«Πελαγηνή», ένα διήγημα της Γεωργίας Κοκκινογένη

Τους  γιάτρευε όλους. Είχε από χρόνια οργανώσει το φαρμακείο της στην πρωτεύουσα του νησιού με πάσα  καλαισθησία. Φρόντιζε να υπάρχουν  ανελλιπώς  προϊόντα περιποίησης δέρματος για τις πελάτισσές της. Έδινε μιάν ιδιαίτερη προσοχή στην επιδερμίδα και  τις συμβούλευε  για τη φρεσκάδα και τη στιλπνότητα. Δεν παρέλειπε,  βέβαια, να δηλώνει σε στιγμές  χιούμορ πως αγαπημένο της  ζώο  είναι ο ρινόκερος. Στο γραφείο της, δίπλα στον υπολογιστή, τη μολυβοθήκη, το μωβ θερμός  για τον καφέ και  το βυσσινί τηλέφωνο πόζαρε το «συμπαθές»  παχύδερμο σε ξύλο – παραγγελία!

Χρόνο ελεύθερο δεν διέθετε ούτε χειμώνα ούτε καλοκαίρι. Πέρα από την οικογένειά της είχε να κάνει το χατίρι της γιαγιάς, που περίμενε το σκεύασμα για την ξηροδερμία, του αμελούς τουρίστα, που σκόνταψε σε σκουριασμένο σίδερο, της μάνας, που παρακαλούσε να πέσει ο πυρετός τα βράδια  του υπερήλικα  στο χωριό,  της σχολαστικής κυρίας, που ήθελε τη σωστή λευκαντική δοντιών  για να βελτιώσει το χαμόγελο.

Μειλίχια και ακούραστη, αντλούσε αισιοδοξία από την επιφάνεια εργασίας. Εκεί η εικόνα της ακτής με τα πεντακάθαρα βράχια. Αυτό ήταν το δικό της γιατρικό. Με υπομονή μετρούσε τις μέρες του Αυγούστου να αφήσουν πίσω  τον αλαλαγμό της τουριστικής αξιοποίησης για να ξαναβγεί από την πόρτα του σπιτιού της στη δική της θάλασσα.

Το βασίλειό της ήταν ένα πέτρινο σπίτι χτισμένο πάνω στο κύμα. Γαλήνη και κάθαρση και θαλασσοπούλια. «Στην άμμο παλάτια» απαξίωνε η μάνα της όταν άρχισε την κατασκευή του. Η πιο σίγουρη απόφαση που είχε πάρει στη ζωή της: να μείνει εκεί σε όλες τις εποχές του έτους και  να  χορτάσει  αλμύρα. Και νερό.

Στη σύνταξη θα κατέληγε να δοκιμάζει καθημερινά το κύμα. Πότε μόνο να βουτήξει την πατούσα, πότε να πάρει την ψυχρολουσία  της άνοιξης  ή  συνήθως  να μονολογεί  τα καλοκαίρια,  σχολιάζοντας  το  δροσερό πέλαγος   του Αιγαίου. Ζήλευε τα θαλασσοπούλια που ταξίδευαν.  Δεν τα ζήλευε πάρα πολύ.

Ο λογισμός της ταξίδευε μέσα από τα βιβλία που μάζευε όχι μόνο η ίδια αλλά και ολόκληρη η οικογένειά της.  Χανόταν ανάμεσα στα καινούργια, τα παλιά, τα λογοτεχνικά, τα επιστημονικά, τα λευκώματα, τα αφιερώματα, τους ταξιδιωτικούς οδηγούς.  Η φαντασία της  ήταν το μεταφορικό μέσο που την πήγαινε σε μέρη άγνωστα, ενδιαφέροντα και εξωτικά,  με διάδρομο απογείωσης τις σελίδες των βιβλίων.

Τα απογεύματα ξεχνιόταν στο νερό με άδεια τη σκέψη και ελαφρύ το κορμί. Καμιά φορά σκεφτόταν την επιθετικότητα του μονόκερου και την απρόβλεπτη συμπεριφορά του. Είναι εξαιρετικός κολυμβητής και ζει κοντά σε νερά για να δροσίζεται.  Σε φάση αντιμαχίας γίνεται πολύ ορμητικός, συνέχιζε τη σκέψη της. Σ΄ αυτό σταματούσε ο κοινωνικός προβληματισμός της.  Έπαιρνε την πετσέτα  και έτσι όπως έσταζε μουσκεμένη, γύριζε στην αυλή της.

Ίσως βράδυ, ίσως πρωί, η πετσέτα έμεινε εκεί με τις σαγιονάρες της  και  η ίδια σε μία παύση που θα κατέγραφε το μηχάνημα  χωρίς γιατρειά.  Το σώμα της ανάλαφρο στο κύμα και η ψυχή  της στο τελευταίο μεγάλο ταξίδι.

«Έχει φόβο η θάλασσα»  φώναζε η μάνα της όταν ήταν παιδί.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη