“Νάσος και Νιόβη”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Με καμένη φλάντζα πού νομίζεις πως θα πας, καρδιά μου; Και τετρακόσια ευρουδάκια να σου πάρουν για να σου βάλουν καινούρια, αν δεν την πάνε στο μηχανουργείο  για πλάνισμα, δεν τσεκάρουν και το ψυγείο σου, το εργαλείο  σου στα άχρηστα!

Αμ, δεν είχε κάψει φλάντζα τόσα χρόνια η κυρά- Νιόβη να κάνει τα πικρά- γλυκά και να σιροπιάζει τον ξεραμένο  της έρωτα που δεν έλεγε να τον ονομάσει απατηλό, μια και δεν είχε τα κουράγια να τον πει απατημένο, μονοσήμαντο, από καιρό φευγάτο!

Είχαν πρωτο-συναντηθεί στην άκρη του χωριού, εκεί που τ’ απογεύματα βολτάρανε οι νέοι και οι νέες, να δροσιστούν μια στάλα… Να έφτασε αυτό το πρώτο κοίταγμα στα μάτια, πρασινογάλαζα εκείνης και καφετί του Νάσου, κανένα ιδιαίτερο καφέ, αλλά μεγάλα μάτια που κοίταζαν με γλύκα και χαμογέλαγαν στην άκρη τους , να διαρκέσει  μια ζωή;

Η απόφαση είχε παρθεί. Και παντρεύτηκαν με την σιωπηλή συναίνεση των γονιών τού γαμπρού  και την μερική αποδοχή των γονιών της νύφης. Για το πρώτο κόλλημα, δεν χρειάζονται και πολλές διευκρινίσεις. Συνήθως το κελεπούρι δεν είναι ο γαμβρός; Αυτουνού η μάνα δεν πόνεσε πιο πολύ όταν τον γεννούσε; Αυτός δεν κουβαλάει τη δύναμη για τη διαιώνιση του είδους; Μια μήτρα θα βρεθεί, βρε αδελφέ! Ύστερα, πώς αλλιώς θα παιχτούν σωστά και τόσοι άλλοι μικρο-ρόλοι, δεύτεροι, αλλά ουσιαστικοί στο κύλισμα της ζωής, όπως ας πούμε αυτός της «πεθεράς», της μάνας του γαμπρού πεθεράς, λέμε. Δεύτερος ρολάκος μωρέ, που έχει τη δύναμη του πρώτου, καθώς όχι μόνο ψάχνουν οι άντρες να βρουν κάτι που να τους θυμίζει τη μανούλα, όπως οι γυναίκες να τους θυμίζει τον πατερούλη -α, ρε Φρόυντ, έχασες πολλά που δεν τους γνώρισες αυτούς τους δυο, πόσα ακόμα θα μας αράδιαζες!-  αλλά και όταν το βρουν δεν έχουν τα… ίδια να θέσουν όρια.

«Ώπα, μάνα, μπάστα!», να πουν, «προσωπικά ζητήματα, συζήτηση κομμένη». Και να βάλουν από την αρχή τον καθένα στη θέση του. Ήταν κι ο χαρακτήρας της κυρά-Νιόβης. Που περίμενε τον ιππότη στο άλογο. Λες κι οι ιππότες δεν ξεπεζεύουν ποτέ, για κατούρημα, ας πούμε! Μένουν αιωνίως και τυμπανίως  καρφωμένοι εκεί. «Στ’ άλογα, στ’άλογα Ομέρ Βρυώνη! Πέφτει το άλογο και μας πλακώνει!»

Έτσι πλακώθηκε κι η Νιόβη. Με την έλευση του πρώτου παιδιού, ξέχασε και τα άλογα και τον ιππότη! Χάθηκε μέσα στα γαλαζοπράσινα μάτια του που της θύμιζαν τόσο πολύ τον εαυτό της! Ύστερα αρχίσανε και τα σκαμπανεβάσματα στη δουλειά του Νάσου. Πάντα ήταν μετρημένα, δεν ήταν μαθημένος στη μεγάλη ζωή. Γεννημένος σε ένα μικρό χωριό είχε μάθει να παίρνει τη ζωή με την απλωσιά που της έδινε η φύση, ένα μικρό κακομαθημένο αγριμάκι ήταν που του επιτρέπονταν τα πάντα, καθώς ήταν μοναχοπαίδι. Η μάνα του είχε κοντέψει να μείνει από ανακοπή όταν γεννώντας η πεθερά της, μαμή στο επάγγελμα, η μοναδική του χωριού, της είχε κάνει  πλάκα, «Να σου ζήσει το όμορφο κοριτσάκι σου». Δεύτερου, μάλλον τρίτου ρόλου ατάκα κι αυτή της μαμής, που αποδείκνυε περίτρανα όχι μόνο την παθιασμένη αγάπη της μαμάς του Νάσου γι’ αυτόν, αλλά και το πόσο κακομαθημένος ήταν! Από τα λίγα που είχαν όλοι, εκείνος τα είχε όλα. Πώς να περιορίσεις έναν ιππότη-αγρίμι; Πώς να τιθασέψεις μια ονειροπόλα γυναίκα; Τα ενώνεις τα δυο και βρίσκουν εκείνα τη λύση! Θα τα μάθει η ζωή! Έτσι θα σκέφτηκε ο Θεός, Θε μου συγχώρα με!

Μετά το πρώτο παιδί, μια και μαθαίνεται εύκολα ο τρόπος, ήρθε και το δεύτερο. Ύστερα  το τρίτο. Στην προσπάθεια να πετύχουμε τον διάδοχο του πριγκιπάτου, με δυο παιδιά μικρά, κι ένα στην κοιλιά και προβλήματα και καθημερινότητα και δυσκολίες κι αχ και βαχ, το τρίτο μισοριξιά , είδε κι έπαθε να το αναστήσει η κυρά-Νιόβη. Και τέσσερα χρόνια μετά επιχείρησε και το τέταρτο. Δεν αλλάζανε και στάση, να πάρουν το τρόλεϊ από Κολιάτσου, να πούμε, ν’ αλλάξει και το φύλο! Με τρία κορίτσια στην αγκαλιά η Νιόβη, σκεπτόταν τις προίκες που έπρεπε να στήσει. Αν και μεγαλύτερη προίκα μιας τίμιας κοπέλας, πρώτα και καλύτερα, η παρθενία της! Βεβαίως-βεβαίως!  Ύστερα έρχεται η σπουδή! Να αποκτήσουν μόρφωση τα παιδιά. Να βρουν έναν καλύτερο δρόμο από εκείνον το δικό της. Που είχε προσπαθήσει να μπει σε δουλειά, είχε δώσει εξετάσεις, αλλά δεν την είχε βοηθήσει καθόλου η τύχη, έτσι  μάζεψε τα φτεράκια της και κούρνιασε στη μοναδική επιλογή του γάμου. Ήθελε, λοιπόν,  τα κορίτσια της να μορφωθούν και να παντρευτούν παρθένες. Πού πας, ρε Καραμήτρο; Εσύ ρε γράφεις μυθιστόρημα από μόνος σου!

Εν τω μεταξύ, ο ιππότης-Νάσος έκανε άλματα ρισκάροντας! Αποφάσισε να στήσει τη δική του δουλειά. Αναλάμβανε μεγάλες δουλειές, καθώς όμως δεν ήταν κακός για να παίζει με την στατικότητα, ας πούμε ενός κτιρίου, κλέβοντας από την ποσότητα του σίδερου που έπρεπε να χρησιμοποιήσει για να οικονομήσει περισσότερα, πάντα έπεφτε έξω στους υπολογισμούς και βρισκόταν «μέσα». Αντί να κερδίσει, χρωστούσε κιόλας. Ήταν που είχε αρχίσει να παίζει και λίγο το ματάκι του δεξιά κι αριστερά, η Νιόβη δεν ήταν του λούσου. Ύστερα πότε να προλάβει να είναι; Ανάμεσα στις μπουγάδες , τα μαγειρέματα, τα σιδερώματα, τα αχ και τα βαχ, μην τα ξαναλέμε πάλι, πού να μάθει για το μολύβι, το άι-λάινερ, το μανικιούρ- πεντικιούρ, τη μεζ και τα συναφή! Κανένα βελονάκι, καμιά δαντελίτσα, να βρίσκει και μια δίοδο επικοινωνίας με την πεθερά, να τηρούνται οι ρόλοι και να κρατούνται οι ισορροπίες, η μέγιστη επιταγή στη ζωή! Τα από μέσα, τα συναισθήματα που βράζουν και κοχλάζουν, σαν παθιασμένα κύματα που δεν βρίσκουν ακρογιαλιά να ανοιχτούν και να ξεσπάσουν, ποιος τα νοιάζεται; Αυτά είναι του καθενός και οι λεπτομερείς αναφορές σε αυτά, δεν σώζουν και δεν βοηθούν κανένα. Ούτε αυτόν που τα ακούει, για να ξεστραβωθεί γι’ αυτό που ακολουθεί, ούτε αυτόν που τα μοιράζεται. Όταν είσαι ταμένη στην μπίχλα του ιππότη που πίστεψες, μόνο τύψεις για το μοίρασμα των σκέψεων  είναι το κέρδος!

Ο Νάσος λοιπόν, είχε μάθει, καθώς είπαμε ν’ αγαπιέται. Αυτό τον είχε καταστήσει, μερικώς, πώς να το πω, ανίκανο. Σαν να σου δίνουν ένα τεράστιο δώρο και να μην ξέρεις πώς να το πρωτοπιάσεις κι ύστερα με λαχτάρα αρχίζεις να σκίζεις το περιτύλιγμα κι ύστερα ζητάς όλο κι άλλο κι άλλο κι άλλο, χωρίς να ρωτάς αν μπορούν και πού τη βρίσκουν τη δύναμη οι άλλοι να σου χαρίζουν  και να συνεχίζουν να σε αγαπούν…

Οδηγούσε, λοιπόν, Μερσεντές, τον καιρό που άλλοι περίμεναν στη στάση του λεωφορείου. Ε, σε τέτοιο αυτοκίνητο δεν βάζεις μόνο την κυρά με το σοσόνι να το βολτάρεις. Βάζεις και το πιπινάκι, που γουστάρει θάλασσα! Άλλη χάρη το πιπινάκι! Δεν σε φορτώνει με τα αχ! του, πώς θα πληρώσουμε το ρεύμα, τα Αγγλικά, τα φροντιστήρια των παιδιών…  Βάζει το αρωματάκι του κι εσύ το δικό σου και σουλατσάρει κουνώντας τα κάλλη του! Αν σου ζητάει κάτι είναι κανένα χρυσαφικούλι, κανά  ρολογάκι, κανά σαλονάκι, κάτι λίγο μωρέ, έτσι για δωράκι! Με το μερσεντέ παραμάσχαλα, αρμένιζε ο Νάσος, περνώντας όλες τις στάσεις στο φουλ! Ο γύρος της Αττικο-Βοιωτίας ανά στάσεις! Χα,χα!

Βλέπετε πώς στην εξέλιξή του το έργο, ρίχνει τους προβολείς στους βασικούς ρόλους; Οι δευτεράτζες συνεχίζουν να τονίζουν με τις ατάκες τους τούς πρώτους, ας πούμε η μανούλα του Νασούλη, όλα τα ήξερε αλλά ποιούσε τη  νήσσα, κουβέντα, τάφος. Ποιος ήξερε πόσο άδικο το έβρισκε, αν το έβρισκε, αυτό μέσα της; Ποιος μπορεί να ξέρει αν συμβούλευε τον κανακάρη της να συμμορφωθεί; Στην απόλυτη λατρεία μπορείς να βλέπεις λάθη; Νιώθεις αρκετά δυνατός να συμβουλέψεις; Σε αφήνει η τύφλωση της απόλυτης αγάπης να υπερβείς το σκοτάδι σου και να κοιτάξεις πέρα απ’ τον φράχτη; Χλωμό. Τα κατηγορώ στα στήνει η ζωή μπροστά σου απρόσμενα και τα λόγια βγαίνουν αβίαστα από το στόμα κάποιων που δεν θα περίμενες ποτέ σου! Αυτό, είναι μια τιμωρία. Μια δικαίωση! Πέρα από την άλλη. Αυτήν της μέσα σου κρίσης!

Όταν ο Νάσος  ήταν φουλ βουτηγμένος στο πιπίνι, στο σπίτι στήνονταν χοροί. Όχι σαν τα τραπεζώματα που έστηνε η Νιόβη κάθε φορά του Αγίου Αθανασίου για να τιμήσει τον προύχοντα! Άλλα, τρικούβερτα γλέντια! Με φλιτζανάκια του καφέ να τινάζονται προς το ταβάνι, είχε κάνει τη θητεία του στα αντιαεροπορικά και του είχε μείνει η στόχευση υψηλών στόχων, παντελόνια να σκίζονται με μανία για να βγει κάπου το άχτι, και ευρηματικές βρισιές  που ξεστομίζονταν  λες και τις είχε προβάρει πολλές φορές και δεν υπήρχε φόβος για λάθος… Η κυρά- Νιόβη απλωνόταν στο πάτωμα λιπόθυμη, του Νάσου το χρώμα δεν θα το έλεγες και υγείας, μάλλον εκρού, και γύρω-γύρω  επικρατούσε μια πηχτή ησυχία, θα μπορούσες να την κόψεις με μαχαίρι, σα θολωμένη θάλασσα σε νοτιά με τίγκα στα φύκια. Πόσα λόγια χωράνε στις πηχτές σιωπές; Πόσα γιατί ; Πόσα αντίο;

Έτσι κυλούσε το νερό στο χρονοφαγωμένο αυλάκι της ζωής τους. Ο καθένας τις συνήθειες του κι η τάξις εκεί. Μην και διαταραχτεί η ισορροπία της …μημένης κοινωνίας. Που σκουπίζει τ’ ασκούπιστα και χώνει τις σκόνες κάτω από τα κρεβάτια και τους καναπέδες. Η «εικόνα» να συντηρείται. Κι ας τραβάει ο καθένας το κουπί μοναχός του!

Αρέσκεται η τύχη στα περίπλοκα κεντήματα, μετρητά τα θέλει όλα. Και γελάει πάντα με το αποτέλεσμα. Στρώνει το σεμεδάκι στο τραπέζι του σαλονιού και με αυταρέσκεια παινεύει τις βελονιές!  Προικιά που θα ’χει η Τύχη σαν αποφασίσει την παντρειά, δεν λέγεται!

Χαζή είναι, λέτε,  δεν κάνει χάζι τόσους αιώνες; Παίζει με όλους μας. Για έναν θα σταματήσει το παιχνίδι;

Περάσανε τα χρόνια. Τα πιπίνια σταμάτησαν αναγκαστικά, όταν ο Νάσος αρρώστησε και στην κυρία Νιόβη δόθηκε το δικαίωμα του ρόλου «σανίδα σωτηρίας», ή η «γυναίκα μου».

 Κι εκείνη, ευχαριστήθηκε πολύ την καινούρια της προαγωγή. Ήταν άλλο ένα πρέπει που μπορούσε να αναμασάει και να περηφανεύεται! Ύστερα. Το ότι του στάθηκε στα δύσκολα. Το ότι φρόντισε τη μανούλα. Το ότι ποτέ της δεν κοίταξε άλλον άντρα. Λέμε τώρα, δεν ξέρουμε και στα σίγουρα.

Ο Νάσος έχει από χρόνια περάσει στην αθανασία κι η Νιόβη μετράει τη μοναξιά της. Παραπονιέται για τα άδεια δωμάτια του σπιτιού που δεν αντηχούν φωνές πια. Τέλος τα άγρια κοιτάγματα, οι βρισιές, τα ξεφτιλίκια. Τα κορίτσια, που πια δεν είναι, παντρεύτηκαν κι η καθεμιά εξέλιξε το κεντηματάκι, το ίδιο, σίγουρο το αποτέλεσμα, με τον δικό της τρόπο. Σαν παραλλαγές στην ίδια μελωδία. Αυτό κατάφερε η κυρά-Νιόβη. Καθαρό το κούτελο -πάλι  λέμε τώρα- και Μπετόβεν στη σύνθεση!

Νάσος και Νιόβη. Τα δύο Ν, τόσο ίδια και τόσο αταίριαστα συνάμα! Ο ένας φεύγοντας, πήρε μαζί του την ευχαρίστηση για μια γεμάτη ζωή. Χωρίς δεύτερες σκέψεις, βουτούσε μέσα στα «θέλω» του κι έτσι δεν είχε κανένα απωθημένο. Ευτυχισμένος άνθρωπος. Αυτός που δεν έχει απωθημένα, όλοι δεν λέμε;

Η Νιόβη, πιστή, πάντα εκεί να υπομένει, να καθορίζει με τον τρόπο της χιλιάδες πράγματα, αλλά ταγμένη στο ρόλο της πριγκιποπούλας που περιμένει να ακούσει τον καλπασμό του αλόγου . Βουτηγμένη στα απωθημένα, στα γιατί και στα αν. Α! Και στη ρήση: «Σε όλη μου τη ζωή, θύμα ήμουν». Είναι βαρύ το φωτοστέφανο, κυρά-Νιόβη!

Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, γελάτε ρε, όλοι μας τη ζωή μας σπαταλάμε!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη