Ο μικρός γιος ήταν ποιητής. Έφυγε για γνώση και περιπέτεια. Σύντομα κατάλαβε ότι ήταν πολύ ευαίσθητος για να ζήσει στον σκληρό κόσμο, χωρίς τη ζεστασιά της αγάπης. Κατανύχτηκε κι έκλαψε πολύ την ώρα της επίγνωσης. Επέστρεψε κουβαλώντας στην ψυχή του τραυματισμένα ποιήματα και μια ματιά ζητιάνα της συγχώρησης. Ο πατέρας άνοιξε την αγκαλιά του. Έσφαξε το καλύτερο μοσχάρι του κι έκανε πανηγύρι. Ήταν ποιητής ο ίδιος και ήξερε. Ο μεγάλος γιος τσακίστηκε από ζήλεια. Έφυγε από εγωισμό. Επέστεψε, όταν ο πατέρας χαροπάλευε, κουβαλώντας στην ψυχή του αγκάθια και μια ματιά διψασμένου της δικαίωσης. Είχε μαζί του κι έναν δικηγόρο που όλη την ώρα μιλούσε για «νόμιμη μοίρα».

12 Νοέ 2016
Αυτοί οι δικηγόροι να μιλούν πάντα , και να παλεύουν, ψέματα, νόμιμες μοίρες! Αν έλειπε ο δικηγόρος, θα μπορούσε κι ο μεγάλος γιος να
είναι ποιητής! Με “ψυχές μ’αγκάθια” και με μάτια διψασμένα δικαίωση! Μάστορας!
Σύντομο, μεστό, και περιεκτικό μας παραπέμπει στον Άσωτο..
Δεν νομίζω να φταίει ο..δικηγόρος.
Ο Ποιητής υπάρχει, ή, δεν υπάρχει μέσα μας..