“Ο Βασιλιάς Κακόκαρδος και τα πυρωμένα Χριστούγεννα”, ένα παραμύθι της Κατερίνας Ευαγγέλου-Κίσσα

Μια φορά κι έναν καιρό, χίλια χρόνια πριν και χίλια χρόνια ακόμα πιο πριν, υπήρχε μία ορεινή, μικρή μα πανέμορφη πόλη. Την ονόμαζαν Καλλίπολη γιατί ήταν τέτοιο το κάλλος της κι η ομορφιά της, που η φήμη της έφτανε μέχρι τα πέρατα της Οικουμένης. Κυρίως όμως, την ονόμαζαν έτσι γιατί όλοι οι άνθρωποι αυτής της μικρής πόλης ήταν απίστευτα καλοί! Ο ένας πιο καλός και πιο ευγενής από τον άλλον! Διαρκώς συναγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποιος θα ξεπεράσει τον άλλον σε καλοσύνη!

«Καλημέρα κύριε Καλέ!».

«Καλημέρα και σε σας κυρία Καλή!».

Έτσι χαιρετιόντουσαν αναμεταξύ τους οι άνθρωποι που μένανε σε αυτή την πόλη. Όλοι τους ανεξαιρέτως, από τα μικρά παιδιά έως και τον πιο ηλικιωμένο γέροντα, χαιρετιόντουσαν πάντα ευγενικά και πάντα απευθύνανε τον χαιρετισμό τους ο ένας στον άλλο με χαμόγελο, κάθε φορά που συναντιόντουσαν, όσες φορές κι αν ήταν αυτές στη διάρκεια μιας μέρας! Κι έτσι, μιας και φώναζε καλόν ο ένας τον άλλον, έμεινε συνήθειο και αντί να λέγονται Καλλιπολίτες, οι κάτοικοι της μικρής αυτής πόλης, λέγονταν απλά Καλοί.

«Θα ήθελα ένα καρβέλι ψωμί σας παρακαλώ κύριε Καλέ!»

«Μα βεβαίως! Και ορίστε και ένα κιλό μελωμένες δίπλες για τα παιδιά σας, κυρία Καλή!»

«Ω, σας ευχαριστώ, μα δεν ήταν ανάγκη! Εχθές μας δώσατε ένα κιλό μελομακάρονα κύριε Καλέ!»

«Σας παρακαλώ, κυρία Καλή! Ευχαρίστησή μου! Χριστούγεννα έρχονται! Αφήστε τα παιδιά να απολαύσουν καμιά λιχουδιά παραπάνω!»

Τέτοιες στιχομυθίες ήταν απλά συνηθισμένες στην Καλλίπολη. Όλοι έδιναν απλόχερα σε όλους και κανείς δεν πλήρωνε τίποτα! Κι αυτό γιατί οι Καλοί κάνανε τα πάντα όλοι μαζί! Όλοι μαζί δουλεύανε τα χωράφια τους, όλοι μαζί φροντίζανε τα κοπάδια τους, όλοι μαζί συντηρούσανε και καθαρίζανε την πόλη τους, όλοι προστρέχανε στην ανάγκη του ενός κι ο ένας ήταν πάντα διαθέσιμος για το καλό των όλων. Είχανε βρει τη χρυσή τομή και δούλευαν μαζί κι αγαπημένοι, χωρίς να έχουν τίποτε να μοιράσουν, τίποτε να τσακωθούν. Τα πάντα μοιράζονταν σε όλους χωρίς κανείς να στερείται τίποτε.

Αυτή η μικρή πόλη, λοιπόν, ήταν ένα μικρό Βασίλειο. Έτσι ήταν εκείνα τα χρόνια, κάθε πόλη ήτανε κι ένα Βασίλειο. Κι όπως κάθε Βασίλειο, είχε κι αυτό τον Βασιλιά του. Τον Βασιλιά Καλόκαρδο με τ’ όνομα! Ξακουστός για την καλοσύνη του, τη δικαιοσύνη του, την απλότητά του. Όλοι οι Καλοί τον αγαπούσαν γιατί σε όλα στέκονταν δίπλα τους βοηθός και προστάτης. Κι έτσι η πόλη τους, το μικρό τους Βασίλειο, ευημερούσε και άνθιζε και κυλούσε η ζωή αρμονικά και ήρεμα, δίχως άγχη, χωρίς έριδες.

Τα Χριστούγεννα ήταν η αγαπημένη γιορτή των Καλών! Τα γιόρταζαν πάντα με μεγαλοπρέπεια, τιμώντας τον Υιό του Θεού, που τόσο είχε ευλογήσει την όμορφη πόλη τους. Όλοι οι Καλοί μαζεύονταν και στόλιζαν ολόκληρη την πόλη, απ’ άκρη σ’ άκρη! Πέρναγαν πράσινες γιρλάντες και κατακόκκινους μεγάλους, βελούδινους φιόγκους στα παράθυρα των σπιτιών και στις εισόδους τους. Γέμιζαν πολύχρωμα ζαχαρωτά και λαμπιόνια όλα τα έλατα γύρω από την πόλη, καθώς και το μεγάλο γέρικο έλατο, το πιο ψηλό απ’ όλα, που είχαν στο κέντρο της μικρής τους πλατείας. Η χορωδία των παιδιών έψελνε τα κάλαντα κι άλλα υπέροχα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια, κάθε απόγευμα, περνώντας απ ‘όλους τους δρόμους. Σ’ όλα τα σπίτια μαγείρευαν νόστιμες κρεατόπιτες, ψητά γουρουνόπουλα και γεμιστές γαλοπούλες με κάστανα και κουκουνάρια, ενώ ο φούρναρης έψηνε τα ταψιά που του πήγαιναν με τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες, τα τσουρέκια και τις βασιλόπιτες. Ολόκληρη η πόλη μοσχοβόλαγε γαργαλιστικές ευωδιές!

Το είχαν παράδοση και ανήμερα τα Χριστούγεννα μαζεύονταν όλοι οι Καλοί, μαζί κι ο Βασιλιάς τους ο Καλόκαρδος, στη μεγάλη σάλα του παλατιού, φέρνοντας μαζί τους τα νόστιμα εδέσματα και τα γλυκά τους και τρώγανε αγαπημένοι, σαν μια μεγάλη οικογένεια, τραγουδώντας και παίζοντας σαν μικρά παιδιά όλοι τους, βλέποντας το χιόνι να στροβιλίζεται έξω από τα παράθυρα, έχοντας καλύψει τα πετρόκτιστα δρομάκια τους και  τις στέγες των σπιτιών τους.

Τώρα, όλοι οι Καλοί περίμεναν τον Βασιλιά τους να επιστρέψει από ένα μακρινό ταξίδι που είχε πάει σε άλλα Βασίλεια, όπου τον είχαν καλέσει, για να ξεκινήσουν όλοι μαζί, όπως το συνήθιζαν, με χαρά τις ετοιμασίες τους. Σε τρεις μήνες έφταναν τα Χριστούγεννα!

«Ακούσατε, ακούσατε! Η αυτού μεγαλειότητά του ο Βασιλιάς μας ο Καλόκαρδος αποφάσισε και διατάζει φέτος να μην εορταστούν τα Χριστούγεννα! Ακούσατε, ακούσατε!».

Ο βασιλικός τελάλης είχε βγει στους δρόμους της Καλλίπολης και διαλαλούσε την νέα απόφαση του Βασιλιά Καλόκαρδου, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από το μακρινό του ταξίδι. Το πρώτο πράγμα που έκανε όταν γύρισε ήταν να βγάλει τελάλη να ανακοινώσει ότι, αν είναι δυνατόν, καταργεί τα Χριστούγεννα! Όλοι οι Καλοί θορυβήθηκαν! Βγήκαν στους δρόμους ανάστατοι και συνομιλούσαν μεταξύ τους, προσπαθώντας να καταλάβουν τί συμβαίνει! Σίγουρα ο Βασιλιάς τους θα τους έκανε κάνα χωρατό, να ευθυμήσουν τώρα που γύρισε, αλλιώς δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τούτο το απίστευτο διάγγελμα που έβγαλε! Άκου κει, να καταργήσουν την αγαπημένη τους γιορτή, τα Χριστούγεννα!

Μαζεύτηκαν όλοι ανήσυχοι και κίνησαν για το παλάτι. Έτσι συνήθιζαν αν είχαν καμιά ερώτηση ή αν χρειάζονταν τη βοήθεια του Βασιλιά τους, πήγαιναν πάντα και τον έβρισκαν και κείνος πάντα τους άκουγε προσεκτικά και τους απαντούσε με σοφία, τους βοηθούσε με αγάπη. Μα τώρα οι πόρτες του παλατιού ήταν κλειστές! Και δυό φρουροί φυλάγανε την είσοδο να μην μπει κανείς! Δυό φρουροί! Στο παλάτι, στον Βασιλιά τους, στην πόλη τους! Πρωτάκουστο! Ποτέ άλλοτε δεν είχε υπάρξει η ανάγκη για φρουρούς στην πόλη τους! Μα ούτε τώρα υπήρχε, οι Καλοί θα σέβονταν όποια απόφαση κι αν έπαιρνε ο Βασιλιάς τους, απλά ήθελαν να τους εξηγήσει το γιατί…

Σκύψανε όλοι τα κεφάλια τους και αποκαρδιωμένοι φύγανε. Δεν ξέρανε πώς να ερμηνέψουν αυτή την συμπεριφορά του Βασιλιά Καλόκαρδου. Οπότε αποφάσισαν να περιμένουν να δουν πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Κι ήταν η πρώτη φορά που οι Καλοί χάσανε το χαμόγελό τους…

Την άλλη μέρα σηκώθηκαν και πάλι χαρούμενοι και αισιόδοξοι.

«Μπα! Ήταν ένα κακό όνειρο και πάει πέρασε!», μονολογούσαν και χαιρετούσαν με χαμόγελο και πάλι ο ένας τον άλλον. Ώσπου, κατά τις δώδεκα το μεσημέρι, βγήκε και πάλι ο βασιλικός τελάλης.

«Ακούσατε! Ακούσατε! ! Η αυτού μεγαλειότητά του ο Βασιλιάς μας ο Καλόκαρδος αποφάσισε και διατάζει όλοι οι Καλλιπολίτες να μαζέψουν το μισό αλεύρι τους απ’ τα κελάρια τους και να το πάνε στο παλάτι! Ακούσατε! Ακούσατε!»

Άλλο πάλι και τούτο! Τί το ήθελε το μισό αλεύρι απ’ τα κελάρια τους ο Βασιλιάς τους; Και γιατί τους φώναζε Καλλιπολίτες ο τελάλης; Άμα ήθελε κάτι ο Βασιλιάς Καλόκαρδος στο παρελθόν και έβγαζε τελάλη, πάντα τους προσφωνούσε Καλούς. Περίεργα πράγματα… Όπως και να ‘χε πάντως, αφού ο Βασιλιάς τους χρειαζότανε της βοήθειά τους και τη συνεισφορά τους, θα πηγαίνανε ευθύς αμέσως να του συμπαρασταθούν. Μαζεύτηκαν όλοι οι νοικοκυραίοι, μάζεψαν τα σακιά με το αλεύρι τους, φορτώσανε τα κάρα τους και τράβηξαν για το παλάτι.

Εκεί, όμως, τους περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη! Οι πύλες του παλατιού ήταν και πάλι κλειστές! Οι φρουροί τους διατάξανε να αφήσουν εκεί τα σακιά με το αλεύρι, θα τα παραλάμβαναν εκείνοι. Τί μυστήρια πράγματα ήταν αυτά; Μέχρι τώρα, όποτε υπήρχε ανάγκη, οι ίδιοι οι Καλοί τακτοποιούσαν τα πράγματα στο παλάτι του Βασιλιά τους, οι αποθήκες ήταν πάντα ανοιχτές και όλοι είχαν ελεύθερη πρόσβαση εκεί. Μα τί στην ευχή είχε πάθει ο Βασιλιάς τους; Γιατί τους έκλεινε απέξω;

Οι Καλοί κατέβασαν τα κεφάλια τους λυπημένοι. Η καρδιά τους είχε βουλιάξει απ’ την στενοχώρια. Τα χαμόγελά τους είχαν σβήσει… Γύρισαν πίσω στις δουλειές τους και τα σπίτια τους και φοβόντουσαν τί θα τους ξημέρωνε η νέα μέρα. Και πόσο δίκιο είχαν…

Κάθε μέρα ο Βασιλιάς Καλόκαρδος έστελνε κι ένα νέο παράλογο αίτημα με τον τελάλη του. Μάζευε το βιός τους, φορολογούσε τα σπίτια τους, τους ανάγκασε να πληρώνουν για τα ψώνια τους και τις δουλειές τους, τους πήρε τα ξύλα που είχανε για να καίνε στα τζάκια και τις σόμπες τους. Μέχρι και στους κουραμπιέδες και στα μελομακάρονα έβαλε φόρο αβάσταχτο, επειδή ήταν, λέει, χριστουγεννιάτικα γλυκά κι εκείνος θεωρούσε πια τα Χριστούγεννα και κάθε τι Χριστουγεννιάτικο εντελώς περιττό…

Κι έτσι οι Καλοί σταμάτησαν να φτιάχνουν κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Κι ο φούρνος έπαψε να μοσχοβολάει. Κι έπεσε πείνα στην άλλοτε πανέμορφη πόλη τους, που τώρα φάνταζε γκρίζα και μουντή. Κι οι άλλοτε χαμογελαστοί Καλοί ήταν δυστυχισμένοι και δεν χαμογελούσαν πια. Ντύνονταν με ό,τι τους είχε απομείνει για να μην κρυώνουν, πεινούσαν, μα δεν είχαν χάσει την ευγένειά τους. Η παρηγοριά τους ήταν τα μικρά παιδιά και για κείνα έκαναν υπομονή και προσπαθούσαν να τα διδάξουν τις ευγενικές καταβολές τους, να μην χάσουν τις ρίζες και την πίστη τους.

Όλοι μεταξύ τους συμφωνούσαν πια πως ο Βασιλιάς τους ήταν άρρωστος βαριά, πολύ βαριά. Αλλιώς γιατί να τα κάνει όλα αυτά τα πράγματα και να τους κάνει δυστυχισμένους; Είχε, το δίχως άλλο, αρρωστήσει εκεί στις ξένες πόλεις που πήγε. Είχε σίγουρα κολλήσει τα μικρόβια της φιλαργυρίας και της απληστίας! Αλίμονο! Ήταν σίγουροι, δυστυχώς, πώς ο Βασιλιάς τους είχε γίνει Κακόκαρδος! Μεγάλη θλίψη ζωγραφίζονταν στα πρόσωπα των Καλών καθώς σκεπτόντουσαν το κακό που τους είχε βρει. Ένιωθαν αδύναμοι, ανυπεράσπιστοι, απέναντι σ’ αυτές τις αρρώστιες. Αποφάσισαν, όμως, αφού δεν μπορούσαν να βοηθήσουν τον Βασιλιά τους να γιατρευτεί, τουλάχιστον να προσέχανε να μην αρρωστήσουν και οι ίδιοι. Φύλασσαν την καλοσύνη τους σαν κάτι ιερό και παρόλο που όλοι τους πια περνούσαν πολύ φτωχικά και δύσκολα, ποτέ δεν σταμάτησαν να είναι καλοί κι ευγενικοί, να μοιράζονται όλα όσα είχαν μεταξύ τους κι ας ήταν και λίγα… Και εύχονταν, από τα βάθη της καρδιάς τους, να κάνει το θαύμα του ο Χριστούλης και να φωτιστεί και πάλι με το πνεύμα των Χριστουγέννων ο Βασιλιάς Κακόκαρδος…

Μια μέρα, μεγάλος σαματάς επικρατούσε στην Καλλίπολη! Ήτανε παραμονή Χριστουγέννων και η καμπάνα της εκκλησίας τους χτυπούσε δυνατά σαν τρελλή! ΝΤΙΝ! ΝΤΑΝ! ΝΤΙΝ – ΝΤΙΝ – ΝΤΑΝ! ΝΤΙΝ! ΝΤΑΝ! Η λειτουργία είχε σχολάσει από ώρα, γιατί χτυπούσε έτσι η καμπάνα; Όλοι οι καλοί πετάχτηκαν έξω! Κοιτούσαν αλαφιασμένοι ο ένας τον άλλον!

«Τι συμβαίνει κύριε Καλέ; Γιατί χτυπάει έτσι η καμπάνα μας;»

«Πόλεμος! Είναι πόλεμος; Μας επιτίθενται;»

«Παναγιά μου βόηθα! Τα παιδιά! Να μαζέψουμε τα παιδιά!»

«Όχι, δεν είναι πόλεμος! Φωτιά! Είναι φωτιά! ΦΩΤΙΑ! ΚΑΙΓΟΝΤΑΙ ΤΑ ΕΛΑΤΑ ΜΑΣ! ΤΡΕΞΤΕ!»

Φωνές, κλάματα, φασαρία! Όλοι τρέχανε δεξιά κι αριστερά, δεν ξέρανε τί να πρωτοκάνουνε, πανικός επικρατούσε, χάος! Κάποια στιγμή, ο Βασιλιάς Κακόκαρδος, άκουσε την μεγάλη αυτή οχλοβοή και ρώτησε ενοχλημένος τον φρουρό του να μάθει τί συμβαίνει.

«Έπιασαν φωτιά κάτι έλατα, μάλλον, Μεγαλειότατε», του απάντησε αδιάφορα εκείνος.

«Πώς είπες;» ο Βασιλιάς στο άκουσμα αυτού του νέου πετάχτηκε επάνω σαν ελατήριο κι έτρεξε στο παράθυρο. Την είδε! Υπήρχε μια μικρή εστία φωτιάς στην βορινή πλευρά της πόλης. Όμως αν δεν προφτάνανε να την σβήσουν, όλα τα έλατά τους θα παραδινόταν στις φλόγες! Και πως θα κάνανε Χριστούγεννα χωρίς έλατα; Και τότε κάτι σπάραξε μέσα στην καρδιά του Βασιλιά. Χριστούγεννα! Μα τους είχε απαγορεύσει να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα… Έριξε, για πρώτη φορά από τότε που γύρισε από το ταξίδι του, μια ματιά στην πόλη. Την πόλη του. Και βούρκωσε στο θέαμά της. Μουντή και γκρίζα και παγωμένη. Κανένα στολίδι πουθενά, όχι όπως τις άλλες χρονιές που έλαμπε και μοσχοβολούσε ο τόπος όλος! Και είδε και τους Καλούς, ρημαγμένους, φοβισμένους, να τρέχουν δεξιά κι αριστερά τρομαγμένοι. Μα τί τους είχε κάνει; Τί είχε κάνει στην πόλη του; Ο Βασιλιάς Κακόκαρδος συνειδητοποίησε μέσα σε στιγμή το κακό που είχε γίνει. Τον είχε τυφλώσει η εξουσία και η απληστία κι ορίστε τώρα τα αποτελέσματα! Δεν είχε πια κανέναν να διοικήσει, η πόλη του κατέρρεε, οι άνθρωποί του δυστυχούσαν! Το αποκορύφωμα όλων, τα έλατά τους καίγονταν! Σε λίγο, αν δεν περιορίζανε τη φωτιά, θα καίγονταν μαζί κι ολόκληρη η πόλη… Θα καταστρέφονταν τα Χριστούγεννα για πάντα…

«Γρήγορα, το άλογό μου, τώρα! Η πόλη μου κινδυνεύει, οι άνθρωποί μου! Γρήγορα!» φώναξε αλαφιασμένος ο Βασιλιάς.

Αμέσως, έτρεξε, πήρε το άλογό του και καλπάζοντας έφτασε στην κεντρική πλατεία. Κάποιοι χωρικοί που τον είδαν αναφώνησαν:

«Συμφορά μας! Ο Βασιλιάς Κακόκαρδος!»

Ο Βασιλιάς στο άκουσμα αυτής της φράσης έμεινε να τους κοιτά αποσβολωμένος. Ώστε αυτό είχε γίνει πια για τους ανθρώπους αυτής της πόλης; Ένας κακόκαρδος Βασιλιάς;

«Ακούστε με Καλοί! Ακούστε με όλοι! Ήρθα να σας βοηθήσω να σβήσουμε τη φωτιά! Αν ακολουθήσετε τις οδηγίες μου θα σώσουμε την πόλη μας!»

Ο Βασιλιάς φώναζε με όλη του τη δύναμη και στο τέλος οι Καλοί σταθήκανε και τον κοιτάζανε με φόβο και με παράπονο. «Είχε έρθει στ’ αλήθεια να τους βοηθήσει;» αναρωτιόντουσαν.

«Εμπρός! Κάντε αλυσίδα, ο ένας δίπλα στον άλλον, γεμίστε τους κουβάδες νερό απ’ τα πηγάδια και δώστε τους στον διπλανό σας μέχρι να φτάσουν στη φωτιά! Έτσι θα κάνουμε πιο γρήγορα!»

Όλοι τον υπάκουσαν αμέσως. Ρίχτηκαν με τα μούτρα στη δουλειά! Εκείνος έτρεχε γύρω – γύρω με το άλογό του και τους έδινε οδηγίες και τους εμψύχωνε! Στο τέλος κατέβηκε απ’ το άλογο και βοηθούσε κι ο ίδιος στην κατάσβεση, πλάι – πλάι με τους Καλούς, ένα σώμα όλοι, μια ψυχή!

Και τα κατάφεραν! Την έσβησαν μόλις πενήντα μέτρα από τα πρώτα σπίτια. Και στάθηκαν όπως ήταν όλοι αποκαμωμένοι από την κούραση κι από την αγωνία, μέσα στις μουτζούρες από τις στάχτες και κοιτούσαν ο ένας τον άλλον κι όλοι μαζί τον Βασιλιά τους.

Εκείνος έμεινε να τους κοιτά για λίγο σιωπηλός. Η ντροπή, που ένιωθε αντικρίζοντάς τους, του πύρωνε τα μάγουλα πιο πολύ κι από τις φλόγες της φωτιάς, που πάλευαν να σβήσουν πριν λίγο.

«Αγαπημένοι μου Καλοί!…» είπε με δυνατή φωνή στο τέλος. «Έχουμε πολλά να κάνουμε για να προφτάσουμε να στολίσουμε για να γιορτάσουμε αύριο τα Χριστούγεννα, όπως μόνο εμείς οι Καλοί ξέρουμε! Κι αύριο το βράδυ σας περιμένω όλους στο παλάτι για το παραδοσιακό μας γεύμα. Θα φάμε ό,τι προφτάσουμε να φτιάξουμε, να πάνε οι γυναίκες στο παλάτι να μαγειρέψουν, όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές!»

Οι Καλοί έμειναν για λίγο άφωνοι! Κι έπειτα κραύγασαν όλοι μαζί:

«Ο Βασιλιάς μας επέστρεψε! Ζήτω ο Βασιλιάς Καλόκαρδος!»

Κι όλοι μαζί αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Και το χαμόγελο γύρισε στα πρόσωπά τους. Και ηχήσανε γέλια χαρωπά και πειράγματα και πάλι. Και νίκησε τελικά η αγάπη τους και η ελπίδα!

«Καλά Χριστούγεννα σε όλους!» φώναξε συγκινημένος ο Βασιλιάς Καλόκαρδος. Κι έδωσε μια τελευταία εντολή. Να περιφράξουν τα λίγα έλατα που είχαν καεί και να τα αφήσουν έτσι όπως ήταν, για να μην ξεχάσει ποτέ τα πυρωμένα Χριστούγεννα που έζησε εκείνη την χρονιά…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη