“Πέννυ”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Από την εποχή του άπιστου Θωμά και μετά, αν οι άνθρωποι δεν βάλουμε το χέρι πάνω στις πληγές, να νοιώσουμε το βάθος, δεν σιγουρευόμαστε. Έτσι, από καιρό σε καιρό, η Αναστασία, βούταγε τα χέρια της, όσο πιο βαθιά γινόταν στη θύμηση και ταξίδευε. Συντροφιά με τη φίλη της, την Πέννυ. Αν τα χέρια μάτωναν κι η ψυχή πονούσε, έτσι ήταν ο δρόμος για τη λύτρωση.

Ιδιόρρυθμο παιδί από μικρή η Αναστασία, πάντα ένιωθε ότι κάτι ήταν αλλιώς πάνω της. Θες τα κοτσιδάκια, που με ευλάβεια τής έφτιαχνε η μαμά της κάθε πρωινό για το σχολείο και συχνά της τραβούσε, όταν εκείνη διαμαρτυρόταν για τούτο ή για κείνο, θες κι αυτή η εμμονή της… Θα’ θελε, λέει, να υπάρχει μια μεγάλη συσκευή στο σπίτι, να μπορεί να βλέπει τι κάνουν οι συμμαθήτριές της, στον παράλληλο χρόνο. Δεν ήταν από διαστροφή, όχι, τώρα μπορούσε να το εξηγήσει ακριβώς, ο χρόνος την τυραννούσε και το ταξίδι μας σ’ αυτόν. Ακόμα την βασανίζει. Δεν έχει να κάνει που μεγάλωσε και τα μαλλιά της είναι κοντά κουρεμένα. Ακόμα με κοτσιδάκια ζει την ζωή της κι ας έχει δυο παιδιά.

Παράξενο πράγμα ο χρόνος. Ακόμα πιο παράξενο η θύμηση. Έτσι, δρασκέλιζε τα παιδικά της χρόνια, και βρισκόταν ξαφνικά στην εφηβεία. Αταίριαστες, οπτικά, οι δυο φίλες. Η Αναστασία, κοντούλα, τώρα με μια κοτσίδα και μ’ ένα σώμα σχετικά ατσούμπαλο, με σκούρα ποδιά και σοσόνια κι η Πέννυ, ένα ψηλό κορίτσι, με καρέ μαλλιά και φράντζες, λιγνή κορμοστασιά και με δυο μάτια αμυγδαλωτά, να φυλακίζουν καρδιές. Οι ψυχές τους όμως συμπορεύονταν. Σαν έμπαινε ο καθηγητής των Μαθηματικών στη τάξη, έδιναν τα χέρια και περίμεναν, με καρδιές που χτυπούσαν σε λάτιν ρυθμούς, την ετυμηγορία. Σταυροπούλου, στον πίνακα. Το υπόλοιπο της ημέρας, το κατανάλωναν να γράφουν η μια, κάτι στην άλλη. Από κείνα τα γραπτά θα πρέπει κάτι να έχει ζήσει, καταχωνιασμένο σε κανένα ντουλάπι της μαμάς της Πέννυς. Πηνελόπη την είχαν βαφτίσει. Έπεφτε όμως μακρύ και λιγάκι ντεμοντέ στην μαμά. Όλες οι μαμάδες δεν ορίζουμε τα ονόματα των παιδιών μας; Από κει ξεκινώντας θέλουμε να τους ορίζουμε και τις ζωές.

Η Πέννυ, λοιπόν, έγραφε καθημερινά. Πίστευε πως το ημερολόγιο σου έδινε κάτι πολύ σημαντικό. Τη δυνατότητα να γυρνάς πίσω και να ξαναζείς στιγμή στη στιγμή, τη ζωή σου. Ή πάλι, καθώς περνούσαν τα χρόνια, να γελάς με την ελαφρότητα των καταστάσεων που κάποτε σε είχαν οδηγήσει στην απελπισία .

Δε χρειαζόταν η μια να κάνει ιδιαίτερη ανάλυση στην άλλη. Κοιτάζονταν στα μάτια και ξέρανε κι οι δυο. Τα βροντερά βάζανε μόνο σε λέξεις. Τα άλλα τα βρίσκανε γραμμένα μέσα στα ποιήματα ή στις νότες από το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» του Χατζηδάκη,  που είχε φέρει η Πέννυ στο σχολείο. Ήταν, πάντα, πολλά βήματα μπροστά η ψυχή της και τα βιώματά της. Ακόμα κι η Αναστασία, που ήταν η κολλητή της, κόμπλαρε όταν σε ένα πάρτι γενεθλίων της καθώς μπήκε μέσα στην τουαλέτα, την είδε να φιλιέται με το αγόρι της. Γιατί είχε φροντίσει, έμμεσα και με πολλή μαεστρία η μαμά της Αναστασίας να της δημιουργήσει ένα συναίσθημα απρέπειας, φόβου, ακόμα-ακόμα και αμαρτίας για τέτοιου είδους καμώματα στην ηλικία της εφηβείας. Τούτο το ίδιο συναίσθημα, την έκανε να νοιώθει τύψεις κάθε φορά που αγκαλιαζόταν με το τότε αγόρι της και τωρινό άντρα της. Είναι απρέπεια η αγάπη;

Κάθε φορά που η Πέννυ άφηνε την καρδιά της λεύτερη να ξανασάνει, η ζωή της φύλαγε μια έκπληξη στη γωνιά. Μια μέρα, ενώ είχε γυρίσει από το σχολείο, χωρίς οι γονείς της να το ξέρουν, τους άκουσε να μιλούν σιγανά για το διαζύγιο που είχαν αποφασίσει να πάρουν. Η Αναστασία, προσπαθούσε να βρει, τι ήταν εκείνο που τις έκανε τις δυο τους να καταλαβαίνονται τόσο πολύ. Η κατάσταση στο δικό της σπίτι, ήταν, ευτυχώς ομαλή. Χρόνια πολλά μετά και βασανίζοντας το μυαλό να θυμηθεί, έβρισκε τον εαυτό της στη μακρινή θύμηση, μπροστά στο πλυντήριο που βρισκόταν στην κουζίνα, αντίκρυ στον πατέρα της να ακούει ξανά την μάνα της να λέει, ορκίσου στα παιδιά πως θα σταματήσεις. Τελικά, όλα τα πράγματα έχουν την εξήγησή τους. Μόνο που δεν έχουμε πάντα την δύναμη ή την διάθεση να την ψάξουμε. Έχει μια ευκολία το να φτιάχνεις ψευδαισθήσεις και να κουρνιάζεις στη ζεστασιά τους.

Με τον καιρό, η βαθιά φιλία ξεμάκραινε. Κάτι η επιρροή της μαμάς της Αναστασίας επάνω της, που φοβόταν η κόρη της να κάνει παρέα με ένα τόσο προχωρημένο κορίτσι για την ηλικία του, φύλαγε τα ρούχα σου, κάτι η αδυναμία της Αναστασίας να ακολουθήσει, κάτι οι αναθεματισμένες εξετάσεις κι η πολυπόθητη επιτυχία, δεν ξέρω τι είδους επιτυχία και καταξίωση γεύεται τώρα που μιλάμε η Αναστασία. Πολλαπλά φάσκελα αποδοχής με μπόλικη πίκρα κι ύστερο γιατί.

Όταν η ζωή χωρίζει τους ανθρώπους, με τον απόλυτο χωρισμό και έξαφνα, χωρίς να παίρνει καθόλου υπόψη της τις ανάγκες τους ή τα θέλω τους, τότε οι άνθρωποι καταλαβαίνουν πόσο μικροί είναι οι ίδιοι και πόσα ανήμπορα βήματα βαδίζουνε πάνω σ’ αυτή τη γη. Τότε μόνο οι ψυχές ενώνονται με έναν άρρηκτο δεσμό. Σα να ζει ο ένας μέσα στον άλλο. Για τούτο το δέσιμο, η Αναστασία, πάρθηκε για λεσβία. Και έτσι δεν της δόθηκε η αγάπη από τον άντρα που λαχταρούσε η ψυχή της εκείνο τον καιρό. Έτσι τουλάχιστον, είπε εκείνος. Και τον είχε βάλει τόσο ψηλά η Αναστασία. Σ’ ένα βάθρο ψηλό για να μπορεί με ευκολία να προσκυνά την υψηλή του διανόηση. Γιατί εκείνη θρηνούσε, με τρόπο αφύσικα δυνατό και βασανιστικό, τον χαμό της παιδικής και εφηβικής της φίλης. Τι διεστραμμένο πράγμα η θλίψη! Ανάλογη του λεσβιακού, του ομοφυλοφιλικού, του ετεροφυλοφιλικού έρωτα. Τι απρόσμενη σύλληψη!

Από τότε, και χωρίς να το συνειδητοποιεί η Αναστασία, μετρούσε με τα χρόνια της ζωής της, τα χρόνια που δεν ζούσε η φίλη της.

Στην αρχή, όλα φαίνονταν άδικα και αβάσταχτα. Βάραινε ακόμα πιο πολύ η εφηβική της απόφαση να απομακρυνθεί από τη φιλενάδα της, γιατί ήθελε να σιγουρέψει την επιτυχία της. Ευχόταν να πεθάνει, για να μπορέσουν να συναντηθούν και πάλι, να πει συγνώμη, να γυρίσουν πίσω. Ύστερα, έδωσε υπόσχεση πως αν έκανε παιδιά, κάποιο οπωσδήποτε θα το ονόμαζε Πέννυ. Δεν έγινε έτσι. Όχι γιατί ξέχασε. Αλλά γιατί κατάλαβε πως ήταν παιδιάστικη τούτη η υπόσχεση. Όμως, μέσα της, την είχαν καθορίσει τα λόγια, που της είχε γράψει σε ένα σημείωμα η Πέννυ. «Χαμένη βασίλισσα η Αναστασία». «Όποτε σε σκέπτομαι, δεν μπορώ να μη θυμηθώ δυο στίχους του Βρεττάκου, ‘T’ όνομά σου/ ένας άρτος βαλμένος στην άκρη της γης / που περίσσεψε…’».

Στην Αναστασία έμενε τώρα να προσπαθεί να βολέψει το περίσσευμα. Πόσες τσέπες να ράψει στη ψυχή της να το χωρέσει, αν ήταν να μιλάμε για αυτού του είδους το περίσσευμα. Γιατί, αν μιλάμε για το άλλο, εκείνο που είναι ίδιο με τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι, άσε, εκείνο δεν το φέρνεις με τίποτα σε λογαριασμό.

Η Αναστασία θυμόταν. Δεν ομόρφαινε τα λάθη της, δεν ζητούσε πια συγχώρεση. Ζούσε απλά, έχοντας πετάξει από πάνω της το φόβο. Όλοι μας χαμένοι βασιλιάδες και βασίλισσες στους κόσμους που κάποτε ονειρευτήκαμε -και φορές νομίσαμε πως πιάσαμε- άλλωστε είμαστε. Έγραφε όμως, για να αλαφραίνει κομμάτι την ψυχή και να γελάει λιγάκι. «Η ευτυχία -και τώρα το ήξερε και εκείνη καλά πια- είναι μαχαίρι δίκοπο για εκείνον που την ονειρεύεται.»

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη