην αγκαλιά του. Δάκρυα, μοιρολόγια η μάνα της και οι δικοί της. Παρακάλια στη Δήμητρα, που ήξερε από χαμό παιδιού. Τίποτα όμως δεν συγκινούσε τον Θάνατο, βιαζόταν να την παραδώσει στον Πλούτωνα. Την άρπαξε βιαστικά περνώντας την απ’ τη ζαχαρένια αχνισιά του πλατώματος. Δάκρυσε η μικρή κι έψαχνε με αδημονία τις φίλες και το παλληκάρι. Τους είδε μαραζωμένους. Εξώκοσμη όπως ήταν, κανένας δεν την αντιλήφθηκε. Ο Άδης την έσυρε γρήγορα ως τον Αχέροντα πάνω στην άμαξα που την έσερναν τέσσερα τρομαχτικά εβένινα άλογα, μ’ αυτήν είχε συνοδεύσει και την Περσεφόνη στη μάνα της.

Το παλληκάρι ξεσπάθωσε και τα ʼβαλε μαζί του, όπως της το είχε υποσχεθεί. Κι αυτός, άσπλαχνος, βαρύς, σαν βράχος σκληρός, του έστελνε τα μάτια της στο νου του, που άνοιγαν σαν κυψέλες γεμάτες μέλι, και μετά του πλάκωνε με τις πέτρες τα χέρια να μην ξεθαρρέψει παραπάνω.

«Άπονε πικρο-θεέ, θεέ καταραμένε,

που τα ’βαλες με τη μικρή, το κρίνο του Απρίλη,

θρασύδειλε και άδικε, έλα ν’ ανταμωθούμε

στου ποταμού τη μια πλευρά, να δεις ποιος θα νικήσει.

Γίνε μια μέρα άνθρωπος αν σου βαστάει κι έλα!»

Ο θεός του κάτω κόσμου αδιαφορούσε για την οργή των ανθρώπων και τραβούσε πιότερο την απελπισία τους. Κρυβόταν στο ερεβώδες βασίλειο και ξεχνούσε ολότελα τις δυστυχίες τους. Καμιά ψυχή δεν επέστρεφε. Η Περσεφόνη του μήνυσε να μεταμορφώσει τη μικρή της φίλη σε πασχαλίτσα και να την βάλει δίπλα στις πύλες που ασφάλιζαν τους νεκρούς.

«Να ‘ναι στην άκρη η θέση της, κραυγές να μην ακούει.

Αθώα κι αναμάρτητη, έχει μεσ’ στο σακούλι

μοναδική της συντροφιά του έρωτα την έννοια!

Αξίζει μόνο να θωρεί, χωρίς να τυραννιέται!»

Έκανε το χατίρι της γυναίκας του ο Πλούτωνας.

«Άντε, σκαθάρι, κάτσε εδώ, σε ‘κείνη το οφείλεις».

Πάνω που η μικρή θνητή είχε λησμονήσει την ομορφιά της ζωής, είδε το φίλο του καλού της να περνάει την πύλη και κάποια φλόγα μνήμης άναψε το καρβουνιασμένο όνειρο. Έτσι της καρφώθηκε η σκέψη για φυγή. Βρήκε την Περσεφόνη και της παραπονέθηκε κρυφά:

«Και τα μαλλιά του, αρχόντισσα, πώς ξέρω αν ασπρίσαν;»

Τ’ άκουσε ο Πλούτωνας και χούγιαξε:

«Εδώ δεν επιτρέπονται αυτές οι απαιτήσεις!

Κι άλλη φορά σαν θα μιλάς, την πρόθεση να δείχνεις.

Στο φύλλο πάνω κάθισε και μην ξαναμιλήσεις!»

Λούφαξε η μικρή σ’ ένα φύλλο ξερό από συκιά που δεν κάρπιζε και δεν σάλεψε από τότε. Μιαν άνοιξη ετοιμάστηκε η άμαξα της Περσεφόνης για τον επάνω κόσμο μ’ όλα τα λουλούδια και τα πουλιά, τα ηλιοβασιλέματα και τα χρωματιστά χωράφια, τις μυρωδιές και τις ανοιξιάτικες νεροποντές κεντημένα στο χιτώνα που φορούσε κατάσαρκα. Καθώς περνούσαν από την πύλη, με τον Πλούτωνα μπροστά να οδηγεί σαν κεραυνός την άμαξα, σειόταν ο τόπος. Μέσα σ’ αυτόν τον χαλασμό η πασχαλίτσα παρασύρθηκε από το φύλλο και κρύφτηκε στον κόρφο της θεάς. Ένοιωσε εκείνη το γαργαλητό, αλλά τίποτα δεν έδειξε. Μόλις φάνηκαν ρωγμές φωτός, άνοιξε κάτι κρυμμένα μαύρα φτεράκια η ψυχή και πέταξε αστραπή στην Έρκυνα. Τρόμαξε η νύμφη ως την είδε!

«Τι θέλεις δίπλα μου εσύ, ψυχή του κάτω κόσμου;»

 

«Ήρθα να δω αυτόν τον νιο που μοναχός κοιμάται.

Βοήθα με παρακαλώ φεγγαροστολισμένη,

κι εγώ κλωστίτσα θα γενώ μαύρη, αραχνιασμένη!

Κι αν η θεά δεν συμφωνεί, πίσω θα με γυρίσει».

Με το νερό την σκέπασε σαν νερομπουρμπουλήθρα. Η Περσεφόνη τις χαιρέτησε από μακριά και βιαστικά τράβηξε για τον κάμπο να βρει τη μάνα της, να το γιορτάσουν. Μισή μέρα έκατσε κουκουλωμένη με το γάργαρο ζαχαρόνερο της Έρκυνας. Το σούρουπο φάνηκε ένας γέρος με μπαστούνι να το προβάλλει κτυπώντας τ’ αγριόχορτα.

      «Αυτός είναι» είπε και την ξεσκέπασε η Έρκυνα.

Ψήλωσε η νερομπουρμπουλήθρα κι έγινε πανέμορφη νερο-κυρά.

«Δεν βλέπουν τα ματάκια σου, μήτε μ’ ακούν τ’ αφτιά σου;

Εγώ είμαι το κορίτσι σου που σου ’δινα νεράκι

και την καρδιά σου έκλεψα μια μέρα του Απρίλη.

Ήθελες να με παντρευτείς, μα ζήλεψε ο Άδης!»

Κοντοστάθηκε ο γέρος.

«Όμορφο κρίνο λαμπερό, μισής καρδιάς καρτέρι,

νερο-κυρά της Άνοιξης, αφέντρα της ζωής μου,

πώς βρέθηκες στον δρόμο μου ή με γελούν οι φίλες;

Είσαι κομμάτι της αυγής, της μέρας η συνήθεια;

Πάρε το ποτηράκι μου νερό να το γεμίσεις

και άπλωσε τα χέρια σου, να σ’ ακουμπήσω θέλω.

Να πίνω και να σε κοιτώ, τον ποταμό να σβήσω,

κι ας με μαλώσει η νύμφη του κι ας σκούξει η θεά του.

Δεν τον βαστώ τον χωρισμό, δεν θέλω να σε χάσω.

Πάρε με εκεί που βρίσκεσαι και πέτα με στη άκρη.

Πού κρύβεσαι, κρινάκι μου, πες το μου να το ξέρω;»

Εκείνη δεν ξεστόμισε του Άδη την κατάρα.

«Στου λιναριού την αγκαλιά στο άνθος του ποτάμου!»

 

«Πώς άντεξες τόσο  καιρό να με θωρείς μονάχα!

Δεν κλάψαν τα ματάκια σου, δε ράγισ’ η καρδιά σου;

Ήμουν ο νιος που γέρασα, πικρή ζωή, χαμένη.

Ζούσα σιγά και απαλά, μόνο να σε θυμάμαι.

Μα τώρα μεσουράνησα σαν ήλιος, σαν φεγγάρι!»

Δυο φλόγες πέταξαν από τα μάτια του και στέγνωσαν την ομορφιά της νερομπουρμπουλήθρας. Γριούλα έγινε κι αυτή, με καμπουριαστό κορμί και μαγκουρίτσα. Αγκαλιάστηκαν και βρήκαν μαζί την Έρκυνα. Της ξεμπέρδευαν οι νεράιδες τα μαλλιά από τα πολυτρίχια κρατώντας τα στη ροή των νερών και της τραγουδούσαν γλυκά στ’ αφτί κι άλλες έπαιζαν το σουραύλι να κοιμηθεί.

Η Έρκυνα πετάχτηκε και φοβισμένη τους αποπήρε:

«Κι αν ο θεός τ’ αντιληφθεί και πάνω μου ξεσπάσει;

Σε τι μπελά με βάλατε, τώρα τι θ’ απογίνω!»

 

«Άσπρη μου χήνα, Έρκυνα, πολύτιμό μου ασήμι,

γαργαλιστό μπουρίνι μου, αφράτο μου ασπράδι’

είμαι θνητή και μοναχή, τον Άδη δεν τον θέλω.

Μόνο με λίγη συντροφιά αξίζει να υπάρχω.

Βασάνισέ με, κόψε με, πάτα με, σάπισέ με,

αρκεί μ’ αυτόν που αγάπησα να ζω και να μιλάω.

Άσε μας να χωρέσουμε στου λιναριού το άνθος

και ξέχασε τους πόνους μας και τα παράπονά μας.

Φθάνει που θα ‘μαστε μαζί, σφιχτά αγκαλιασμένοι».

 

«Γρήγορα μπείτε στον ανθό, ύπερος και στημόνια.

Να υφανθούν τα όνειρα να σμίξουνε τα χρόνια».

Κατέβαιναν μόνα τους στο νερό τα μπαστουνάκια. Ο Πλούτωνας, επιστρέφοντας από τον κάμπο υποψιασμένος, άρχισε να τη φωνάζει προτού ακόμα περάσει την πύλη:

«Πασχαλιά μου όμορφη, κόκκινο σκαθαράκι,

μικρή θνητή της άνοιξης και της αυλής μου χρώμα,

πού κρύβεσαι και δε μ’ ακούς; Θέλω να σου μιλήσω».

Απόκριση δεν πήρε. Ξεσφάλισε αλαφιασμένος την πύλη κι άρπαξε το φύλλο της συκιάς.

«Μαρτύρα φύλλο της συκιάς, πού κρύβεται η καλή μου;»

Τρίφτηκε το φύλλο απ’ την τρομάρα του.

«Στον πάνω κόσμο ανέβηκε, να εύρη τον καλό της»,

μουρμούρισαν τρέμοντας τα θρύψαλα.

Κάνει ένα σάλτο ο θεός και, πατώντας πάνω τους, άνοιξε καινούργια τρύπα στο πλάτωμα κάτω απ’ το φαράγγι. Χάθηκαν όλα τα νερά μαζί με το νερόστεμμα του Δία, που σταμάτησε να ασημο-ιριδοστολίζει τις αιχμές των λόφων. Εμφανίστηκε ο τρομερός θεός από το χάσμα. Ξήλωσε τα χόρτα στην άκρη του ποταμιού και τα πέταξε με μανία στο νερό. Ίσα που κυλούσε παρακάτω μικρό κι ανήμπορο το ποτάμι, μ’ όσα ρυάκια του απόμειναν. Είδε η Έρκυνα το λινάρι που είχαν κρυφτεί ξεριζωμένο να την κοιτά κι έκατσε μπροστά του να τους κρύψει.

«Σου το ’πα να μην ξαναρθείς και πίσω μην κοιτάξεις.

Μία ζωή χειρότερη θα ζήσεις απ’ την πρώτη».

 

«Έρκυνα, δεν το μπορώ να είμαι άλλο μόνη!

Για μια ανθρώπινη καρδιά το μόνο που μετράει

είναι το άλλο της μισό, αυτό ήρθα να πάρω.

Να σε χαρώ, συμπάθα με και μη με καταδώσεις».

Έκλεισαν τα πέταλα, αγκαλιάστηκαν κι έγιναν μπουμπούκι σφιχτοδεμένο, κρύβοντας το ζευγάρι. Ο Πλούτωνας δεν τη βρήκε και τα ’βαλε με τη νύμφη που γλίστρησε ντροπιασμένη στα λιγοστά νερά.

«Γρήγορα δως μου τη θνητή, αλλιώς θα σε τελειώσω!»

 Έτρεξε πάνω στην ώρα και η Περσεφόνη να δει την φίλη της, και έφριξε.

«Άρχοντα, σκοτεινέ θεέ τα μάτια μου θα φταίνε!

Πώς άφησες έναν θυμό τόσο να καταστρέψει

την ομορφιά και τη ζωή, το στέμμα τ’ αδερφού σου,

τη φίλη μου την πιο πιστή, που πάνω της κρατιέμαι

και όλα  μου τα μυστικά ξέρει να τα φυλάει;

Πώς άφησες να τη θωρώ λιπόθυμη να τρέμει

και σαν το ψάρι στα ρηχά να σπαρταρά στις πέτρες.

Διόρθωσέ το γρήγορα για κάνε μου τη χάρη

να ξαναβγεί κρύο νερό, το στέμμα να ιριδίσει

κι από το πλάτωμα ξανά να βγουν τα παραμύθια.

Ειδάλλως δεν θα ξαναρθώ δίπλα σου να πλαγιάσω!»

Έξυσε το κεφάλι του ο θεός και τα μαύρα του μαλλιά έσταξαν μελάνι απ’ το θυμό. Θόλωσαν τα νερά του ποταμιού. Ένα χρόνο έκανε να καθαρίσει και να γίνει πάλι διάφανο και γάργαρο. Ξαναϊρίδισε το νερόστεμμα και αναδείχτηκε το μεγαλείο της ορμής του. Πριν κατεβεί στο ζοφερό του βασίλειο ο Πλούτωνας, συνάντησε κρυφά τον πατέρα της Έρκυνας, τον σκοτεινό μάντη Τροφώνιο.

«Να ξεψαχνίζεις όσους μπουν και κάτσουν στο μαντείο,

και γρήγορα να μου το πεις αν κάποιος κρύβει κάτι.

Γιατί αυτό το μυστικό  μου στοίχισε στ’ αλήθεια

κι ειρωνικά μου φαίνεται πως με κοιτάνε όλοι».

Γράφουν ότι γι’ αυτό πολλοί δεν ανέβαιναν απ’ το μαντείο στον απάνω κόσμο, επειδή τους υποψιάζονταν πως μπορεί να γνώριζαν το μυστικό. Από κανέναν όμως, όσα χρόνια κι αν πέρασαν, δεν μαθεύτηκε η αλήθεια. Ο έρωτας νίκησε τον θάνατο. Με τα βέλη φτιαγμένα από βαμβάκι και βουτηγμένα στο μέλι, που όμως στόχευαν αλάθητα τις καρδιές, χαμογελούσε ειρωνικά στο πέρασμα του θεού το αγόρι. Η Έρκυνα έγινε δυνατή νύμφη κι αφέντρα στις πηγές της, τη  Μνημοσύνη και τη Χλια. Κι ο Άδης, επειδή υποψιαζόταν από τότε το λινάρι, όποτε το ’βρισκε μπροστά του, το τσαλαπατούσε μέσα στα νερά και το έλειωνε βγάζοντας από τα σπλάχνα του τις κλωστίτσες. Έρχεται από τότε ο έρωτας τις μαζεύει και δένει τις καρδιές των ανθρώπων γλυκά, αφού όλοι τον αποζητούν, κι ας τραβούν του λιναριού τα πάθη!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη