«Ο εξολοθρευτής», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Ο Αντρέας απολάμβανε μια μαγευτική Αυγουστιάτικη πανσέληνο καθισμένος νωχελικά στην σεζλόνγκ του. Μια μπύρα παγωμένη σε ένα τεράστιο ποτήρι συμπλήρωνε την απόλαυση της στιγμής. Την έπινε γουλιά γουλιά πλαταγίζοντας με ηδονή την γλώσσα του.

Ο Στηβ, ο σκύλος του, αραχτός εδώ και πολύ ώρα στα πόδια του, δεν κουνιόταν καν.

Άλλο και τούτο.

Συνήθως όλο με κάτι δήλωνε την παρουσία του, όχι βέβαια τη φυσική του, αφού ακόμη και ένας σκύλος σαν αυτόν ήξερε ότι δεν ήταν δυνατόν ολόκληρο θηρίο όπως ήταν, να περάσει απαρατήρητος. Έκανε την παρουσία του αισθητή μόνο και μόνον για να ζητήσει ένα χάδι, κάτι να φάει, για να κυνηγήσει κάποια σκιά ή για να γαβγίσει ανύπαρκτους επισκέπτες, ακόμη και τις σκιές που έκαναν τα φυτά της βεράντας καθώς το φεγγαρόφωτο περνούσε μέσα από τα κλαδάκια τους που τα κουνούσε το αεράκι… Ειδυλλιακή η εικόνα με μία αίσθηση πληρότητας.

Ναι μα ο Στηβ, αφού έφαγε όλα τα συνοδευτικά της μπύρας, που ο Αντρέας απαξίωσε και να τ΄ αγγίξει, το έριξε στον ύπνο. Μα από τόσο πολύ νωρίς;

-Σήκω βρε τεμπελόσκυλο, όνομα και πράγμα. Αν θέλεις ύπνο, στο σπιτάκι σου και εμπρός μαρς.

Μα ο Στηβ που ήξερε να ερμηνεύει πολύ καλά his master’ voice  που λένε στο χωριό, και συνήθως έκανε ό,τι του έλεγε το αφεντικό του, τούτη τη φορά, δεν έδωσε σημασία, όχι γιατί ξαφνικά από ένα πιστό  μεταλλάχτηκε σε ένα ανυπάκουο σκυλί αλλά γιατί απλά δεν ζούσε… Ακίνητο και τελείως νεκρό.

Ο Αντρέας πετάχτηκε πάνω σαν τρελός. Το λάτρευε το πιστό ζώο. Υπήρξε ο πιστότερος φίλος που είχε αφ’ ότου απολύθηκε από τον στρατό. Οκτώ τόσα χρόνια δεν είχαν χωρίσει ούτε λεπτό που λένε… Ακόμη και στο γραφείο που πήγαινε, ο Στηβ τον περίμενε με τις ώρες υπομονετικά, σε έναν κηπάκο εκεί κοντάκ, όπου ο Αντρέας πεταγόταν συχνά πυκνά να αποθέσει ένα χάδι στο κεφάλι του. Πόσες φορές δεν κινδύνευσε από τον μπόγια να τον πάρει νομίζοντάς τον αδέσποτο. Όμως το τσιπάκι του έδινε ονόματα και διευθύνσεις και την γλύτωνε την ευθανασία το καημένο το ζωντανό.  Ακόμη και όταν έβγαινε ραντεβού με το κορίτσι του ο Ανδρέας τον έπαιρνε μαζί του για να φτάσει η Μαιρούλα να του πει μεταξύ σοβαρού και αστείου, ότι όταν παντρευτούν και του επιτρέπει να κοιμάται και στην κρεβατοκάμαρά τους εκείνη θα την έκανε γι’ άλλη γη γι’ άλλα μέρη …

«Μαιρούλα όχι απειλές τέτοιου τύπου. Σ’ αγαπώ σε λατρεύω, μα ο Στηβ, πάρτε το όλοι χαμπάρι, είναι πάνω απ’ όλους και απ’ όλα. Δεν είναι ένα οποιοδήποτε ζωντανό αυτό. Είναι αδερφός. Δύο φορές μ’ έχει σώσει από βέβαιο θάνατο.

Την μία όταν κινδύνευσα να καώ ζωντανός όταν πήρε φωτιά το μάτι της κουζίνας μου που το ξέχασα αναμμένο για ώρες και ώρες, βυθίζοντάς με σε  λήθαργο, πιθανόν από τις αναθυμιάσεις των όσων καίγονταν εκεί μέσα. Ο Στηβ με τραβούσε από τα ρούχα και γάβγιζε μέσα στο αυτί μου να με ξυπνήσει και να με σώσει, πράγμα που τελικά κατάφερε. Δεν είχαν απομείνει από την κουζίνα μου παρά κάτι αποκαΐδια. Ευτυχώς να λέω που το κακό σταμάτησε εκεί και δεν κάηκε ολόκληρο το σπίτι μαζί μ’ αυτό κι εγώ.

Τη δεύτερη φορά ήταν όταν πήγαμε για κολύμπι, κι ανοιχτήκαμε στα βαθιά και μακριά από τη ακτή. Όταν τελείως ξαφνικά και χωρίς να νιώθω διόλου κουρασμένος με έπιασε μια φρικτή κράμπα. Ούρλιαζα από τον πόνο και πέραν του Στηβ δίπλα μου, προς βοήθεια κανείς. Έκανα ύπτιο μήπως και ο πόνος λίγο ελαττωθεί, έστω και αν έμενα επί μακρόν έτσι. Μα ο πόνος δεν περνούσε, ενώ οι δυνάμεις μου σιγά σιγά με εγκατέλειπαν.

Αδύνατον να φανταστείς τη συνέχεια.

Το αγόρι μου πέρασε τα δυο μπροστινά του πόδια από τις μασχάλες μου και έτσι όπως ήμουνα ανάσκελα, αργά και σταθερά, κολυμπώντας με τραβούσε προς την ακτή όπου και με έβγαλε έξω. Βαριανάσανε το έρμο από την υπερπροσπάθεια και ξέπνοο ξάπλωσε κι εκείνο δίπλα μου στην αμμουδιά ευτυχισμένο που με είχε σώσει από βέβαιο πνιγμό. Το πόδι μου για μέρες δεν έλεγε να συνέλθει και οι γιατροί στο νοσοκομείο που πήγα φοβήθηκαν για καμιά εμβολή. Ό,τι και αν ήταν τελικά πέρασε και ξεχάστηκε. Εκείνο όμως που δεν ξεχάστηκε ήταν η ευγνωμοσύνη μου απέναντί του. Δεθήκαμε ακόμη περισσότερο οι δυο μας, γι’ αυτό και σε παρακαλώ μη του κακιώνεις ούτε γι’ αστείο, αν όπως λες, μ’ αγαπάς…»

Έτσι είχαν τα πράγματα. Και βέβαια όταν είδε τον φιλαράκο του νεκρό την λέει την αμαρτία του, η πρώτη του σκέψη πήγε στην Μαιρούλα ότι θα τον δηλητηρίασε. Μα όποιος και αν ήταν ο φονιάς ένα ήταν το σίγουρο θα έκανε και τον Αντρέα φονιά επίσης. Θα την\ τον σκότωνε τον άτιμο. Από την ιστολογική εξέταση που έγινε, διαπιστώθηκε καραμπινάτη δηλητηρίαση και απορίας άξιον το πώς ξεψύχησε δίχως πόνους. Φαίνεται ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Να ‘ταν από την μεγάλη ποσότητα λιχουδιάς που κατανάλωσε να ’ταν από κάτι άλλο που έφαγε κάπου στον δρόμο; Ποιος να έκανε ένα τέτοιο έγκλημα φρικτό; Η ζήλεια μιας ερωτευμένης γυναίκας; Μα αν η γυναίκα αυτή είναι ένα τέτοιο κτήνος, τότε το σκυλί του πάλι τον έσωσε από μια τραγωδία… Για σκέψου να κοιμόταν αγκαλιά με μία δολοφόνο! Μα να ήταν ΑΥΤΗ; Και πώς να το μάθει και από πού, ένα τέτοιο φρικτό πράγμα;

Υποψίες τρύπωναν στο μυαλό του και φαρμάκωναν τη σχέση του ζευγαριού. Ναι μεν δεν της είπε τίποτα αλλά άλλαξε η συμπεριφορά του απέναντί της. Ψυχρός κι απόμακρος. Εκείνη το απέδωσε στο βαρύ του πένθος και τον καταλάβαινε, γιατί μπορεί να ζήλευε αλλά την ίδια στιγμή θαύμαζε την αγάπη του ζώου για τον άνθρωπο. Μια αγάπη σπάνια, που δεν μπορούσε να συγκριθεί ακόμη και με αυτήν που η κοπέλα αισθανόταν για τον Ανδρέα της. Ήταν μεν ερωτευμένη, αλλά ο έρωτάς της κατ’ ουδένα τρόπο θα έφθανε στα όρια μιας αυτοθυσίας. Από τις κινήσεις της,  τα λόγια της και την όλη στάση της απέναντι στο θέμα, ο άντρας πείστηκε ότι όχι, δεν ήταν εκείνη ο φονιάς…

Πόσο μα την αλήθεια ντράπηκε για τις άδικες υποψίες του αλλά είχε και το δικαιολογητικό της άφατης απελπισίας.

Και ο καιρός διάβαινε χωρίς να προκύπτει κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο εναντίον κάποιου.

Όταν ένα πρωινό βρίσκει στη μικρή του βεράντα δύο νεκρά περιστέρια. Απόρησε, γιατί για πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε νεκρά πουλιά για τα οποία πάντα αναρωτιόταν πού πηγαίνουν να πεθάνουν. Τα παίρνει να τα θάψει, και τούτο είναι μια ένδειξη πολιτισμού, μα την ώρα που σκάβει να τα παραχώσει σε ένα παρτέρι, του έρχεται μία φλασιά και λέει: ’’ρε λες να είναι και τούτα τα άμοιρα δηλητηριασμένα;’’ Τα βάζει αμέσως μέσα σε μια λεκανίτσα και σπεύδει να τα πάει στον φίλο του τον κτηνίατρο. Εκείνος του υποσχέθηκε θα του απαντούσε το ταχύτερο μπορετό.

Την επομένη, με την επιστροφή του από το γραφείο καθώς ετοιμαζόταν ανόρεκτα να βάλει μια μπουκιά στο στόμα του τηλεφωνεί ο κτηνίατρος και του λέει ότι όντως οι υποψίες του ήταν σωστές και τα πουλιά είχαν δηλητηριαστεί με το ίδιο δραστικό δηλητήριο που σκότωσε τον Στηβ.

Μάλιστα, μάλιστα…

Προφανώς εδώ έχουμε να κάνουμε με κάποιον μανιακό. Και τα δύο περιστατικά έχουν άμεση σχέση. Τα οποία δύο, έγιναν γρήγορα τρία, και τέσσερα με αυξητικές τάσεις. Κάθε ημέρα οι γείτονες μάζευαν νεκρά πουλιά, νεκρές γάτες και σκυλιά και ο κόσμος άρχισε να φοβάται και για τη δική του ζωή.

Ποιος να ήταν ή ποια να ήταν η αρρωστημένη απάνθρωπη φύση που σκορπούσε αυτό τον όλεθρο; Και να πεις ότι επρόκειτο για μια δηλητηρίαση που επέφερε έναν γρήγορο και ανώδυνο θάνατο όπως αυτόν του Στηβ; Όχι, ο δολοφόνος ενίσχυσε το δηλητήριό του και με κάποιο άλλο, έτσι τα ζωντανά υπέφεραν έναν μαρτυρικό θάνατο διαρκείας, έως ότου ξεψυχήσουν. Μιλάμε για τέτοιο μίσος, για τέτοιο σαδισμό.

O Aνδρέας το δήλωσε ευθαρσώς και σε όλους τους τόνους, ότι έτσι και τον έπιανε τον κανάγια στα χέρια του θα τον έκανε να πει τον Δεσπότη Παναγιώτη, θα τον έκανε να υποφέρει κι εκείνος, για να αισθανθεί τι  προξενούσε στα ανυπεράσπιστα άλογα όντα αυτός ο λογικός, και τα έστελνε να αναπαυθούν στας αιωνίους μονάς ένθα ουκ εστί πόνος ή στεναγμός!!!

Έλα όμως που παρά τις προειδοποιήσεις και τις απειλές των κατοίκων, παρά τις ντουντούκες που βγήκαν στους δρόμους θυμίζοντας στους παλιούς, τους ναζί και τον δικό τους σαδισμό και στους νεότερους να τους πουν να προσέχουν μη και ο μανιακός αρχίζει να εξολοθρεύει και ανθρώπους. Συνάμα δε, προειδοποιούσαν τον ΕΞΟΛΟΘΡΕΥΤΗ, ότι αν συνέβαινε και κανένα ατύχημα με ανθρώπινα θύματα θα καταδικάζονταν για κακούργημα και θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή του στης φυλακής τα σίδερα που δεν είναι πάντα για τους λεβέντες όπως λέει το τραγουδάκι.

Μα δυστυχώς τίποτα δεν έγινε. Σε λίγο δεν θα έμενε ζωντανό τετράποδο και περιστέρι ζωντανό. Πράγματι, εκεί που πριν λίγο καιρό έβλεπες τα ηλεκτροφόρα καλώδια να γεμίζουν με δεκάδες περιστέρια, τώρα δεν ήταν ούτε τα μισά. Έτσι που σουλάτσαραν στους δρόμους προς ανεύρεση τροφής εύκολο ήταν να τους ρίξει κανείς τον θάνατο υπό μορφήν λιχουδιάς, ή σπόρων, ψίχουλων κτλ. κτλ. Το μόνο θετικό σ’ αυτήν την ιστορία τη μακάβρια είναι, ότι έγινε μια γερή μυοκτονία…

Ουπς ιδού η δικαιολογία που θα βρει ο τύπος έτσι και πιαστεί, ότι ήθελε να απαλλάξει τους κατοίκους από την μάστιγα των αρουραίων που αναιδέστατα και άφοβα πια, έκοβαν βόλτες στα ρείθρα των πεζοδρομίων, τετράπαχοι και πελώριοι σαν γατιά… Είχαν γίνει ο φόβος κα ο τρόμος των ισόγειων μονοκατοικιών και τα μαγαζιά δεν άφηναν τις πόρτες τους ανοικτές γιατί μαζί με τους πελάτες έμπαιναν και αυτοί εντός!!! Αυτό θα ισχυριζόταν, μα δεν απηχούσε βέβαια την αλήθεια.

Και επιτέλους κάποια στιγμή έγινε τσακωτός από μία φιλόζωη γηραιά κυρία που το είχε βάλει αμέτι μουχαμέτι να είναι αυτή που θα τον ανακαλύψει  και θα τον παραδώσει στα χέρια της αστυνομίας και της δικαιοσύνης εκδικούμενη για τον θάνατο του αγαπημένου της γάτου που τον είδε μπροστά στα μάτια της να σφαδάζει στους πόνους προτού ξεψυχήσει.

Έστησε καρτέρι πίσω από τα μισόκλειστα παράθυρα της μονοκατοικίας της με πανοραμική θέα του δρόμου. Αυτό γινόταν τις πολύ πρωινές ώρες και το σούρουπο, λίγο πριν τα πουλιά κυρίως, πάνε για ύπνο. Και ένα χάραμα βλέπει κατάπληκτη τον κυρ Παντελή, τον θυρωρό της διπλανής με το σπίτι της πολυκατοικίας και φίλο της, κρατώντας στα χέρια του ένα καταφανώς τρύπιο σακουλάκι εν είδει τρυπητού, να διαβαίνει τον δρόμο και να σπέρνει κάτι σαν ψίχουλα.

Η κυρία Φρόσω, μόλις αυτός απομακρύνθηκε, βγήκε από το σπίτι της και φορώντας γαντάκια περιμάζεψε λίγα δείγματα. Ήταν καιρός, γιατί σε λίγα δευτερόλεπτα, ιπτάμενα και επίγεια ζωντανά δεν θα είχαν αφήσει ίχνος τροφής.

Από εκεί  και μετά τα πράγματα εξελίχθηκαν γρήγορα. Όταν διαπιστώθηκε ότι η υποψία της κυρά Φρόσως ήταν βάσιμη, στήθηκαν και άλλες παγίδες και τον τσάκωσαν τον απάνθρωπο ‘’άνθρωπο’’ που να σκεφθείτε, ήταν από εκείνους που ωρύονταν κατά του κακούργου δολοφόνου των ζώων. Όταν μετά από επίμονη ανάκριση, (σκληρό καρύδι ο τύπος,) όταν ρωτήθηκε γιατί έκανε κάτι το τόσο αποτρόπαιο κα ακραίο, τι νομίσετε ότι βρήκε να πει; Κουράστηκε λέει να μαζεύει ακαθαρσίες πουλιών γατιών και σκυλιών και ονειρευόταν μια γειτονιά απαλλαγμένη από δαύτα και ολοκάθαρη. Κατά τη γνώμη του αγνές οι προθέσεις του, προς όφελος των ανθρώπων.

‘’Και καλά τώρα πηγαίνεις στο αυτόφωρο με την κατηγορία της ζωοκτονίας από πρόθεση και  κατ’ εξακολούθηση, αν συνέβαινε και καμιά στραβή και σκότωνες άθελά σου -όπως θα έλεγες-  και άνθρωπο, τι θα γινόταν; Εκεί στης φυλακής τα σίδερα που θα κλεινόσουν δεν θα ευχόσουν να είχες μια ζωντανή ύπαρξη για συντροφιά κι ας ήταν ποντικός ας ήταν κατσαρίδα; Αυτό το σκέφτηκες ποτέ; ΌΧΙ αυτό ούτε που σού πέρασε από το μυαλό, απλά γιατί δεν έτυχε να γνωρίζεις τι εστί μοναξιά, τι εστί απομόνωση τι εστί τέλος τέλος ανυπαρξία και θάνατος. Τώρα είσαι ελεύθερος ξανά και στο πόστο σου πάλι. Μετανιωμένος λες. Αλήθεια ψέματα μόνον ο Θεός το ξέρει…

Μα ο Ανδρέας το φυσούσε και δεν κρύωνε που λένε. Ο νεκρός φίλος του ήθελε εκδίκηση. Κι ένα βράδυ με φεγγάρι ή ξαστεριά –ένα από τα δυο ή και τα δυο, δεν παίρνουμε και όρκο- σού τον πιάνουν τον καλό σου τρεις ‘’ειδικοί’’ και σού τον κάνουν μαύρο. Τι μαύρο; Ένα χρώμα είναι και το μαύρο και μάλιστα ωραίο. Να πούμε καλύτερα ένα ακαθόριστο, γιατί, τι χρώμα να έχει ένα σώμα που ήταν όλο μια πληγή; Μια πληγή όμως, απ’ αυτές που κάποια ημέρα κλείνουν κι όχι σαν αυτές που άφηνε ο ίδιος στο σώμα και την ψυχή ζώων και ανθρώπων…

Έμεινε για μήνες στο Νοσοκομείο. Μα εκεί είχε την ελάχιστη έστω πολυτέλεια να απαλύνεται ο πόνος των πληγών του με φάρμακα και βοήθεια. Κάτι που ποτέ δεν συνέβη σε κανένα από τα θύματά του…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη