“Ο σημαιοφόρος”, ένα διήγημα του Οδυσσέα Νασιόπουλου

«Πες μας παππού, στα χρόνια σου τα βαριά, σαν ιστορία, κάτι από τότε, που πολέμησες το 1940», είπε ο εγγονός στον κυρ-Αντρέα, «έλα, ν’ ακούσει κι μικρός δισέγγονος σου, που ‘χει και τ’ όνομα σου.»

«Ναι παππού, θέλω ιστορία…», ακούστηκε η παιδική φωνούλα.

«Αχ! Τι να σας πω, παιδιά μου, με γυρνάτε χρόνια πίσω, παλικαράκι ήμουν σαν κι εσένα γιέ μου, όταν ξέσπασε η θεομηνία, μακάρι ποτέ να μην ξανάρθει στον κόσμο, αν και δεν το βλέπω, τώρα που πλησιάζω τα εκατό, καταλαβαίνω πιο καλά, τι σημαίνει ζωή, φυλλομετρώντας τα περασμένα», άρχισε με βραχνή φωνή.

«Τότε δεν ήμασταν σαν σήμερα, λέγαμε πατρίδα και άνοιγε η καρδιά μας, λέγαμε ελευθερία και αγκαλιάζαμε τη γη μας. Κι μόλις ακούσαμε εισβολή κι επιστράτευση, δεν το σκεφτήκαμε διόλου, δεν υπολογίσαμε τίποτα. Αφήσαμε μάνες, γυναίκες και μωρά στο βυζί, κάναμε τον πόλεμο πανηγύρι, όλοι μια γροθιά, ξεχάσαμε διαφορές, αντιθέσεις, κόμματα, παρακόμματα, ανόητες ιδεολογίες που μας δίχαζαν. Αρματωθήκαμε και εκεί στα βούνα της Πίνδου και σ’ αυτά της Βορείου Ηπείρου,  που δοξάσαμε και δοξαστήκαμε,  χύσαμε το αίμα μας, αφήσαμε τα κόκκαλα μας, μερικοί δεν γύρισαν ποτέ, έμεινα εκεί αιώνιοι φρουροί στο χρέος για την πατρίδα, την πολυπόθητη λευτεριά.

Έχασα φίλους καρδιακούς, συγγενείς, μα δε λύγισα. Εκεί! Με τη σημαία μας ψηλά καθώς τη βαστούσα και πολεμούσα! Το λέω επειδή, λόγω ψηλού παραστήματος, με είχαν για σημαιοφόρο σ’ όλες τις παρελάσεις, τις μάχες και τις πορείες μας, μ’ αυτήν μπήκα στο Τεπελένι, στη Χιμάρα. Απ’ το σχολείο ακόμα τα έπαιρνα τα γράμματα, μ’ είχαν για πρώτο. Μετά με βρήκε ο πόλεμος» έλεγε και χαμογελούσε.

«Αχ! Παιδιά μου, περασμένες δόξες. Κάποτε, σε μια έφοδο, με βρήκε η σφαίρα, να εδώ, στ’ αριστερά της καρδιάς» κι έβαλε το χέρι πάνω της.

«Στο τσεπάκι στο χιτώνιο, στο ίδιο σημείο, είχα μια μεταλλική εικονίτσα της Παναγίας, μου την είχε δώσει η μακαρίτισσα μάνα μου. Εκεί βρήκε η σφαίρα, η Πανάγια έκανε το θαύμα της. Ήταν εκεί και συμπαρέστεκε, στην πρώτη γραμμή μαζί μας, πολεμούσε μαζί μας γι’ αυτό νικήσαμε, μ’ αὐτήν θα ξανανικήσουμε να το θυμάστε, όπως πάντα, όπως πάντοτε.

Θυμάμαι, άλλοτε είχα κουβαλήσει τον τραυματισμένο συμπολεμιστή μου, να εδώ στις πλάτες μου, χιλιόμετρα, μεσ’ τα χιόνια, τις λάσπες μέχρι το γόνατο, μέχρι το κοντινότερο στρατόπεδο. Είχαμε μείνει στα μετόπισθεν και μας βρήκαν τα εχθρικά πυρά, τραγική ειρωνεία! Εκείνος λαβώθηκε άσχημα, ενώ εγώ γλύτωσα με το «θαύμα» που σας είπα πρωτύτερα, κατάφερα κι τον έσωσα κι εκείνον, γίναμε φίλοι ζωής.

Τότε, παιδιά μου, όταν λέγαμε κάτι το εννοούσαμε, ό,τι είχαμε  το δίναμε. Κι αν δεν είχαμε τίποτε άλλο, προτάσσαμε τα στήθη μας, αδιαπέραστο τοίχος στη βαρβαρότητα, την υποδούλωση.

Έτσι νικήσαμε, πότε δε χάσαμε μάχη, όποιος κι αν ήταν μπροστά μας, μεγάλος ή μικρός.

Οι πολιτικοί στο σύνολο τους μας πρόδωσαν σαν τώρα και τότε, παρέδωσαν την πατρίδα μας στο διχασμό, στον εχθρό κάθε ιδεολογίας, δηλητηρίασαν τις συνειδήσεις μας.

Μη φοβάστε,  πάντα υπήρχε το καλό μέσα μας, το φιλότιμό μας. Κι ό,τι κι αν έκαναν, όποια σχέδια κι αν είχαν, εμείς νικούσαμε. Ξανά όπως τότε έτσι κι σήμερα, πίστη να έχετε μωρέ και να κάνετε το σταυρό σας» είπε και απ’ τα γέρικα μάτια, κύλισε το δάκρυ.

«Έλα, πάμε παππού αρχίζει η παρέλαση, θα είσαι σημαιοφόρος, μας είπαν» είπε ο εγγονός και του έδωσε  τη σημαία.

«Τιμή μου, παιδιά μου, υπέρτατη τιμή μου! Για αυτήν την ιερή σημαία την ψυχή μου παραδίδω!» είπε ο γέροντας και ξεκίνησε για ύστατη φορά σημαιοφόρος.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη