«Πέρσα η γηραιά έφηβη», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Μεγάλη γυναίκα πια η Πέρσα στο γέρμα της ζωής της μεν, αλλά με διάθεση έφηβης που είναι ικανή ακόμη και να ερωτευτεί. Με μόνα τα χρόνια να βαραίνουν τους ώμους της, δεν αισθανόταν ούτε μία αλλαγή στον τρόπο που πετάριζε για ζωή η καρδιά της και το μυαλό της ακολουθούσε την συνηθισμένη ρότα της σκέψης του, χωρίς γεροντικές αλλοιώσεις και δραματικές αλλαγές. Κοντολογίς, μόνον το περίβλημα άλλαξε από τα χρόνια, τα οποία και πουθενά αλλού δεν επέφεραν σημάδια παρακμής,  αρτηριοσκλήρυνση ενέργειας σώματος και πνεύματος. Όσο για το ηθικό, ’’ακμαιότατο κυρ λοχία’’! Είπαμε. Ήταν μία γηραιά έφηβη κυρία, που είχε ζωγραφίσει με μπογιές δικού της ουράνιου τόξου έναν παράδεισο επίγειο, μπήκε μέσα, θρονιάστηκε στην πιο όμορφη θέση του, έχοντας για μοναδική της παρέα τον laptop,τα χαρτιά και τα μολύβια της, χωρίς να αναρωτιέται πώς και δεν υπήρχε ένας ΑΔΑΜ ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΥΑ ΕΚΕΙ ΜΕΣΑ ως είθισται στους ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥΣ! Έγραφε τις ιστορίες της, άλλες γεννήματα της φαντασίας της και άλλες βιωματικές, που με το να τις αφηγείται ξανά και ξανά τις κρατούσε φρέσκιες, θαρρείς και συνέβησαν όλως προσφάτως.

Όχι, ας μη νομιστεί ότι ζούσε μόνον με αναμνήσεις. Αυτές, τής ήταν χρήσιμες για τις αφηγήσεις. Η Πέρσα το ζούσε το σήμερα όπως είπαμε, νιώθοντας νέα, μα τόσο νέα, που ντρεπόταν να το ομολογήσει στις φίλες της τις ίδιες, που ήταν πολύ μικρότερές της, στην ηλικία σχεδόν των παιδιών της. Δεν επεδίωκε να κάνει παρέα με τα νιάτα, αλλά τα νιάτα αναζητούσαν την παρέα της, για να λέμε την πάσαν αλήθεια και του στραβού το δίκιο.

Σήμερα, τη βρίσκουμε για ακόμη μία φορά στον παράδεισό της, όπου μας  επέτρεψε να μπούμε για λίγο, και να της κάνουμε ή να μας κάνει συντροφιά, με μια της ιστορία που θα έχει την σφραγίδα και την αυθεντικότητα που την χαρακτηρίζει…

ΚΛΑΚΕΤΑ…

Πάμε…

Τα πρώτα χρόνια του ξεριζωμού από τις χαμένες πατρίδες της Ιωνίας, ναι μεν προσπαθούσαμε να προσαρμοστούμε με τα λίγα αγαθά που μας έλαχαν μετά το shock της αναγκαστικής εγκατάλειψης των πολλών και πλούσιων που αφήσαμε πίσω μας, αλλά τις βασικές μας συνήθειες  δεν λέγαμε να τις ξεχάσουμε ούτε κατά κεραίαν, που λένε. Ήταν τόσο βαθιά ριζωμένες στο DNA μας, που και να το θέλαμε, αυτές δεν άλλαζαν.

Μία από αυτές ήταν και το μπουγάδιασμα των ασπρόρουχων, πράγμα για το οποίο έτρωγε τα χεράκια της η βοηθός μου στο νοικοκυριό η Σουλτάνα. Έχω ξαναμιλήσει  για το κορίτσι αυτό και δεν θα κουράζομαι να αναφέρομαι στο άτομό της όταν μου δίνεται η ευκαιρία καλή ώρα σαν τούτη τη στιγμή. Ήταν μία Τουρκοπούλα έρημη και παντέρημη που την είχαμε  από μικρή στο  σπιτικό μας στης Σμύρνης το προάστιο το ξακουστό Σεβντίκιοϊ. Με τον ξεριζωμό μας δεν μας εγκατέλειψε, αλλά θέλησε να μοιραστεί την κακοδαιμονία μας όπως μοιράστηκε και τα χρόνια τα καλά μαζί μας. Ήμασταν απλά η οικογένειά της. Μπορεί η Χώρα, το Έθνος της να  είχε γίνει το εφιαλτικό τέρας του Ελληνισμού, μα το κοριτσάκι δεν μας έφταιγε σε τίποτα. Ήρθε μαζί μας στην Ελλάδα και μέχρι λίγο πριν την παντρέψουμε, ήταν το δεξί μου χέρι στο νοικοκυριό και μοιραζόμασταν την ίδια σπαστική μανία για καθαριότητα για πάστρα, όπως οι περισσότεροι συμπατριώτες μου.

Άπλωνε ας πούμε τα ασπρόρουχα στον λαμπερό ήλιο και ουαί και αλίμονο αν διέκρινα στο φως του κανένα λεκεδάκι. Γινόμουν… Τούρκος και αυτή έβαζε τα κλάματα σαν με έβλεπε να ξεκρεμάω το ρούχο και να το ξαναπλένω στη σκάφη μόνη μου και με κατεβασμένα  τα μούτρα που δεν άντεχε να τα βλέπει. Και μιλάμε για πλύσιμο στη σκάφη, γιατί το πλυντήριο ρούχων ήταν terra ignota για την Εποχή εκείνη.

Μια χειμωνιάτικη ηλιόλουστη μέρα από κείνες τις  αλκυονίδες που δίνουν γεύση καλοκαιριού μέσα στο Γενάρη, αφού η Σουλτάνα άπλωσε τη μπουγάδα κατέβηκε από την ταράτσα να απολαύσει  το μερακλίδικο καφεδάκι τής ξεκούρασης που  της ετοίμαζα με ευγνωμοσύνη για την δουλειά της που μου  την πρόσφερε με την καρδιά και με  την τέχνη της τολμώ να πω. Το σπαστικό μου σύνδρομο βέβαια με οδήγησε με κάποιο πρόσχημα να ανέβω να ρίξω και εγώ μια ματιά στα απλωμένα ασπρόρουχα κυρίως τραπεζομάντηλα.

ΚΑΙ ΘΕΕ ΜΟΥ τι ήταν αυτό; Δυο μαύροι λεκέδες στο αγαπημένο και πανάκριβο τραπεζομάντηλο που έβαζα μετά από άψογο σιδέρωμα στην καλή τραπεζαρία και σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

«Σουλτάναααα!»

«Τ’ είναι καλέ κερά μου;»

«Είναι να κοπιάσεις για λίγο πάνω…»

«ΏΧΟΥ πάλε παραξενιές προβλέπονται…”

«Τι είναι τούτα μπρε κορίτσι μου;»

«Ποια ‘’τούτα’’ καλέ κερά μου. Ποια ‘’τούτα;’’ με λες; Εγώ δεν γλέπω τίποτις.»

«Δεν βλέπεις λοιπόν, ε; με κογιονάρεις κι’ από πάνω Σουλτάνα μου;»

«Πού ‘ ναι καλέ κερά μου  να σε χαρώ; δεν γλέπω τίποτις σε λέγω. Να το ξαναπλύνω αν δεν σού αρέσει, άλλο αυτό, μόνο λεκές γιοκ.»

«Γιατί μπρε μού το κάνεις αυτό;»

«Τι σε κάνω κερά Πέρσα μου. Δείξε μου πού ακριβώς είναι οι λεκέδες κάτι θα έχουν τα μάτια μου και δεν τους διακρίνω, συμπάθα με. Μόνο δείξε μου, πού ακριβώς».

«Χμ μια είναι εδώ, μία εκεί…»

«Και μία πάρα πέρα… Αχ καλά σε λέει ο αφέντης  Sherlock Holmes για κλάματα. Μόνον ο φακός του σού έλειψε. Οι δυο σου οι λεκέδες είναι όσα και τα μυγάκια που έχουν κολλήσει στα γυαλάκια σου πάνω και σού κάνουν πλάκα. Θα το λέω στα παιδιά και θα πεθάνουμε στο γέλιο.

Είπα κι εγώ! Αφού εγώ είμαι πιο σπαστικιά από σένα σε τέτοια πράγματα…» είπε σκασμένη στα γέλια και κατεβήκαμε τη σκάλα αγκαλιά.

Στη θύμηση αυτή, πάντα με πιάνουν τα γέλια  και σαν να έριξα από τότε και λίγο νερό στο κρασί μου, γιατί το είχα παρακάνει με τις υπερβολές μου…

Το λάτρευα αυτό το αλλόθρησκο κορίτσι και όχι βέβαια γιατί μου έπλενε τα ασπρόρουχα και με ξεκούραζε ενώ τα παιδιά μου πέρα έβρεχε, μα γιατί παρά την τεράστια διαφορά ηλικίας μας ήμασταν φίλες. Είχε λεπτό χιούμορ και μια φωνή κοντράλτο που μάγευε με τα Σμυρνέικα  τραγούδια της.

Μια άλλη φορά θυμάμαι, την ώρα της μεσημεριάτικης σιέστας που στο  σπίτι συνήθως επικρατούσε απόλυτη ησυχία, σαν να άκουσα έντονες ομιλίες από την μεγάλη σάλα μας. Άλλο και τούτο. Στο σπίτι ήμασταν οι τρεις μας, ο άντρας μου ο Δημητρός, η Σουλτάνα μου κι’ εγώ. Ο Δημητρός κοιμόταν του καλού καιρού, οπότε η Σουλτάνα μιλούσε. Δεν μου άρεσε αυτό που έκανα αλλά έστησα αυτί που λένε. Με ποιον όμως μιλούσε τέτοιαν απαγορευμένη  ώρα; Ποιος ήρθε στο σπίτι μου και εγώ είδηση δεν τον πήρα; Για να είναι δε η πόρτα του σαλονιού κλειστή, σήμαινε ότι η Σουλτάνα δεν ήθελε άλλον στην κουβέντα της πέραν του συνομιλητή της. Μυστήριο. Λίγο σαν να σκιάχτηκα. Κάτι σοβαρό θα συνέβαινε και εγώ δεν είχα ιδέα τι γινόταν στο νοικοκυριό μου, κι’ ο κύρης μου το ίδιο, αφού κοιμόταν αμέριμνα.

Σε μια στιγμή την άκουσα να κλαίει.

Που να πάρει η ευχή να πάρει, ποιος ή ποια έκανε το κορίτσι μου να κλαίει; Αγρίεψα, μα δεν θέλησα να επέμβω ή να διακόψω. Πήρα μία καρέκλα και στρώθηκα απ’ έξω. Τι διάβολο, κάποια στιγμή ο μυστηριώδης επισκέπτης του μεσημεριού, θα την έκανε, οπότε θα λυνόταν το μυστήριο της ταυτότητάς του. Μα όσο και αν περίμενα, ούτε η πόρτα του σαλονιού άνοιγε ούτε οι ομιλίες σταματούσαν.’’ Μάλιστα κυρία μου μας αποκαλείτε Sherlock Holmes και αηδίες ε να μη λύσουμε και τούτο  το μυστήριο που μας το φέρατε να μας επισκεφτεί μεν, αλλά τον κλείνετε στα σαλόνια και πιάνετε την πάρλα με τις ώρες και εμάς μας αφήνετε αγενώς στην απόξω;’’ μουρμούρισα.

Εντωμεταξύ η φωνή της Σουλτάνας, μια υψωνόταν, μια γινόταν ικετευτική. Α, δεν πάμε διόλου καλά, κάτι τέτοιο δεν είχε ξανασυμβεί στο σπίτι μου από όσο θυμόμουν.

«Πέρσα καφέεε» ξύπνησε το αφεντικό και άρχισε τις προσταγές εν είδει χαριτολογήματος. Εδώ συμβαίνουν σημεία και τέρατα και εκείνος τον καφέ του. Θα μού πεις ακόμη δεν είχε ενημερωθεί για τα καθέκαστα. Σύμφωνοι. Αλλά και τούτο, ήταν άλλο ένα μυστήριο. Γιατί κάλεσε ο Δημητρός ΕΜΕΝΑ να του κάνω τον καφέ που τον ήθελε πάντα από τα χέρια της Σουλτάνας που τον πετύχαινε ακριβώς με τον αριθμό των φουσκαλών που επιθυμούσε. Νευρίασα. ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΔΩ ΜΕΣΑ ορέ γείτονες;

«Δημητρό μου να περιμένεις, θ΄ αργήσει το καφεδάκι σου λίγο, δεν θα πάθεις και τίποτα αφέντη και κύρη μας αν αργήσουμε ε;»

«Και ο λόγος κοκόνα μου;»

«Τώρα πού να σου εξηγώ…»

(Και να γίνεται ο διάλογος αυτός δυνατά μα η πόρτα ΚΛΕΙΣΤΗ, ΘΕΟΚΛΕΙΣΤΗ).

«ΑΝ προσπαθούσες;»

«Δεν προσπαθώ. Δημητρό σταμάτα. Υπάρχει λόγος».

«Κύριε των Δυνάμεων…. Τι κάνεις αυτού κοκόνα μου; Σε ποιον έστησες καρτέρι;»

«Σσσ… σσσ… έλα δώθε και άκου».

«Σαν τι να ακούσω καλή μου;»

«Δεν ακούς;»

«Σαν κάτι να πήρε το αυτί μου. Η Σουλτάνα μιλάει; Με ποιον;»

«Ούτε που ξέρω Δημητρό μου και θα ‘πρεπε, δεν νομίζεις;»

«ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΚΤΥΠΑΣ;»

«Είναι σωστό λες;»

«Στάσου και θα δούμε»…

Τοκ, τοκ, τοκ…

«Ομπρός. Ποιος είναι περικαλώ;»

«Άνοιξε που θέλω κάτι να σού πω…»

«Τι είναι αφέντη;»

«Συγγνώμη αν διακόπτω αλλά με ποιον μιλάς τόσην ώρα;»

«Εγώ; Με κανέναν».

«Και τόσην ώρα που παρλάρεις σε ποιον λες τις κουβέντες σου Μωαμεθανή μου;»

«Ααα αυτό λες; Να, στην καλή μας την καρέκλα που κουτσάθηκε το πόδι    της και όσο και αν προσπάθησα γιατρειά δεν παίρνει. Μπρε της είπα, μπρε της ματάπα ΤΙΠΟΤΙΣ. ΤΟ ΠΟΔΙ της ΚΟΥΝΙΕΤΑΙ. Πρέπει να την πάω στο γιατρό, στον μαραγκό πα να πει μπας και τη γιάνει…»

Ο Δημητρός σκασμένος στα γέλια γυρνώντας σε εμένα  είπε:

«Γυναίκα σταμάτα να βλέπεις παντού μυστήρια. Όλα τα πράγματα έχουν την  εξήγησή τους.

Κάνε μου τώρα εκείνο το έρμο το καφεδάκι να σε χαρώ…»

Αυτή ήταν η αρχή των περίφημων μονολόγων της Σουλτάνας. Ίσως κάποτε μιλήσω και γι’ αυτούς. Το γλυκό μου το κορίτσι, έδινε ζωή στα άψυχα αντικείμενα, τους μιλούσε και υποψιαζόμαστε ότι έπαιρνε και απαντήσεις στα ερωτήματα που τους έθετε. Μα γι’ αυτές δεν μας μίλησε ποτέ. Γιατί άραγε;

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη