Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα μικρό-μικρό κοριτσάκι, η Μαρούλα, που ενώ μεγάλωνε όπως όλα τα παιδιά, εκείνη ήθελε να παραμείνει μικρό παιδάκι. Ζούσε σε έναν κόσμο, αυτόν που όλοι μας ζούμε, μα σαν έμενε μόνη της, τής άρεσε να αφήνει έξω από το κουκλίστικο δωμάτιό της και κυρίως έξω από την σκέψη της, τον κόσμο μας και να ζει σε κάποιον άλλο που τον προτιμούσε. Ήταν τόσο ολοκληρωτική η αλλαγή της, που ακόμη και το όνομά της το άλλαζε και από Μαρούλα λεγόταν Μαρί στον νέο της κόσμο, τον φτιαγμένο από υλικά δικής της επινόησης.
Όχι βρε παιδιά, δεν ήθελε να κάνει το Θεό, Εκείνον ποτέ δεν θα μπορέσει κανείς να τον αντιγράψει, απλά έπλαθε τον κόσμο της φαντασίας της κατά πώς τον ονειρευόταν. Κακό ήταν αυτό; Δεν έβλαπτε κανέναν και ήταν ευτυχισμένη.
Δύο χρώματα, ή μάλλον τρία, επικρατούσαν εκεί. Το μπλε της θάλασσας και τ’ ουρανού, το πράσινο των φυτών και των δέντρων και το πορτοκαλο-κόκκινο της φωτιάς και του ήλιου, με τις αποχρώσεις τους. Το γκρίζο και το μαύρο δεν υπήρχε ούτε καν σαν σύννεφο, ούτε καν σαν νύχτα, που κι αυτή ακόμη ήταν φωτεινή, λιγότερο βέβαια από την ημέρα αλλά πάντοτε φωτεινή.
Η Μαρούλα, που στον δικό της κόσμο είπαμε την έλεγαν Μαρί, ζούσε σε ένα σπίτι φτιαγμένο από σκούρα γλυκιά σοκολάτα κουβερτούρα, που άλλαζε γεύση από τοίχο σε τοίχο δίνοντας μια νότα ποικιλίας, που έδιωχνε την μονοτονία.
Σίγουρα θα νόμιζε κανείς ότι η Μαρί άλλο δεν έκανε παρά να κόβει κομματάκια από τους τοίχους του σπιτιού της και να τα μασουλάει, καθώς δεν προξενούσε ζημιά στην τοιχοποιία μιας και σε κάθε δαγκωνιά ο τοίχος αυτόματα ανανεώνονταν κλείνοντας έτσι τις πληγές του. Αλλά όχι. Η Μαρί δεν έτρωγε ούτε ένα τόσο δα κομματάκι, επαληθεύοντας αυτό που λένε, ότι όταν έχουμε κάτι σε αφθονία μας αφήνει αδιάφορους. Εκείνο που τρελαινόταν να τρώει ήταν τα μελωμένα μπλε σκούρα μούρα μιας τεράστιας μουριάς, που τα βαριά κλαδιά της έγερναν και σκέπαζαν την αυλή μα και το σπίτι, χαρίζοντάς του μια φυσική δροσιά που μακράν απείχε σε απόλαυση από εκείνη την τεχνητή στο άλλο της σπίτι, εκείνη του air condition.
Έτσι τα σοκολατόσπιτό της σκεπασμένο από το δέντρο, δεν έλιωνε ποτέ από τις καυτές του ήλιου ακτίνες, προστατεύοντάς το σαν άγρυπνος φρουρός.
Κάτι άλλο που της άρεσε να τρώει πολύ και ας ήταν φερμένο από τον πραγματικό της κόσμο , ήταν τα μελομακάρονα, τα φοινίκια, όπως τα έλεγε η προγιαγιά της η Σμυρνιά.
Τις Άγιες ημέρες των Χριστουγέννων, επέτρεπε στον εαυτό της να ενώνει τους δύο της κόσμους φανταστικό και πραγματικό. Δεν είχε άδικο. Αυτές τις γιορτινές ημέρες, η ζωή στο πραγματικό της σπίτι έμοιαζε με παραμύθι. Μοσχοβολούσε από τις λιχουδιές που έφτιαχναν η μαμά, η γιαγιά και η προγιαγιά της ακόμη, που αν και αιωνόβια κρατιόταν μια χαρά. Έξυπνο το μικρό κοριτσάκι. Ήταν δυνατόν να αγνοήσει η φαντασία της κάτι το τόσο όμορφο σαν τα Χριστούγεννα;
Αυτά, όσον αφορά τις γαστριμαργικές της αδυναμίες.
Σε μια πελώρια συρταριέρα, σιφονιέρα την έλεγε η μαμά της, με τα συρτάρια της ντυμένα και στρωμένα με φρέσκα πάντα φύλλα της μουριάς, ζούσαν ολόκληρες αποικίες από μεταξοσκώληκες, που με το κουκούλι τους έδιναν στην Μαρί το μετάξι για να της φτιάξουν οι φίλες της οι Νεράιδες, αέρινες φορεσιές, σαν και τις δικές τους. Μόνον αυτές και καμιά άλλη μεγάλη ράφτρα, ακόμη και στο Παρίσι, την Μέκκα της ραπτικής τέχνης, μπορούσε να υφάνει και να ράψει αυτά τα αέρινα φορέματα, με κλωστές παρμένες από τις ακτίνες του φεγγαριού τις νύχτες με πανσέληνο.
Είχε μια ντουλάπα ξέχειλη από αυτά τα πανώρια φορέματα, που ποτέ καμιά πριγκίπισσα δεν είχε φορέσει, όσο πλούσιο και αν ήταν το βασίλειο που ζούσε.
Η φήμη τους είχε εξαπλωθεί παντού και η Βασίλισσα γειτονικής Χώρας τής έστειλε μήνυμα ότι έτσι και τής έδινε να φορέσει, έστω και μόνο για την Άγια Νύχτα των Χριστουγέννων, ένα από τα φορέματά της, θα την έχριζε πριγκίπισσα και θα την έθετε επικεφαλής των κυριών της Αυλής της. Μα αυτό, ακόμη και αν το ήθελε η Μαρί, δεν το διανοούταν να το κάνει γιατί ήταν φτιαγμένα ειδικά γι’ αυτήν από τις νεράιδες και το κοριτσάκι δεν ήθελε επ’ ουδενί λόγω να αγνοήσει την επιθυμία των φιλενάδων της, που τις έβαζε πάνω από δόξες και τιμές. Τέτοια απρέπεια δεν θα την έκανε ποτέ.
Έλα μου όμως που η βασίλισσα θύμωσε και μάλιστα θύμωσε πολύ, τόσο που έστειλε στρατό να εξοντώσει όχι μόνον τη Μαρί μα και τον κόσμο που με τόση σκέψη και κόπο είχε καταφέρει να φτιάξει η μικρή παραμυθού.
Έπεσε ο στρατός στον παραδεισένιο χώρο της, όπως πέφτουν οι ακρίδες στα σπαρτά. Έριχναν σφαίρες, έριχναν κανονιές και οβίδες, μα ο κόσμος της Μαρί δεν καταστρεφόταν. Δεν ήταν δυνατόν να πάθει τo παραμικρό αφού ήταν ένας κόσμος της φαντασίας. Οι φίλες της οι Νεράιδες και όλα τα αερικά του δάσους και οι Νηρηίδες που κολυμπούσαν μαζί με τις γοργόνες στα καθάρια νερά της παραλίας που ήταν κοντά στο σοκολατόσπιτο, ήρθαν προς βοήθειά της. Για όλα αυτά τα πλάσματα έμοιαζε με παιχνιδάκι το να πιάνουν στον αέρα τα βλήματα πριν καν αυτά αγγίξουν τη γη και κάνουν ζημιά. Λόφους σχημάτισαν τα καταστρεπτικά υλικά και όπως έλεγαν οι φίλες του κοριτσιού θα εύρισκαν τη λύση τού τι θα τα κάνουν όλα αυτά τα πυρομαχικά για να μην είναι έτσι εκτεθειμένα, καθώς ήταν επικίνδυνα.
Είδε και απόειδε ο αρχηγός των στρατευμάτων του εχθρού και πήγε στην Βασίλισσά του να της διηγηθεί τα απίθανα που συνέβαιναν με τους βομβαρδισμούς.
-Μεγαλειοτάτη, τόσα χρόνια στρατιώτης, τέτοιο πράγμα πρώτη μου φορά το είδα. Υποψιάζομαι ότι η χώρα αυτή του μικρού κοριτσιού είναι μαγεμένη και όσο και να προσπαθήσουμε ξανά και ξανά δεν θα καταφέρουμε να την καταστρέψουμε.
Η Βασίλισσα έμεινε κατάπληκτη με αυτά που άκουσε. Και κάλεσε τους συμβουλάτορές της να βρουν κάποιον τρόπο καταστροφής, μα μέχρι την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές, λύση δεν βρήκαν και σίγουρα ούτε πρόκειται να βρουν.
Και να πεις ότι μόνον η κακιά βασίλισσα ήταν που ήθελε να καταστρέψει τη Νεραϊδοχώρα; Και άλλες πολλές κυρίες σύζυγοι αξιωματούχων εποφθαλμιούσαν τα φορέματα της Μαρί.
Παραδείγματος χάριν, η γυναίκα του Αρχιμουσικού τής πραγματικής Χώρας, ζήτησε ένα από τα αέρινα φουστάνια του κοριτσιού να το φορέσει και να εντυπωσιάσει τα πλήθη στον χορό του Christmas Eve, που έδιναν οι μουσικοί του τόπου, μα όταν και αυτή πήρε αρνητική απάντηση, έξαλλη από θυμό, έπεισε τον σύζυγό της -που ποτέ δεν της χαλούσε χατίρι (και δεν το έκανε από αγάπη, αλλά γιατί δεν άντεχε την γκρίνια και την μουρμούρα της)- τον έπεισε, λοιπόν που λέτε, να απαγορεύσει την χρήση όλων των μουσικών οργάνων που υπήρχαν στον κόσμο της Μαρί, με ένα πρόσχημα ότι παρέβαιναν τάχα μου τον Νόμο τάδε, παράγραφος δείνα και δεν συμμαζεύεται. Και τούτο για να μην ακούει η μικρή μουσική που την λάτρευε σαν την άκουγε live. Και πώς θα ήταν τώρα η ζωή της χωρίς μουσική μέρες γιορτινές; Ούτε τα κάλαντα επέτρεψε να ειπωθούν στον φανταστικό κόσμο της Μαρί.
-Άντε και να δούμε πώς θα μπορέσει να ζήσει, έτσι άδεια από μαγεμένους ήχους που θα είναι, έλεγε χαιρέκακα.
Έλα μου όμως που δεν υπολόγισε τους φτερωτούς φίλους του κοριτσιού που την διαβεβαίωσαν ότι θα έκαναν ό, τι μπορούσαν να αυξήσουν το κελάιδισμά τους και τη νύχτα ακόμη, να βάλουν τα αηδόνια να τραγουδούν μαγικούς σκοπούς. Το ίδιο έγινε με το κύμα στη θάλασσα, το θρόισμα των φύλλων, με τον άνεμο, τη βροχή, μελωδίες της φύσης ανεπανάληπτες που ποιο μουσικό όργανο να συγκριθεί μαζί τους; Άκουγε η μικρή και έμενε μαγεμένη. Πώς δεν είχε ποτέ προσέξει τόσο πολύ την ομορφιά αυτής της μουσικής απορούσε και η ίδια με τον εαυτό της.
Έτσι απέτυχε και η προσπάθεια ου αρχιμουσικού να τιμωρήσει το μικρό κορίτσι, μην κατορθώνοντας έτσι να ευχαριστήσει την συμβία του και να αποφύγει την γκρίνια της την ανυπόφορη.
Για να μην τα πολυλογούμε, τον φθόνο τόσο της βασίλισσας όσο και της προηγούμενης κυρίας πολλές άλλες τον μιμήθηκαν. Δεν το ξέρατε; Έτσι είναι ο φθόνος, εξαπλώνεται σαν μολυσματική ασθένεια.
Παραδείγματος χάριν, η σύζυγος του αρχισιτιστή, αυτού που φρόντιζε για τις προμήθειες της χώρας, θα έκανε εμπάργκο τροφίμων και έτσι οι κάτοικοι θα πέθαιναν από την πείνα και μαζί με αυτούς και η καημένη η Μαρί.
Περίεργο όμως. Ούτε αυτής της κυρίας της είπε κανείς ότι ο σιτιστής στον χώρο της φαντασίας της Μαρί δεν ήταν ένα τύπος σαν τον σύζυγο της αλλά πρώτος μακράν στις προμήθειες της σκέψης με τροφές άριστης ποιότητος, που δεν χαμπαριάζει τι θα πει εμπάργκο και τι απαγόρευση. Ό,τι τροφή ήθελε το κορίτσι με ένα κλικ στη σκέψη και το τρόφιμο ή φαγητό ερχόταν στο ολοστόλιστο τραπέζι της αυλής της. Το έστελνε η φαντασία της με έναν αόρατο Courier, που εκτελούσε και χρέη αρχιμάγειρα. Ήταν ένας chef, που όταν έγινε ένας σχετικός διαγωνισμός μαγειρικής (γίνονται και τέτοιοι ξέρετε διαγωνισμοί και όχι μόνον ποίησης και λογοτεχνίας) απέσπασε το A βραβείο και έκτοτε τρέχει και δεν προλαβαίνει από παραγγελίες και συνεντεύξεις…
Όταν λοιπόν είδαν όλοι ότι ο Κόσμος της Μαρί είναι άτρωτος, κατέβασαν το κεφάλι ντροπιασμένοι και το μόνο πια που έκαναν ήταν σαν τι νομίζετε; Απίστευτο. Θέλησαν να φτιάξουν, έναν δικό τους παράλληλο φανταστικό κόσμο, παρόμοιο με αυτόν της Μαρί. Το κατάφεραν. Άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο, ανάλογα με την φαντασία που κουβαλούσε στο μυαλό του ο καθένας. Όταν δε είδαν, ότι το πείραμά τους πέτυχε, έκαναν κάτι αξιέπαινο. Έβαλαν τα δυνατά τους να βελτιώσουν το επίπεδο της φαντασίας τους και δεν την άφησαν να βαλτώσει. Την έτρεφαν με όλο και καλύτερης ποιότητας ιδέες, με αποτέλεσμα ο καθένας να αποκτήσει τον δικό του, τον προσωπικό του κόσμο της φαντασίας, που συνυπήρχε με τον άλλον τον πραγματικό, σε αγαστή σχέση οι δύο τους κόσμοι. Ο οποίος πραγματικός κόσμος, δεν κάθισε και αυτός με δεμένα τα χέρια, που λένε. προσπάθησε και αυτός να γίνει καλύτερος προς όφελος όχι μόνον των ανθρώπων αλλά και του ίδιου του πλανήτη Γη.
Η Ανθρωπότητα ζούσε την ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ της, που έμελλε να μείνει στην Ιστορία, όπως εκείνη ή άλλη, του Αρχαίου Περικλή στον Χρυσό Αιώνα του.
Αφήστε το σχόλιο σας