«Οι φίλες», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Το πρώτο μέλημα της Πέρσας με το πρωινό της ξύπνημα, ήταν να πάρει τηλέφωνο την κολλητή της φίλη την Μυρσίνη, να ανταλλάξουν πέντε έξη κουβέντες που ως επί το πλείστον είχαν να κάνουν με την πορεία της υγείας  τους γιατί νοιάζονταν η μία την άλλη με τρόπο συγκινητικό. Μοναχικές υπάρξεις, αν και με παιδιά και εγγόνια.

Το πρώτο λοιπόν τηλεφώνημα τής ημέρας, ήταν κάτι σαν προσευχή, σαν έπαρση της σημαίας, σαν γλυκοχάραμα. Θα έπρεπε να συμβαίνει μόνον καμία βλάβη στο τηλεφωνικό δίκτυο, για να μη μιλήσει η μία στην άλλη. Αλλά και τότε ακόμη, δεν θα το πιστέψετε τι είχαν σκαρφιστεί να κάνουν για να καλύψουν το κενό έως ότου έρθει η ώρα να συναντηθούν. Τόσο η Μυρσίνη όσο και η Πέρσα που τα σπίτια τους ήταν σε κοντινή απόσταση το ένα από το άλλο, έβγαζαν στο μπαλκόνι τους ένα γαλάζιο ύφασμα ένα σεντόνι ας πούμε καλύτερα, που σήμαινε ‘’όλα καλά’’. Και αν κάτι τους συνέβαινε, το πανί ήταν κόκκινο, σημάδι επείγουσας ανάγκης, οπότε έτρεχαν η μία στο σπίτι της άλλης, αφού και κλειδιά είχαν. Για να κάνουν λάθος στο χρώμα αποκλείεται δεν είχαν να αντιμετωπίσουν λάθη  του τύπου Θησέα με τα θλιβερά επακόλουθα.

Η φιλία τους χάνονταν στο βάθος του χρόνου. Περισσότερο και από αδερφές, αν και τελείως διαφορετικές σαν χαρακτήρες. Χήρες και οι δύο με παιδιά και εγγόνια όπως είπαμε, που όμως έμεναν μακριά τους. Μότο τους ‘’μακριά και αγαπημένοι’’. Περήφανες σαν χαρακτήρες, ποτέ δεν θέλησαν να επιβάλουν την παρουσία τους στην οικογένεια και όχι μόνον με την στενή έννοια του όρου ’’οικογένεια’’ αλλά και στην φιλία τους, που γι’ αυτές ΗΤΑΝ οικογένεια, ίσως γιατί δεν είχαν νιώσει ποτέ μοναξιά, αυτό το καταθλιπτικό συναίσθημα που βασανίζει συνήθως τα άτομα μιας κάποιας ηλικίας. Η κάθε μία με τα ενδιαφέροντά της και πορεύονταν στη ζωή, χωρίς γκρίνιες και  γεροντικές παραξενιές, αλλά και χωρίς συναισθηματικά κενά.

Εκείνο λοιπόν το πρωινό, βγήκε η Πέρσα για την ‘’καλημέρα του μπαλκονιού’’ όπως την έλεγαν και μένει εμβρόντητη, γιατί δεν είδε όχι γαλάζιο, μα ούτε κόκκινο πανί, πράγμα που ποτέ άλλοτε δεν είχε ξανά συμβεί. Πανικόβλητη  τρέχει στης φίλης της να διαπιστώσει τι συνέβαινε με το μυαλό της να πηγαίνει στο χειρότερο σενάριο, δεδομένου ότι και το τηλέφωνό της δεν απαντούσε. Κάτι Θεέ μου είχε πάθει η Μυρσίνη και δεν ήταν σε θέση να κάνει την απλή κίνηση του σινιάλου στο μπαλκόνι, μα ούτε και το ακουστικό να σηκώσει και να ψελλίσει δυο λόγια. Τρέχοντας φτάνει στο σπίτι της, όπου στην είσοδο της πολυκατοικίας βλέπει την θυρωρό να την καλωσορίζει λυπημένα:

«Ό,τι ετοιμαζόμουν να σας πάρω τηλέφωνο, κυρία Πέρσα μου και…»

«Ναι, αλλά δεν το έκανες. Λέγε μωρέ Χρυσάνθη τι έπαθε η Μυρσίνη μου;»

«Κι εγώ πού θέλετε να το ξέρω; Γιατρός είμαι;»

«Βρε πες μου αν είναι ζωντανή ή έφυγε;»

«Έφυγε; Και να πάει ΠΟΥ καλέ κυρία Πέρσα; Αφού αναίσθητη την πήρε το ασθενοφόρο».

«Λέγε γρήγορα και με λίγα Λόγια τι έπαθε το κορίτσι;»

«Το ποιοοο; Το κορίτσι; Καλά. Θέλετε να τα πω και με λίγα λόγια μετά από όσα τραβήξαμε! Ας είναι. Θα σας τα πω, αν και ακόμα δεν έχω συνέλθει από    την ταραχή μου.

Το πρωί πρωί που μάζευα τα σκουπίδια, μού άνοιξε και ήταν μια χαρά. Κάτι μου είπε, γελάσαμε και της είπα ότι μου έφτιαξε τη μέρα μου. ΜΕΤΑ ΚΑΝΕΝΑ ΜΙΣΑΩΡΟ, ήρθε ο ανεψιός της, εκείνος ο άχαρος λιμοκοντόρος, και μου έδωσε να της πάω ένα φαγώσιμο, που δεν κατάλαβα πώς το είπε και ότι ήταν βιαστικός, γι’ αυτό και δεν ανέβηκε επάνω να της το δώσει ο ίδιος. Δεν θα πέρασε κανένα τέταρτο, όταν άκουσα κάποιον να φωνάζει ‘’βοήθεια’’. Τρέχω πρώτα στης κας Μυρσίνης που μένει μόνη της. Αφού κτυπάω και δεν απαντάει ανοίγω την πόρτα της με τα δικά μου τα κλειδιά και τι βλέπω; Την κ. Μυρσίνη ξαπλωμένη κατάχαμα και η ανάσα της μόλις που έβγαινε από το στόμα της.

Το 166 που κάλεσα, ήρθε σχεδόν αμέσως. Από εκεί και μετά δεν ξέρω τι απέγινε αλλά και ούτε τι της είχε συμβεί».

«Αλλά ούτε ήξερες να με ειδοποιήσεις καημένη Χρυσάνθη;»

«Μα τι λες κυρία Πέρσα μου, να άφηνα το γάμο να πάω για πουρνάρια; Άλλωστε κι εσύ κατέφτασες τη στιγμή που ετοιμαζόμουνα να σε πάρω».

«Ας είναι. Ξέρεις  τουλάχιστον σε ποιο Νοσοκομείο την πήγαν;»

«Δεν μου είπαν αλλά ούτε κι εγώ ο βλάκας σκέφτηκα να ρωτήσω».

«Και να ήταν το μόνο που δεν έκανες μωρέ Χρυσάνθη; Άντε τώρα εγώ να  χάνω χρόνο ψάχνοντας τα εφημερεύοντα, άκρη εύκολα δεν θα βγάλω. Μόνο να την προλάβω Θεέ μου να της πω πόσο πολύ την αγαπάω. Το ξέρει βέβαια, αλλά κι’ εγώ το κουτορνίθι, γι’ αυτό δεν της το έλεγα, αφού βλακωδώς πίστευα ότι το ξέρει ήδη, όπως λέει και ο Μπόρχες. Μόνο Θεέ μου να ζει και πολλά πράγματα θα αλλάξουν στην ζωή μας της το υπόσχομαι».

Και οι ουρανοί που φαίνεται ήταν ανοιχτοί, άκουσαν την κραυγή αγωνίας   της και την ανακάλυψε με το πρώτο κιόλας τηλεφώνημα που έκανε. Την είχαν πάει στον Ευαγγελισμό δυο βήματα από το σπίτι της, αν πήγαινε με ταξί. Βρήκε αμέσως ταξί και σε δύο λεπτά βρισκόταν στα επείγοντα, όπου  την ενημέρωσαν ότι ναι μεν ζούσε, αλλά σε κρίσιμη κατάσταση από βαριά τροφική δηλητηρίαση.

Όταν το άκουσε αυτό, το μυαλό της πήγε αμέσως στο φαγώσιμο που  είπε η Χρυσάνθη ότι της πήγε ο αχαΐρευτος ο ανεψιός της. Μα τι σκατά τής είχε πάει ας ήξερε. Τι της πήγε πρωινιάτικα;

Αυτόν τον ανεψιό καθόλου δεν τον υποληπτόταν η Πέρσα. Τυχοδιωκτικός   τύπος, καλοπερασάκιας και θρασίμι του κερατά, αλλά τι να πεις που ήταν  γιος της αγαπημένης της αδερφής και τον υπεραγαπούσε, ενώ εκείνος λάτρευε την περιουσία της μεγάλο μέρος της οποίας ήξερε ότι του άφηνε με την διαθήκη της. Και επειδή ο θάνατός της αργούσε και δεν διευκόλυνε τα σχέδια του, η Πέρσα υποπτευόταν ότι κάποιων δόλιων μέσων μετήλθε για να επιφέρουν το ποθητό του αποτέλεσμα. Αυτές βέβαια ήταν σκέψεις τής Πέρσας που έτσι και τις μάθαινε ο ανεψιός, τότε θα κινδύνευε και αυτή και μάλιστα περισσότερο από τη φίλη της.

Θαμώνας των ανά την Επικράτεια καζίνων και παντός είδους χαρτοπαιχτικών λεσχών, μόνιμα μπατίρης και καταχρεωμένος παντού, δεν κυκλοφορούσε μέρα γιατί τον κυνηγούσαν οι δανειστές του. Η μόνη γνωστή του που είχε γλυτώσει από τα δανεικά και αγύριστα, ήταν η φίλη της θειας του και την μισούσε θανάσιμα και γι’ αυτό. Μια ζωή, κάτι της έλεγε μέσα της να φυλάγεται από αυτόν τον άρπαγα και προσπαθούσε να κάνει και την Μυρσίνη να φυλάγεται το ίδιο, μα η αγάπη που τού είχε, ήταν η ασπίδα ασφαλείας του κατά των όποιων υπονοιών για το άτομό του.

Όταν λοιπόν η Πέρσα άκουσε τα περί δηλητηριάσεως, το μυαλό της αμέσως πήγε στο ύποπτο φαγώσιμο που της είπε η Χρυσάνθη και έφερε τον κόσμο άνω κάτω να μάθει σαν τι ήταν αυτό. Μα όπως πληροφορήθηκε, από τα ευρήματα του στομάχου μετά την πλύση που της έκαναν, δεν απέδειξαν κάτι το ύποπτο. Μια τάρτα με λαχανικά ήταν, με sauce από κουκιά…

AΠΟ ΤΙΙΙΙΙ;  Από ΚΟΥΚΙΑ; Ω θεέ μου το κάθαρμα. Τόσον αυτός, όσο και όλοι, γνώριζαν την έλλειψη ενζύμου που είχε η Μυρσίνη και η προειδοποίηση που της είχαν κάνει οι γιατροί όχι μόνον κουκιά να μη βάλει στο στόμα της αλλά να μην περνάει καν από χωράφι σπαρμένο με κουκιές!!! Και για δες τι σκαρφίστηκε να κάνει. Σου λέει και η εξέταση που θα της γίνει  στην τροφή, θα αποδειχτεί αθώα, ενώ η απουσία του ενζύμου την είχε μετατρέψει σε όπλο του φονιά. ΚΑΙ έως ότου το διαπίστωναν ΑΥΤΟ οι γιατροί, και ΑΝ, τρέχα και γύρευε…

Σε κατάσταση σοκ η Πέρσα ζήτησε την υπεύθυνη της εντατικής. Και της εξιστόρησε τα του ενζύμου και  την υποψία της ότι αυτή ήταν η αιτία του θανάτου που παραμόνευε εκεί μέσα στη μονάδα τη φίλη της. Η γιατρός την άκουγε κατάπληκτη και αμέσως υπήρξε άμεση κινητοποίηση. Γιατροί έμπαιναν κι έβγαιναν στην Μ.Ε.Θ., νοσοκόμες με μπουκαλάκια αιμοληψίας, καθηγητές έδιναν οδηγίες,  γιατρουδάκια τις εκτελούσαν, με στρατιωτική πειθαρχία, έτρεχαν και δεν πρόφταιναν που λένε. Φυσικά άλλαξε η θεραπευτική αγωγή της ασθενούς εκ βάθρων, δόθηκαν τα κατάλληλα αντίδοτα και πολύ σύντομα φάνηκαν οι πρώτες ελπιδοφόρες ενδείξεις ότι μπορεί και να σωθεί η γυναίκα.

Και βέβαια ποιος να κατηγορήσει τον ανεψιό ο οποίος δήλωσε τελεία άγνοια του γεγονότος της έλλειψης τού υπό κατηγορίαν ενζύμου.

«Πανάθεμά σε παλιόγρια» είπαν καθαρά τα μάτια του όταν αντίκρισε την Πέρσα στα πόδια του κρεβατιού της ‘’πολυαγαπημένης’’ του θείας. «Πάλι μπροστά μου σε βρίσκω για ακόμη μια φορά να μου χαλάς τα σχέδια»… Μα και της Πέρσας τα μάτια τού ‘’είπαν’’ ότι όσο ΑΥΤΗ ΖΟΥΣΕ, δεν επρόκειτο να δει όχι κληρονομιά, αλλά μήτε ψίχουλο από δαύτη, όσες απόπειρες και αν έκανε, τόσο εναντίον της Μυρσίνης όσο και πολύ πιθανόν, εναντίον της επονομαζόμενης, και όχι αδίκως, Ελληνίδας miss Marple.

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • Στεφανία
    8 Απριλίου 2019 at 11:20

    Και το γεύμα Κυριακάτικο ήταν,κλασσικό κοτόπουλο με τραγανές πατάτες στο φούρνο και φρέσκια μανιτάρια για παραλλαγή. Κι έπειτα ένα ποτήρι λευκό κρασί, μοσχοφίλερο στη γεύση, συνόδευσε την ανάγνωση εδώ της Ελληνίδας miss Marple..εξαιρετικό..Καλή εβδομάδα!!!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη