Στους δρόμους ολοένα και πιο πολλές γυναίκες με φθηνά παπούτσια, αφρόντιστα μαλλιά
κι αριστερά όνειρα,
τι είδους άντρες τις αγάπησαν;
Δυο σπουργίτια παίζουν στο πέταγμα κυνηγητό στο πανύψηλο φανάρι,
τι γυρεύουν εκεί;
Μια πολύβουη πόλη, καταμεσής καλοκαιριού, ασθμαίνοντας ανηφορίζει
τη μέρα ένα γέρικο λεωφορείο, τυλιγμένο στη σκόνη του και στη λησμονιά μας.
Ας ήταν να κρεμόταν όλος ο κόσμος από τη μυρωδιά του γιασεμιού,
τα ρολόγια θα μετρούσαν απαρχής κι ίσως το ίδιο οι ευχές κι η άδολη αγάπη.
Ας κοιμηθούμε στ’ όνειρο, γιατί παίρνει να βραδιάζει…
Αφήστε το σχόλιο σας