«Παραμονή Χριστουγέννων», ένα διήγημα του Οδυσσέα Νασιόπουλου για τη δράση ‘Χριστός Γεννάται’

Βράδιαζε, όταν ο κυρ Χρήστος, μ’ αργές, μεθοδικές κινήσεις, μαθημένες στα γέρικα χέρια του, μάζευε και συγύριζε το μαγαζί του, το αγαπημένο του Παλαιοβιβλιοπωλείο, που με κόπο και βάσανα κρατούσε ανοιχτό. Κάποτε η άλλοτε σφύζουσα από κόσμο οδός Θαυμάτων, γέμιζε από φωνές και έλαμπε από τα πολλά φώτα των καταστημάτων, πριν πέσει το μαύρο πέπλο της κρίσης, και όποιος περνούσε, έλεγε χαριτολογώντας «στην οδό Θαυμάτων δεν υπάρχουν πια θαύματα».

-Λοιπόν! κυρ Χρήστο, του είπε ο Βαγγέλης, ο νεαρός φοιτητής που είχε στη δούλεψή του πιο πολύ για να τον βοηθάει με το λειψό μεροκάματο ίσια-ίσια για να βγάζει τα έξοδα του, παραμονή Χριστουγέννων σήμερα, μου το υποσχεθήκατε, δεν γίνεται να μου το αρνηθείτε, θα έρθετε σπίτι μου.

-Στο υποσχέθηκα; Πότε; είπε εκείνος, τάχα πως το ξέχασε. Άσε παιδί μου και δεν είμαι πια εγώ για γιορτές και φασαρίες, καλά είμαι και μοναχός μου.

-Όχι! Κυρ Χρήστο δεν σας αφήνω, μέρες αγάπης και χαράς κι εσείς να είστε μόνος σας, δεν το δέχεται η συνείδησή μου, μου σπαράζετε την καρδιά, του είπε ο Βαγγέλης με φανερή την απογοήτευσή του. Τον συμπαθούσε τον κυρ Χρήστο, τον βοήθησε πολλές φορές οικονομικά, τον έβλεπε σχεδόν σαν πατέρα, αυτόν που έχασε, όταν ήταν μικρός.

-Καλά! Θα το σκεφτώ, να πάρε αυτά τα δύο κουτιά, είναι δώρα, για σένα και την μητέρα σου.

-Σας ευχαριστώ κυρ Χρήστο, θα σας περιμένω, να το ξέρετε. Καλά Χριστούγεννα!

-Καλά Χριστούγεννα Βαγγελάκη, άντε πήγαινε τώρα, του είπε.

Και κείνος έφυγε. Τον εμπιστευόταν και τον αγαπούσε καλύτερα κι από παιδί του. «Αν δεν είχα παιδιά, θα σου άφηνα το μαγαζί… Αλλά μήπως και που έχω..» μονολογούσε κι έλεγε. Έσβησε τα φώτα, κι άφησε μόνο τα λαμπιόνια της βιτρίνας με το στολισμένο καραβάκι και τον χαρωπό Άγιο Βασίλη με το αναμμένο κεράκι, ν’ αναβοσβήνουν. Κλείδωσε και ξεκίνησε με τα πόδια για το σπίτι του, εκείνη την στιγμή σκέφτηκε, να κάνει ένα περίπατο μέχρι την πλατεία, να θαυμάσει την στολισμένη πόλη, το πανύψηλο δέντρο με τα φωτάκια· έκανε αρκετό κρύο αλλά δεν τον έμελλε. Κι όσο πήγαινε και ένιωθε την γιορτινή ατμόσφαιρα, άλλο τόσο μελαγχολούσε και ένιωθε τη μοναξιά του. Στην πορεία αντάμωσε ένα ζητιάνο, του έδωσε τις μισές εισπράξεις «για το καλό της μέρας», είπε.

Κι ήταν τότε που του ‘ρχόταν εικόνες και μνήμες παλιές, όταν πιτσιρικάς τριγυρνούσε σ’ αυτήν την γειτονιά κι έλεγε τα κάλαντα στα σπίτια, τα καταστήματα, και μ’ ό,τι μάζευε ύστερα αγόραζε δώρα για τα αδέλφια του, τους γονείς, τους φίλους. Πόσο χαιρόταν τις στιγμές αυτές.

Έφτασε στην πλατεία, στάθηκε μπρος στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο.

-Να, εδώ σε γνώρισα, σαν και τώρα, παραμονή Χριστουγέννων ήταν. Φοιτητές και οι δύο, εδώ σ’ αγάπησα, εδώ σ’ έχασα, δύο χρόνια μου λείπεις, θυμόταν γεμάτος θλίψη, τη γυναίκα του, τη μητέρα των παιδιών τους, η οποία έφυγε από την επάρατη νόσο.

Ένιωθε την κούραση της μέρας στα πόδια του και κάθισε σ’ ένα παγκάκι, λιγοστοί οι διαβάτες, όλοι ήταν σπίτια τους, με τις οικογένειες τους, γύρω απ’ το γιορτινό τραπέζι. Οι μνήμες ξεχείλιζαν μέσα του, μικρά ήταν όταν έπαιζαν σ’ αυτήν την πλατεία, να εκεί στο σιντριβάνι, παραμονή Χριστουγέννων και χιόνιζε, τα δύο του παιδιά, τα ξενιτεμένα.

Έσυρε τα βήματα βαριά, μέχρι που έφτασε στο παγωμένο σπίτι του. Άναψε το φως του πορτατίφ, κάθισε στην πολυθρόνα, δεν είχε στολίσει, δεν είχε κάνει καμιά ετοιμασία. Άλλωστε μόνος έμενε. Γιόρταζε, «κανείς δεν με θυμήθηκε ακόμα», σκέφτηκε, εκτός από λίγους γνωστούς, παλιούς φίλους και πελάτες.  «Τα παιδιά μου, ίσως να με πάρουν τηλέφωνο αύριο κι αν», σκέφτηκε. Στο τραπεζάκι δίπλα του, φωτογραφίες μιας ζωής, η γυναίκα του κι εκείνος νιόπαντροι, τα παιδιά του, ο γιός του ο μεγάλος, η κόρη του όμορφη σαν τη μητέρα της. Όλοι μαζί μια ευτυχισμένη οικογένεια «που σκόρπισε», είπε.

Σε μια στιγμή, έβγαλε το χαρτί που είχε στην τσέπη του πουκαμίσου, «Ιατρικές Εξετάσεις Χρήστος Δαφνόπουλος», η καρδιά του έπασχε σοβαρά, ο γιατρός του έδινε μια βδομάδα το πολύ ζωή, και είχε ήδη περάσει η βδομάδα, δεν το είπε σε κανέναν, ούτε καν στα παιδιά του. Σπάνια μιλούσαν πια, εκείνος Γερμανία, εκείνη Ελβετία, έστησαν οικογένειες, είχε πέντε εγγόνια, και τα βλέπει μόνο από φωτογραφίες. Κι όταν μιλούσαν τον μάλωναν. «Κλείστο το ρημάδι, τι θέλεις και παιδεύεσαι», του έλεγαν κι κείνος πείσμωνε. «Μόνο πεθαμένο θα με βγάλουν από μέσα», τους απαντούσε, και δεν είχε άδικο, ήταν όλη του η ζωή, κληρονομιά από παππού σε πατέρα και ύστερα σ’ εκείνον.

Η ώρα περνούσε, πάλι οι θύμησες τον κατέκλυζαν, παραμονή Χριστουγέννων στο σπίτι, στολισμένο δέντρο, δωράκια από κάτω και κείνα να τ’ ανοίγουν γεμάτα χαρούμενη αδημονία. Έξω, χιονίζει, εκείνη πανέμορφη, λαμπερή, να φροντίζει για όλα, το τραπέζι, με κάθε λογής φαγητά, γλυκά. Καλεσμένοι συγγενείς, φίλοι, το τζάκι να προσφέρει την θαλπωρή του.

Ω! Πόσο μόνος ένιωθε και κρύωνε, πόσο κρύωνε η καρδιά του. Τον συνέφερε το κουδούνισμα του τηλεφώνου, ήταν ο γείτονας απέναντι από το μαγαζί του. Του είπε, πως βλέπει φώτα μέσα και κίνηση. Φοβόταν για κλέφτες. Το έκλεισε, και όσο μπορούσε πιο γρήγορα, παρά την κούρασή του, έτρεξε να φτάσει. Τελικά, δεν ήταν κανείς, απόλυτη ησυχία, «ιδέα του, θα ήταν», είπε. Καμία παραβίαση, μπήκε μέσα, κοίταξε, όλα στη θέση τους.

Κλείδωσε ξανά, αυτήν την φορά παίρνοντας το καραβάκι του μαζί. Να του κάνει παρέα. Ξανά μ’ αργά βήματα. σχεδόν σέρνοντας, έφτασε σπίτι, έβαλε το κλειδί στην κλειδωνιά. Άνοιξε και ξάφνου, όλα άναψαν γύρω του και μέσα του. Οι αγκαλιές άνοιξαν, τα χαμόγελα διαδέχτηκαν τη θλίψη του. Είναι τα παιδιά του, ο γιος, η κόρη του, με τους συζύγους τους και τα εγγονάκια του και πίσω τους, ο Βαγγέλης μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο.

-Στο είπα κυρ Χρήστο, ότι δεν θα σ’ αφήσω μόνο.

-Εσύ τα έκανες όλα, ε!

-Ναι! Εγώ! Τους είπα ένα μικρό ψεματάκι, ότι πεθαίνεις τάχα, δεν ξέρω αν το πίστεψαν, αλλά ήθελαν να ‘ρθούνε, μάλλον, είπε ο Βαγγέλης.

-Μπαγασάκο, σ’ ευχαριστώ, του είπε και του έδωσε μια αγκαλιά.

Ήταν τόση η χαρά του, που την μεγάλωσε η απόφαση του μεγάλου γιου του, να γυρίσει και να εγκατασταθεί μόνιμα πλέον στην πατρίδα, επενδύοντας στην επιχείρηση του πατέρα του. Το τραπέζι στρώθηκε, γιορτινό, χαρούμενο, σαν τότε, με το καραβάκι του παππού του, στολισμένο, ολοφώτεινο, να αρμενίζει στην ευτυχία.

Ξημέρωνε Χριστούγεννα, όταν ο κυρ Χρήστος ξάπλωσε μετά από καιρό χαρούμενος, με μια ζωή γεμάτη. Με την καρδιά του να πεταρίζει αγαλλίαση.  Μέχρι που σταμάτησε. «Τον πήρε το πνεύμα των Χριστουγέννων, να συναντήσει εκείνη», είπαν τα παιδιά του.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη