Λυγίζεις. Γονατίζεις.
Ακουμπάς τις παλάμες σου στο χώμα.
Ασθμαίνεις.
Οξυγόνο.
Κλειστές οι κυψέλες. Καμιά πνοή δε γεμίζει τη φιάλη σου.
Δύσκολα το βλέμμα σηκώνεται ψηλά.
Δύσκολα ξεφεύγει απ’ τη βαρύτητα της γης.
Δύσκολα την πάχνη που σε τυλίγει θα τρυπήσει.
Πίσω απ’ την ομίχλη κρύβεται το απρόσμενο.
Πάνω απ’ τη γη κυματίζει το αναπάντεχο.
Κι εσύ σ’ αυτό προσεύχεσαι.
Σ’ αυτό προσμένεις.
Να πατήσει κι αυτό το χώμα. Να σταθεί σιμά σου και να σε πιάσει από τους ώμους.
Να σε στηρίξει, να σηκωθείς. Ξανά στα πόδια σου.
Να σφίξει στην παλάμη του δυνατά τη δική σου και να σου πει:
«Έλα! Μπορείς. Ένα βήμα τη φορά! Στράτα! Στρατούλα!»
Το ποίημα εστιάζει στο αισιόδοξο μήνυμα της προσμονής, της ”απροσδόκητης” ευοίωνης μελλοντικής τροπής μιας οδυνηρής κατάστασης (που φαντάζει ασφυκτική και αναπόδραστη), της προοπτικής τελικά εύρεσης αναπάντεχων μελλοντικών στηριγμάτων με βάση τα οποία θα επαναπροσδιοριστεί σταδιακά η σχέση μας με τον κόσμο, θα μάθουμε να πορευόμαστε, να ξαναζούμε από την αρχή.