Παράπλευρες απώλειες, μικροζημιές που άφησε ο αέρας τούτος τις μαζεύω μία-μία. Στα περβάζια των παραθύρων και στα βήματα μου συναντώ τόσα φθινοπωρινά φύλλα που μου δείχνουν τον δρόμο για το τι με περιμένει και τι πρέπει να κάνω αυτό το απόγευμα. Παράπλευρα και τυχαία από την εποχή και τη μνήμη μου δεν πέρασε ο αέρας τούτος του απογεύματος. Κανείς δεν κατάλαβε πώς ήρθε, πώς έφυγε. Ο καιρός έχει αλλάξει. Τα νέα και τα ραδιοκύματα το λένε εδώ και χρόνια. Και ο αέρας, είτε από τα βουνά, είτε από τα πελάγη, θα κάνει αυτά που θα του πει η εποχή και τα βαρομετρικά της. Το πέρασμά του θέλω να πιστεύω δεν ήταν και τόσο απότομο και άγαρμπο. Κρύος αέρας ήτανε. Να πω την πάσα αλήθεια, δεν κρατούσα και θερμόμετρο στο στόμα του δεν έβαλα αν έχει πυρετό, αλλά ούτε και να ελέγξω αν ήταν πάνω από το όριο ταχύτητας η ορμή του. Αυτό είναι μόνο για τους οδηγούς για να διαβάζουν τις πινακίδες όταν κυκλοφορούν στους δρόμους των κατοικήσιμων περιοχών. Τώρα, αν πατάνε γκάζι και γίνονται καπνός και όπου φύγει-φύγει, μάλλον θα ‘ναι επειδή πήρανε τα μυαλά τους αέρα. Ας κόψω αυτόν τον αέρα των λωρίδων συγκοινωνίας και ας παρκάρω σε αυτή την πραγματικότητα του φθινοπώρου, του τώρα. Παράπλευρες απώλειες μείνανε μια στο φεγγαρόφωτο και μια στο φάλτσο των φαινομένων στα φθινόπωρα να αιωρούνται και να πέφτουν όπως και τα φύλλα των δέντρων. Έφερε και ξεσήκωσε μπαϊράκια. Από χάρτες και καταφύγια πέρασε η μπογιά του. Φθορές και φωνήεντα είχε στην πλάτη του φορτωμένα. Και την κατάλληλη στιγμή είπε το ρόλο του σαν νεράκι. Τώρα πια φιλτράρω τα λόγια του και τι ακριβώς ήταν αυτοί αγέρηδες και με τα μποφόρ τους ταξιδεύω ακόμη.
Έβλεπα δε τις επιθυμίες, τα φιλότιμα και τα μαρσαρίσματά του από το μεσημεράκι. Πίσω από τις κουρτίνες του σαλονιού φύσαγε, ξεφύσαγε. Κάποια στιγμή με λίγη φαντασία φόρεσε τα φτερά του. Κάποια άλλη στιγμή, μια πιο φρέσκια του πνοή από τα φύκια του ωκεανού και ένα άλλο αεράκι επέστρεφε. Όλα τα φυλλοβόλα δέντρα, το χορτάρι και το τσιμέντο δεν είπανε κουβέντα. Και οι αγέρηδες καμμιά φορά κάπου να πούνε θέλουν. Και οι εποχές φιλόξενα τους αποδέχονται. Και το φθινόπωρο, εκεί όπου όλοι οι πόροι και οι απορίες φθίνουν, εκεί που συναντιόμαστε, εκεί χανόμαστε. Με το «ποιος καλός αέρας σε έφερε εδώ», με τον ίδιο τόνο αλλά με άλλη ματιά, στο καλό, αέρα στα πανιά σας και όλα κάνουν τον κύκλο τους. Όπως και ο μικρόκοσμος που μας κατοικεί και κατοικούμε.
Και να το αποτέλεσμα. Σε μια γωνιά λοιπόν του κήπου, κίτρινα κάστρα από φύλλα από την μια μεριά, καφετιά από την άλλη, με περιμένανε. Και ‘γω, στο πάνω κάτω της απόστασής τους, αφού και στο ενδιάμεσο τους υπήρχαν ξυλαράκια, κοκκινοπράσινα φύλλα δέντρων από τους διπλανούς κήπους και ό,τι άλλο ξερίζωσε, παρέσυρε, βρήκε στο δρόμο του αυτός ο αέρας, το αράδιασε μπροστά μου.
Όλα αυτά γίνονται αφού έχει ήδη φύγει ο αέρας, ο ακατονόμαστος, και πριν νυχτώσει με έβαλε να μαζέψω τα έργα του. Η αρχή λένε είναι το ήμισυ του παντός για να κάνεις κάτι. Θέλει κότσια και κάποιο αεράκι διαφορετικό για να κάνεις το πρώτο βήμα. Κάτι ξυλάκια που είχα βάλει για ομορφιά και να κρατάνε το νερό της βροχής στο φράχτη τα βρήκα. Και τις γλάστρες με τα ζαρζαβατικά τις μετακίνησε. Μικρό ή μεγάλο το κακό έπρεπε να τις φέρω στα ίσα τους. Φαίνεται ότι οι αντιστάσεις τους στο πέρασμα του αέρα, χωρίς όνομα κράτησαν και κρατήθηκαν στο ύψος τους, όπως μπόρεσαν. Πιο κάτω τις ελιές και την κορμοστασιά τους δεν τις πολυπείραξε. Λίγο κάποια κλαδιά τα έπλεξε με άλλα και νομίζω ότι εδώ τα πράγματα και τα χώματα δείξανε χαρακτήρα και πυγμή. Κάτι ανεμώνες, από εκεί πολεμήσανε όσο μπορέσανε, αλλά αράξανε στο τσιμέντο. Στα χέρια μου τις πήρα αλλά όπως φαινότανε δεν είχανε άλλη ζωή και μια παράταση να τους έδινα βάζοντας στο χώμα τους ξανά, μάλλον θα ήτανε και χαμένος χρόνος και κόπος μαζί. Μα το τραπεζάκι και τις καρέκλες μπαλκονιού, βόλτες τις έκανε. Φιγουρατζής ο ανώνυμος αέρας. Συναυλία για την πάρτη του έφτιαξε σε ελάχιστο χρόνο και τα φύλλα και τις βροχές είχε για θεατές και χειροκρότημα.
Έλεγα και ξανάλεγα και ο αέρας αυτής της στιγμής έπαιρνε τα λόγια μου ή τις σκέψεις μου χωρίς κανείς να απαντάει και χωρίς κανείς να με βοηθάει σε αυτό. Μικροζημιές και κάποια σχοινιά που κρατούσαν τις ντομάτες δεν λυθήκανε οι κόμποι τους αλλά φύλλα από την γειτονιά και τους γύρω κήπους είχανε μπόλικα. Με τα χρόνια να περνάνε, ξέρεις και τα φθινόπωρά σου και τα φύλλα τους. Όπως και τους φίλους και τις φωνές και τις φυγές και τα φρούτα τους. Λίγο πολύ καθάρισα, σκούπισα ό,τι πειράχτηκε από το πέρασμα του αέρα τούτου. Κι ενώ αυτά γινήκανε έξω, κάποια στιγμή μια μυρουδιά από ξύλα από τζάκι πηγαινοερχόντανε μια στη μύτη μου, μια στους τοίχους και στο φράχτη. Στον αέρα πηγαινοέρχονται και με έβαλε σε δοκιμασία από τι ξύλο ήτανε. Να ‘τανε καρυδιά, να ‘τανε βελανιδιά, τι να ‘τανε.
Ό,τι και να ‘τανε, να λοιπόν που ετούτο εδώ το αεράκι της φωτιάς γέμισε το απόγευμα με κάτι ευχάριστο. Σαν να μύριζα κάστανα στο χωριό και ας χτύπαγε ο αέρας και ομίχλη να έκρυβε το βουνό και την πόλη, δεν με ένοιαζε. Άλλα τα μεράκια αυτά, από άλλες φλόγες έρχονται οι σπίθες τους και άλλες απώλειες γεμίζουν.
Αφού λοιπόν όλα του κήπου μπήκανε στην σειρά τους και τα φύλλα τα φθινοπωρινά στο κάλαθο των χωμάτων -γιατί όλα έχουν την θέση τους- τα σκουπίδια της ημέρας, σε αυτόν τον κάδο, τα χώματα σε αυτόν τον κάδο, τα πλαστικά και τα ανακυκλωμένα εκεί, κάπως δικαιωμένος αλλά και λίγο κουρασμένος, με βρήκε και η νύχτα. Έπλυνα τα χέρια μου και άλλαξα τα ρούχα του κήπου. Γιατί κάθε χώρος έχει τα ρούχα και το χρόνο του. Και τον κάδο του και τον αέρα του. Έτσι λοιπόν αφού είχανε ηρεμήσει τα πάντα, σαν να είχα τον έλεγχο για το τι άλλο θα έρθει με ένα ποτηράκι κόκκινο κρασί στο μπαλκόνι μου απολάμβανα τη νύχτα που σιγά σιγά ερχόντανε. Παραπλεύρως, στα διπλανά μπαλκόνια και στην αυλή τους, έβλεπα-δεν έβλεπα ψυχή.
Το φθινόπωρο των φύλλων είχε κάνει την επίσκεψη και εκεί και άφησε τα διαπιστευτήρια του στα χώματα και στα τσιμέντα τους. Να πω την πάσα αλήθεια, όταν φυσάει ούτε τοίχοι, ούτε τζάμια, ούτε σιωπές δεν γλιτώνουν από αυτές τις επιδρομές. Άλλοτε θα ‘ναι ήρεμες, άλλοτε απότομες και ο καθένας θα μετράει τι άφησε ο αέρας άλλα και τι πήρε όταν κόπασε.
Η νύχτα όμως είναι νύχτα. Σκεπάζει τις ζημιές του κήπου, μέχρι να τις δει το ξημέρωμα. Εποχιακά μιλάει, μόνιμα σιωπά. Γουλιά γουλιά μάζευα τις σκέψεις μου, όσο πιο σιωπηλά μπορούσα. Για να μην μου πάρουν τον αέρα, λόγια του αέρα, κοπανιστά λόγια σκιές και αερικά της μνήμης δεν βρήκανε χώρο, ούτε χαραμάδα να πουν δεύτερη κουβέντα. Μπήκανε και αυτά στην θέση τους μαζί με τις χαρές, τις απώλειες και τις ζημίες που είχανε τα περάσματά τους.
Περνούσε η νύχτα και μου έδειχνε ότι ήταν αρκετά αεράτη ντυμένη αλλά και ξέρει και τη δουλειά της και τα βήματά της να κάνει σωστά. Είχα και τον έλεγχο του χώρου και μάτια και στην πλάτη. Είχα και τις πόρτες ερμητικά κλειστά. Η Νύχτα η φθινοπωρινή έχει μια γοητεία αυτή η φθορά, τόλμησα να ξεστομίσω. Κάποια άλλη νύχτα θα συναντήσει το θλιμμένο παγκάκι του πάρκου, το σκοτάδι του ωκεανού, το λίγο του ήλιου στο που και που όταν βγαίνει. Η νύχτα μετράει απώλειες, κερδίζει απώλειες και όλα φθινόπωρα που μοιάζουν
Επομένως, μια στον Λεβάντε, μια στον Πουνέντε μου, οι συντεταγμένες των δεδομένων της κλεισούρας και της νύχτας, ήταν και όριο μου αλλά και μια καινούργια πρόκληση. Κύματα και πνοές τραγουδιών έβαλα εκείνο το βράδυ και τα φυλλοκάρδια μου, πήγανε σε εποχές καλοκαιρινές. Ο αέρας τους ήταν αλλιώς. Είχα τον αέρα του χρόνου με το μέρος μου. Δεν ήταν όλα φθινοπωρινά. Είχα κλείσει και τα φώτα, για τους γνωστούς λόγους ενεργειακής εξοικονόμησης, η θερμοκρασία δωματίου ήταν όπως και της νύχτας εκείνης, πήγαινα που λέτε όπως λέει και η εποχή, κόντρα στο άνεμο πήγαινε το μυαλό μου και οι μικροζημιές των έργων, φωνών και σιωπών που βρέθηκαν στο δρόμο μου πήγανε στο καλό τους. Αμπελοφιλοσοφίες σαν φελλοί με άδεια μπουκάλια στο ωκεανό της νύχτας, άλλοτε σκαλώνανε στα φύκια του χρόνου και άλλοτε γινόντανε φάροι και φωτογραφίες κιτρινισμένου χτες. Να είναι προετοιμασμένος για ανομβρίες, ξηρασίες καιρών αλλαγές αλλά και για ακρίβειες βίωσης και επιβίωσης. Όλες οι στιγμές σαν φάσεις παιγνιδιού δείχνουν αντοχές και οι εποχές τον κύκλο τους. Η νύχτα του φθινοπώρου αυτού αν και φτάνει στο τέλος της ένα γλυκό φεγγάρι θέλει να την βγάλει στο ξημέρωμα. Και αν δίπλα της σφυρίζουν στον αέρα της τα φύλλα και άγραφες σελίδες μου και αυτές θα κάνουν τον κύκλο τους.
Ανοίγω και το παραθυράκι της κουζίνας. Ο φωταγωγός της πολυκατοικίας μαζεύει σιωπές που φλυαρούν και φιλιά του αέρα και των τοίχων που μας κατοικούν. Τα φώτα και τα φωτοκύτταρα των διαφημιστικών πινακίδων πιο κάτω έχουν μειωμένη ένταση όπως τα βλέπω από ‘δω.
Κινητά απενεργοποιημένα και η λειτουργία των φαξ ανήκει σε άλλα φθινόπωρα επικοινωνίας. Και ο καιρός μέχρι να φτιάξει, ο τροχός της ζωής και η τύχη σου, θέλει και να έχεις και όλα τα φρένα σου στο φόρτε τους. Όπως και οι αέρηδες όταν φανερώνονται, την φαιά ουσία σου την κάνουν φύλλο και φτερό ή την φρονιμεύουν.
Αφήστε το σχόλιο σας