Πονούν οι θέσεις οι αδειανές
τριγύρω απ’ το τραπέζι.
Κάποτε γέμιζαν φωνές,
ρούχα σωρό ως πάνω,
ταψιά που περιμένανε
γιορτές κι ετοιμασίες.
Κι όμως, ήταν καρέκλες προσμονές
ζωή για να γεμίσουν.
Πέρασαν στιγμή-στιγμή
λέξη προς λέξη χρόνια.
Κανείς δεν καταλάβαινε:
παχύ ποτάμι ο χρόνος.
Και τώρα λογαριάζοντας
τις αδειανές καρέκλες,
αν ήταν -λέω- μπορετό
τον πόνο να μετρήσεις,
θαρρώ οι θέσεις
οι αδειανές βαθιά μες στην καρδιά μας
γίνονται βάραθρα βαθιά
κι είναι εκείνες που αλυχτούν
και χάσκουνε μπροστά μας.
Υπέροχο.
Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Γεράσιμε. Με τιμάτε με το σχόλιό σας.