«Οι διηγήσεις μιας βαλίτσας», ένα διήγημα της Κωνσταντίνας Βαληράκη

Η βαλίτσα, σε χρώμα λιλά, αγορασμένη από εκείνο το παλιό  κατάστημα ειδών ταξιδίου, ήταν έτοιμη από καιρό. Κομψή, μικρή, μα προπάντων όμορφη, με αισιόδοξο ανοιξιάτικο χρώμα καταμεσής του χειμώνα, περίμενε υπομονετικά σε μια άκρη του υπνοδωματίου. Περίμενε την αναχώρηση, χωρίς να ξέρει τον προορισμό.

Η  ιδιοκτήτρια της ήταν χαμογελαστή  όταν την αγόρασε, ή έτσι τουλάχιστον της φάνηκε. Ο καταστηματάρχης,  περασμένης ηλικίας και ιδιαίτερα ευγενής,  της ευχήθηκε καλό ταξίδι κι εκείνη μισοχαμογελώντας, τον ευχαρίστησε. Εκείνη επίσης, ήταν κομψή, όπως και τα ρούχα που  έβαζε στο εσωτερικό της. Αυτό όμως που άρεσε περισσότερο στη βαλίτσα, ήταν το άρωμα που ανέδιδαν τα πράγματα, που εκείνη κάθε ημέρα πρόσθετε, τακτοποιώντας τα με πολύ μεγάλη προσοχή.

Η βαλίτσα περίμενε υπομονετικά, δεν ήξερε πότε θα φύγουν. Κάποια στιγμή εκείνη σταμάτησε να βάζει πράγματα. Ανησύχησε, είχε αρχίσει να αγωνιά για την αναχώρηση. Οι βαλίτσες έχουν συνηθίσει να ταξιδεύουν, τις πλήττει η ακινησία. Εκείνη δεν παρέλειπε όμως κάθε ημέρα να την ανοίγει, να την επιθεωρεί και να την ξανακλείνει.

Εκείνη επιπλέον μιλούσε συχνά στο τηλέφωνο. Η βαλίτσα έστηνε αυτί μήπως ακούσει κάτι για την αναχώρηση, αλλά και για τον προορισμό. Θα της άρεσε να ταξιδέψει κάπου μακριά. Είχε βαρεθεί να περιμένει και ένας κοντινός προορισμός θα την απογοήτευε.

«Τέσσερις-πέντε ημέρες θα λείψω», την άκουσε να λέει σήμερα στο τηλέφωνο. «Επιτέλους», σκέφθηκε «ήλθε η ώρα».

Την επομένη εκείνη ντύθηκε πολύ κομψά. Μμμμ!!! Το άρωμα της ήταν εκπληκτικό! Άνοιξε άλλη μία φορά τη βαλίτσα και έβαλε στο εσωτερικό της  ένα μικρό πορτοφόλι. Μισανοιγμένο όπως ήταν, φάνηκε στη βαλίτσα ότι είχε μέσα μια  φωτογραφία γελαστού κοριτσιού. Δεν έκανε λάθος, γιατί εκείνη έβγαλε τη φωτογραφία από το πορτοφόλι και  τη φίλησε. Ήταν πράγματι η φωτογραφία  ενός κοριτσιού.

Ύστερα εκείνη έκλεισε τη βαλίτσα έριξε μια ματιά στο σπίτι και στον καθρέπτη τής εσωτερικής σκάλας, έβαλε το επανωφόρι της, την πλησίασε και της είπε:

«Έλα πάμε, ήλθε η ώρα». Πρώτη φορά που της μιλούσε από τότε που την έφερε στο σπίτι της.  Επιτέλους θα φεύγανε. Η απόδραση άρχιζε. Την κρατούσε πολύ  προσεκτικά από το χέρι, βγήκαν έξω. Ένα ταξί μόλις είχε σταματήσει έξω από το σπίτι. Ο οδηγός, ένας πολύ ευγενικός νεαρός, μόλις την είδε της πήρε αμέσως τη βαλίτσα και την έβαλε στο πορτ-μπαγκάζ. Ας την έπαιρνε κοντά  της, δεν ήταν δα και τόσο βαριά. Θα ήθελε να είναι μαζί της, δίπλα της στο κάθισμα. Τέλος πάντων και από εκεί που ήταν πίστευε ότι θα ακούει συνομιλίες.

Πράγματι άκουσε τον οδηγό να ρωτάει για τον προορισμό και εκείνη να  του απαντάει :

«Νοσοκομείο… Παρακαλώ…»

Νοσοκομείο, τι προορισμός ήταν αυτός;  Δεν καταλάβαινε. Όταν έφθασαν, ο οδηγός του ταξί την έβγαλε  από το πορτ-μπαγκαζ και την έδωσε σε εκείνη. Η ίδια δεν πήρε ρέστα από το κόμιστρο, τον αποχαιρέτησε πολύ ευγενικά και μπήκε σε ένα κτίριο κατάλευκο, κρατώντας την απαλά με το αριστερό της χέρι. Μπήκε σε ένα δωμάτιο με απαλά χρώματα. Άνθρωποι με άσπρες μπλούζες της μιλούσαν σιγανά, σαν να της έδιναν οδηγίες. Την άνοιξε, έβγαλε ένα όμορφο ρούχο, κάτι σαν νυχτικό, το φόρεσε και την έβαλε στη συνέχεια σε μια ντουλάπα. Ένοιωσε μεγάλη απογοήτευση. Αυτή ήταν λοιπόν η απόδραση; Στο σπίτι τουλάχιστον ήταν φωτεινά, μύριζε όμορφα, ήταν κοντά σε άλλα πράγματα, δεν ένοιωθε μοναξιά. Εδώ ήταν μόνη της, κλεισμένη σε ένα σκοτεινό ντουλάπι, που επιπλέον μύριζε αποστείρωση. Έπρεπε όμως να περιμένει, τι μπορούσε άλλο να κάνει;

Κατά διαστήματα κάποιος την άνοιγε, έπαιρνε από το εσωτερικό της  μικροπράγματα και μετά την ξανάκλεινε. Πέρασαν μέρες περισσότερες από τις τέσσερις, που εκείνη είχε υπολογίσει στην αρχή από τότε που την πήγε στο σπίτι της.

Είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της, όταν ξαφνικά άνοιξε απότομα η ντουλάπα και ένα κορίτσι, που της θύμισε το κορίτσι της  φωτογραφίας, που εκείνη φίλησε την πρώτη ημέρα της αναχώρησης τους από το σπίτι, την έβγαλε από το ντουλάπι. Την άδειασε από τα λιγοστά πράγματα που είχαν μείνει στο εσωτερικό της. Κράτησε μόνο τη φωτογραφία, που βρήκε μέσα, την έκλεισε στις παλάμες της και άρχισε να κλαίει στην αρχή σιγανά και ύστερα δυνατότερα. Tην άκουσε να λέει:

 «Γιατί μαμά;» Δεν κατάλαβε, όμως λυπήθηκε που έληξε τόσο μελαγχολικά ο προορισμός της και κυρίως που δεν θα ξανάβλεπε εκείνη. Την είχε τόσο συνηθίσει…    

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη